Γράφει ο Τάσος Γέροντας
Paul Auster «Αιματοβαμμένο έθνος». Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη. Εκδόσεις Μεταίχμιο 2024.
172 σελίδες σε λείο, εξαιρετικής ποιότητας χοντρό χαρτί, με εξαιρετική εκτύπωση και βιβλιοδεσία.
Το δοκίμιο του Ώστερ, το τελευταίο πριν τον θάνατό του στις 30 Απριλίου 2024, συνοδεύεται από σαράντα φωτογραφίες του Σπένσερ Οστράντερ. Ο Οστράντερ ταξίδεψε σε όλες τις ΗΠΑ και φωτογράφισε τους τόπους όπου σημειώθηκαν μαζικοί πυροβολισμοί τα τελευταία χρόνια. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου, «… οι φωτογραφίες χαρακτηρίζονται από την απουσία ανθρώπινων φιγούρων και από το γεγονός ότι σε καμία από αυτές δεν είναι εμφανή –ούτε καν υπονοούνται- τα όπλα.»
Ένα λιτό εξώφυλλο, γεμάτο μόνο με γράμματα, με ένα κείμενο. Ένα κείμενο που ξεκινά με μεγάλου μεγέθους κεφαλαία γράμματα και συνεχίζεται στο οπισθόφυλλο, που είναι απόσπασμα από το βιβλίο. Ένα απόσπασμα που αφήνει άναυδο τον αναγνώστη, και δη τον μη Αμερικανό.
Αυτό το ολιγοσέλιδο βιβλίο είναι μαζί ένα ρεπορτάζ, ένα πολύχρονο ρεπορτάζ, ένα ιστορικό δοκίμιο, αλλά και μία κατάθεση ψυχής. Ξεκινά με το πώς μεγάλωσε ο ίδιος: την εποχή που ξεκίνησε η έξαρση στην τηλεόραση των ταινιών γουέστερν. Τότε που ένα άλογο και ένα όπλο ήταν όσα ονειρευόταν ο μέσος Αμερικανός. Και αφού περιγράψει την προσωπική του (και πολύ ενδιαφέρουσα) σχέση με τα όπλα, προχωρά στην αποκάλυψη ενός παλιού οικογενειακού του μυστικού: τι είχε απογίνει ο ένας παππούς του;
Αυτό το πρώτο κεφάλαιο είναι η εισαγωγή του στη σχέση των ΗΠΑ και των κατοίκων της με τα όπλα.
«Όταν μιλάμε για πυροβολισμούς σε αυτή τη χώρα, πάντοτε εστιάζουμε τη σκέψη μας στους νεκρούς, σπανίως όμως συζητούμε για τους τραυματισμένους. […] Ύστερα υπάρχουν τα θύματα των οποίων τα σώματα δεν τα άγγιξαν ποτέ οι σφαίρες, μα που συνεχίζουν να υποφέρουν από τις εσωτερικές πληγές της απώλειας.»
Στα επόμενα τέσσερα κεφάλαια ο Ώστερ εξετάζει πώς ξεκίνησε η οπλοκατοχή στις ΗΠΑ, από εκείνη την περίφημη όσο και αμφιλεγόμενη Δεύτερη Τροπολογία του Συντάγματος, και πώς έφτασε σήμερα, που «ο αριθμός των όπλων που ανήκουν σήμερα σε Αμερικανούς είναι μεγαλύτερος από ποτέ, κάτι που σημαίνει ότι ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι αγοράζουν ολοένα και περισσότερα όπλα.» Το αποτέλεσμα; «Οι Αμερικανοί έχουν 25 φορές περισσότερες πιθανότητες να δεχτούν πυροβολισμό απ’ ότι οι πολίτες άλλων πλούσιων, προηγμένων, όπως λέγεται, χωρών. Και παρότι ο πληθυσμός δεν ανέρχεται ούτε στο μισό του συνολικού πληθυσμού εκείνων των δύο δωδεκάδων άλλων χωρών, το 82% όλων των θανάτων από πυροβόλο όπλο σημειώνεται εδώ.»
Η άνοδος του Τραμπ, και η συνεχιζόμενη ισχύς της ιδεολογίας του, καθιστούν τον Ώστερ μάλλον απαισιόδοξο για κάποια βελτίωση. Όπως σημειώνει «Η ειρήνη θα επικρατήσει μόνο όταν το επιθυμήσουν και οι δύο πλευρές και, προκειμένου να συμβεί αυτό, πρέπει να προηγηθεί μια ειλικρινής, αμείλικτη εξέταση του ποιοι είμαστε και του ποιοί θέλουμε να είμαστε ως ένας λαός που προχωράει μπροστά, προς το μέλλον, κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσει με μια ειλικρινή, αμείλικτη εξέταση του ποιοι έχουμε υπάρξει στο παρελθόν. Είμαστε άραγε έτοιμοι για αυτή την εθνική στιγμή αλήθειας και συμφιλίωσης που επί μακρόν αναβάλλουμε; Μάλλον όχι σήμερα. Αν όχι σήμερα όμως, πότε;»
Ένα σκληρό βιβλίο, ποτισμένο με τον πόνο και την αγάπη του Ώστερ για την πατρίδα του, ντυμένο με τις σκληρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Όστραντερ. Αναπόφευκτη η σύγκριση με την Ελλάδα, όπου μπορεί τα όπλα να μην είναι τόσο διαδεδομένα, όμως η έξαρση της βίας με διάφορες μορφές τακτικά συγκλονίζει την κοινωνία. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τη σαδιστική βία μεταξύ ανηλίκων, την οπαδική βια, αλλά και τα όλο και πιο συχνά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ ανθρώπων της νύχτας με εκατοντάδες σφαίρες.