«…κ’ έτσι ένα παιδί απλό γένεται άξιο να το δούμε… το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό.»
(Πέρασμα- Κ.Π. Καβάφης)
Ο Οκτώβρης χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Δεν του άνοιξε κανείς. Περίμενε. Βγήκε κάποιος που μοίραζε διαφημιστικά: Φίλε, να λες πως είσαι από το ΙΚΕΑ, πάντα πιάνει…. τον συμβούλεψε. Μια κυρία ακολουθούσε από πίσω, δώσαμε, δώσαμε, είπε και τον έδιωξε. Είδε μια ετοιμόρροπη σκαλωσιά, σκαρφάλωσε. Πάτησε πάνω σε ξεθωριασμένες μολόχες και κουρασμένους βασιλικούς. Θέλησε να μπει από το παράθυρο. Το βρήκε κλειδαμπαρωμένο. Προσπάθησε από τη μπαλκονόπορτα… τίποτα. Τι πάθαν αυτοί και κρύβονται, σκέφτηκε. Περίμενε να ‘ρθει καμιά βροχή, να διαρρήξει τον σοβά, να ποτίσει έστω με υγρασία τις φτωχές φέτος εκδηλώσεις υποδοχής του. Τους βρήκε να κοιμούνται. Γυμνοί και τσαλακωμένοι. Βρήκε και το σπίτι ακατάστατο. Σαν να θέλει να μετακομίσει και δεν ξέρει από πού να αρχίσει. Μπήκε στην κουζίνα, ξαράχνιασε ένα μπουκάλι με λίγο ημίγλυκο κόκκινο κρασί. Έστω. Το ‘ριξε όλο μέσα σε μια κούπα με κίτρινα φύλλα. Έκανε λίγο χώρο στον καναπέ. Έκατσε. Η τηλεόραση είχε ξεμείνει ανοιχτή. Διαφήμιζε τους μελλοθάνατους της νέας σαιζόν. Την έκλεισε. ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ ΗΡΘΑ, τσίριξε. ΣΚΑΣΕ, αντιτσίριξε η κρεβατοκάμαρα. Ύστερα άρχισε τις δουλειές. Δίπλωσε τις κάλτσες και τις στρίμωξε ζευγαρωτά και χρωματικά στο συρτάρι, ανέβασε τα μακρυμάνικα σε επίπεδο ευκολότερης προσέγγισης, απομάκρυνε την παραλία από την επιφάνεια εργασίας. Πάνω στο τραπέζι άφησε ζεστές εφημερίδες με ταινίες, παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, προτάσεις για φθηνές φθινοπωρινές εκδρομές, καταφύγια στον Όλυμπο, πεζοπορίες στο Πήλιο, λάσπες στο Κιλκίς, θερμά λουτρά στο Πόζαρ. Μέχρι και μικρά κίτρινα χαρτάκια κόλλησε πάνω στο ψυγείο με τις φρουτολαχανικές του προτιμήσεις. Ήπιε με μια γκριμάτσα το κρασί και πήδηξε στους γείτονες. Κλειστό και ξενοίκιαστο. Συμμάζεψε λίγο το πατζούρι κι έπεσε απ’ τον πέμπτο. Την άλλη μέρα οι ζεστές εφημερίδες στο τραπέζι γράφανε για τον μήνα που θυσιάστηκε διεκδικώντας το μι που του έλειπε. Μι όπως Μαγεία, Μέθη, ακόμη και σηΜασία. Ένας μήνας φύσει και λέξει ελεύθερος. Χωρίς ούτε ένα ΜΗ να τον περιορίζει. Χωρίς όμως και τον ήχο που σχηματίζεται αν ενώσεις τα χείλη για μια απορία, μια διαπίστωση, ένα υπονοούμενο, ένα φιλί. Έτσι ακούγεται και το κλάμα ενός σκυλιού και η επιβεβαίωση ενός κακομαθημένου. Μι όπως Μινόρε. Όπως Μικρό Μου. Όπως ξύπνα-άκουσε-πάρε-Μπρος. Μι όπως Μην είσαι Μαλάκας. Μι όπως Μην αφήνεις άλλον έναν Μήνα να πέσει από το Μπαλκόνι. Μι όπως αγάπα Με, Μη Με γαΜάς άλλο. Ο Οκτώβρης διεκδικούσε ένα μι. Δεν έλαβε ποτέ υπόψη του το χάρισμα του ωμέγα. Όσο τα χείλη απομακρύνονται εκπνέουν θαυμασμό, έκπληξη, ομορφιά. Ωδές, Ώρες Ωφέλιμες, Ωραιότητες, Ωριμότητες, Ωθήσεις. Και είναι Κάπα δεν είναι Χι. Όχι Οχτώβρης. Ούτε ένα Χι πλησίον του Ωμέγα, ούτε μια ώρα Χαμένη, ούτε άλλο ωΧΧΧ, Χώσιμο, Χέσιμο, Χρωστούμενο, Χάλασμα, Χάος στη Χοάνη του Χρόνου. Κάπα… όπως Καλό-Μήνα. Κάπα… όπως Κάπως Καλύτερα. Κάπα όπως Καλοδέξου-τον. Δεν-Κοστίζει.