HomeCinemaΜπορεί μια λαϊκή ελληνική ταινία να παίζει...

Μπορεί μια λαϊκή ελληνική ταινία να παίζει μπουνιές με ένα δικτατορικό καθεστώς; Κι όμως.

γράφει ο Κυκλοθυμικός
Ήταν 24 Ιανουαρίου του 1972, λίγο καιρό πριν το Πολυτεχνείο, επί δικτατορίας Παπαδόπουλου όταν στους «σινεμάδες» θα βγει μια καινούργια ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, «Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας» με τον Σταύρο Παράβα και την Μπέτυ Αρβανίτη. Θα κόψει 250 χιλιάδες εισιτήρια και θα γίνει μια mini εμπορική επιτυχία για την εποχή της, ενώ στα αραιά και στα πού θα την πετυχαίνουμε και στην τηλεόραση ως τα σήμερα.
Στην πραγματικότητα ο Δαλιανίδης μετά την δεκαετία του 1960 ήταν λίγο της σχολής Χάρη Ρώμα, είχε γράψει 5 σενάρια κι η κάθε δημιουργία του ήταν ένα κοκτέιλ από αυτά. Ίδιοι διάλογοι, ίδια σκετς, ίδιοι χαρακτήρες. Ακόμα και στους τίτλους δεν έδινε και πολύ κόπο. 12 χρόνια πριν είχε γυρίσει το σαφώς καλύτερο «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» με την Τζένη Καρέζη και τον Ντίνο Ηλιόπουλο.
Η ταινία έχει σκηνές που αργότερα θα τις βλέπαμε και στις βιντεοταίνες του Στάθη Ψάλτη με την Ρένα Παγκράτη και τον Πάνο Μιχαλόπουλο, θα έχει διαλόγους παρόμοιους από το Λούνα Παρκ και το Ρετιρέ και στο τέλος της ημέρας δε θα κρύψει πως σκοπός της ήταν να αυτοαναφλεχθεί από μέσα μας το πολύ 5 λεπτά από την στιγμή που θα άναβαν ξανά τα φώτα. Ένα fast food από εικόνες, λέξεις και χορογραφίες.
Οπότε γιατί ασχολούμαι μαζί της; Γιατί η ταινία είχε κάποιες σκηνές που ήταν κυριολεκτικά σοκαριστικές σκεπτόμενοι το πλαίσιο και τις πολιτικές συνθήκες που βγήκε στους κινηματογράφους, αλλά ακόμα και το είδος της, το κοινό που απευθυνόταν και τις συνθήκες που προοριζόταν να καταναλωθεί. Κι επιμένω ήταν σκηνές, όχι σκηνή, όχι μια ατάκα. Μιλάμε για μια εποχή που κάθε κείμενο χτενιζόταν από την λογοκρισία πριν βγει στο κοινό.
Ξεκινάμε light, στο 24ο λεπτό της ο Χρόνης Εξαρχάκος ξεκινάει να κάνει καζούρα στον Σταύρο Παράβα που έχει αφήσει μακριά μαλλιά. Σε μια περίοδο που οι μπάτσοι γύριζαν με τις ξυριστικές μηχανές κι οι δάσκαλοι μετρούσαν τις τρίχες των μαθητών τους στα προαύλια του σχολείου, σε μια εποχή που η λογοκρισία έβαζε τον Κωνσταντάρα στις ταινίες του να κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας και να ρίχνει καρπαζιές σε όποιον έχει μακριά μαλλιά και φαβορίτες, ο Σταύρος Παράβας αφού εξηγεί στα δαλιανίδικα καλιαρντά ότι είναι ατομική του ελευθερία το μήκος των μαλλιών του ειρωνεύεται το καθεστώς απαντώντας όταν του λέει ο κινηματογραφικός αδερφός του να μην πάει προς Περιστέρι γιατί θα τον πετύχει κάνας αστυνομικός να τον κουρέψει ότι μόνος ένας κομπλεξικός καραφλός θα σκεφτόταν έναν τέτοιο νόμο.
15 λεπτά μετά ο Παράβας συζητά με την Μπέτυ Αρβανίτη για τον γάμο σε ένα μοτίβο σκετς που έχει ταΐσει το 90% των Ελλήνων ηθοποιών. Η φάση είναι παρεξήγηση που άλλα λέει ο ένας άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, οπότε γεμίζει η σκηνή με υπονοούμενα και παραλογισμό. Τρομερό…γέλιο. Κλαπ κλαπ. Στο θέμα μας τώρα. Η Αρβανίτη λέει το κλασικό ότι η κάθε γυναίκα ονειρεύεται τον γάμο κι ο Παράβας της απαντά «ε τι να ονειρεύεται τις εκλογές, τον γάμο άμα τον ζορίσεις και λιγάκι κάτι μπορεί να γίνει, ενώ τις εκλογές…» κόβοντας το αυτόματα με το «ασ’ τα αφήσουμε τώρα αυτά».
Στη συνέχεια της σκηνής αφού πια ο Παράβας έχει εξομολογηθεί τον έρωτά του στην Αρβανίτη της αποκαλύπτει ότι λόγω των ταξικών τους διαφορών αυτός την φωνάζει στα όνειρά του «πριγκηπέσσα» κι αυτή τον διακόπτει για να του πει «ναι, αλλά πολύ δημοκρατική πριγκηπέσσα».
Ακόμα και πιο μετά στην ταινία ο Παράβας ενώ μιλάει με τον γαμπρό του κάνει καζούρα στην οικονομική πολιτική της Χούντας και πώς βγάζει τον προϋπολογισμό της χώρας.
Και για να μην το υπεραναλύσουμε. Η ταινία κάνει φουλ σάτιρα στο καθεστώς, υμνεί τις δημοκρατικές ελευθερίες που στερείται ο λαός και φτύνει στα μούτρα τις τεχνικές χειραγώγησης του κόσμου από τους Συνταγματάρχες κι όλα αυτά σε ένα πρότζεκτ που δε θα χαθεί σε ένα φεστιβάλ 40 ατόμων, αλλά σε μια λαϊκή εμπορική κωμωδία που θα φτάσει και στον τελευταίο κινηματογράφο του τελευταίου χωριού και της τελευταίας συνοικίας της χώρας.
Ο Σταύρος Παράβας δεν ήταν, όμως, ένας τυχαίος ηθοποιός, που του λάχε να πει αυτές τις ατάκες. Λίγο μετά την ταινία αυτή, τον Νοέμβριο του 1973, θα βρεθεί μαζί με τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη δίπλα στα παιδιά του Πολυτεχνείου και θα στηρίξει τον αγώνα τους ηθικά κι υλικοτεχνικά, ενώ λίγο καιρό μετά, στην Χούντα του Ιωαννίδη, με δική του απαίτηση θα τραγουδήσει στο θέατρο μια αντιδικτατορική μαντινάδα που θα τον οδηγήσει πρώτα στη σύλληψή του κι ύστερα στον εξορισμό του στην Γυάρο.
Ο Σταύρος Παράβας θα μείνει εκεί για μήνες και θα γυρίσει μαζί με τους τελευταίους 44 εναπομείναντες εξόριστους στην Αθήνα μόνο όταν θα έχει αποκατασταθεί ξανά η Δημοκρατία.
Όσο για τον Γιάννη Δαλιανίδη, ναι αυτόν που μετά το 1970 έκανε τις πολύ ελαφριές ελληνικές ταινίες και σειρές, ήταν παιδί προσφύγων, μεγάλωσε με θετούς γονείς και κατά την διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου συνελήφθη στην Βιέννη από την Βέρμαχτ, στάλθηκε πρώτα σε φυλακές στην Γερμανία και στην συνέχεια κατέληξε για 6 μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήταν δηλωμένος άθεος κι Αριστερός και δεν έκρυψε ποτέ τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στα χρόνια που κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει το τρίπτυχο πατρίς θρησκεία οικογένεια.
Ακόμα και στην χαμηλή του ποιότητα, και στην προχειρότητα ακόμα, όταν κάτι είναι λαϊκό -ή έστω όταν οι δημιουργοί έχουν επαφή με τον λαό- θα έχει μέσα του μια αλήθεια. Στην προκειμένη, την αλήθεια του λαού στα χρόνια που ήταν στον γύψο.

Related stories

Φωτιά πίσω από το νοσοκομείο Παπαγεωργίου

Φωτιά ξέσπασε το απόγευμα του Σαββάτου στην περιοχή Εφεδρούπολη...

Γοργόνες και Μάγκες (1968) Το πιο καλοκαιρινό μιούζικαλ του Δαλιανίδη

Ένα καλοκαίρι, δύο κόσμοι και μία Ελλάδα σε μετάβαση Η...

Γιατί ο Αλμοδόβαρ επέμενε τόσο να κοιτάει τον κόσμο μέσα από queer φακούς

Γιατί όλες οι ταινίες του Αλμοδόβαρ μοιάζουν να κυκλοφορούν...

Η Θεσσαλονίκη έχει ένα μυστικό καλοκαιρινό καταφύγιο: Eδώ ο Δαλανίδης θα έβρισκε το ιδανικό πλάνο

@krfoushots/Στέλιος Καραφουλίδης Αυτή η σειρά φωτογραφιών είναι μια προσωπική καταγραφή...

Summer Classics 2025: Ο Κινηματογράφος στα καλύτερά του κάτω από τα αστέρια

Το φετινό καλοκαίρι προμηνύεται μαγευτικό για τους σινεφίλ, καθώς...