Φωτογραφία: Διονύσης Κούτσης
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, να προλογίσεις έναν άνθρωπο που αγαπάς αληθινά. Διότι τη Νένα Μεντή, την αγάπησα από μικρό παιδάκι, μέσω των «Τριών Χαρίτων» και στη πορεία τη λάτρεψα. Τόσο για τις κορυφαίες ερμηνείες της, αλλά και ως άνθρωπο. Διότι πάντα ξεχωρίζω αυτούς τους ανθρώπους, που είναι ειλικρινείς, ντόμπροι και αυθεντικοί. Η σπουδαία Νένα Μεντή, δεν αγαπά ιδιαίτερα πολύ τις συνεντεύξεις, αλλά τις συζητήσεις. Η συζήτηση μας, έγινε 2 μέρες μετά τα γενέθλια της.
του Χρήστου Σατανίδη
ΧΣ: Αρχικά να σας ευχηθώ και δημόσια, να είστε πολύχρονη και πάντα καλότυχη.
ΝΜ: Ευχαριστώ πολύ. Να είσαι καλά.
ΧΣ: Η καλύτερη ευχή που μπορεί να λάβετε;
ΝΜ: Να είμαι γερή.
ΧΣ: Το καλύτερο δώρο για εσάς ποιο είναι;
ΝΜ: Η υγεία των δικών μου ανθρώπων. Των αγαπημένων μου.
ΧΣ: Κι αν εγώ, ως ένας θαυμαστής σας, ήθελα να σας κάνω ένα δώρο που θα το χαιρόσασταν;
ΝΜ: Θα μου άρεσε πολύ, μια παλιά φωτογραφία μου, από τα πρώτα χρόνια μου στο θέατρο, τη δεκαετία του 60. Δεν κρατούσα ποτέ αρχείο και πέρα από κάποιες λίγες φωτογραφίες από τα παλιά χρόνια, δεν έχω άλλες. Αυτό θα το χαιρόμουνα.
ΧΣ: Μου είχε κάνει εντύπωση, σε παλαιότερη συνέντευξη σας, μια κουβέντα σας.
«Δε θέλω να με σέβονται, θέλω να με αγαπούν».
ΝΜ: Θέλω να με σέβονται στα πλαίσια που σέβομαι κι εγώ τους ανθρώπους. Δεν τους σέβομαι;
ΧΣ: Είμαι σίγουρος
ΝΜ: Απόλυτα. Και τα μικρά παιδάκια ακόμα πιο πολύ.
ΧΣ: Πιστεύτε πως το κοινό μπορεί να αγαπήσει αληθινά έναν καλλιτέχνη; Να τον νιώσει δικό του άνθρωπο;
ΝΜ: Μπορεί. Απολύτως μπορεί. Και ανθρώπους, που έχουν ανοίξει από τη δουλειά τους, τον εαυτό τους, τη σκέψη, το μυαλό, το αίσθημα τους, προς τον κόσμο, βεβαίως και συμβαίνει αυτό που είπες. Εγώ έχω τέτοιους ανθρώπους, που μπορεί και να μη τους γνωρίζω προσωπικά.
ΧΣ: Έχετε σίγουρα έναν ακόμη, τον συνομιλητή σας.
ΝΜ: Σε ευχαριστώ πολύ. Ο κόσμος βεβαίως και αγαπάει. Δεν είναι μια ψευδαίσθηση αγάπης, επειδή κάποιον θαυμάζεις ή σε συγκινεί ή τον θεωρείς πιο σπουδαίο από εσένα. Αυτό συμβαίνει με το κοινό πολλές φορές. Θεωρούν εμάς τους ηθοποιούς κάποιους, που είμαστε πάνω αυτούς. Για μένα δεν υπάρχει αυτό. Ο ηθοποιός είναι ένας κανονικός άνθρωπος, απλά η δουλειά που κάνει, δεν είναι μια από τις συμβατικές δουλειές που έχει η ζωή του ανθρώπου. Είναι μια δουλειά που έχει να κάνει με την τέχνη, μια μαστοριά που δε μπορεί να κάνει ο καθένας, γιατί πρέπει να έχεις κάποια χαρίσματα. Όμως στο κοινό, υπάρχουν άνθρωποι με άλλα χαρίσματα, που δεν έχουμε εμείς, που είμαστε επάνω στη σκηνή. Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του χαρίσματα και πρέπει να τα ανακαλύπτει γρήγορα, γιατί η ζωή φεύγει.
Φωτογραφία: Διονύσης Κούτσης
ΧΣ: «ΜΙΑ ΖΩΗ, ο μονόλογος μιας μοδίστρας». Η νέα σας παράσταση.
ΝΜ: Έχει μεγάλη σημασία η μοδίστρα, διότι είναι ένα επάγγελμα, που έχει να κάνει πολύ με ένα μεγάλο κομμάτι ζωής του παρελθόντος, που είναι και δικό μου και το έχω ζήσει. Ήταν ένα πολύ αγαπητό επάγγελμα, και ειδικά οι γυναίκες, ήταν ιδιαίτερα αγαπημένες με τις μοδίστρες, γιατί τότε, δεν υπήρχαν τα έτοιμα ρούχα. Οι σημερινοί νέοι, ίσως να μη μπορούν να αντιληφθούν την αξία της μοδίστρας, γιατί πηγαίνουν σε ένα μαγαζί και παίρνουν έτοιμο ένα ρούχο. Η μοδίστρα ήταν όπως ήταν ο φούρναρης, ο μπακάλης.
ΧΣ: Είχα τη νονά μου μοδίστρα, και σας καταλαβαίνω απόλυτα. Έχω προλάβει να της ζητάω να μου ετοιμάσει κάτι για μένα και μόνο.
ΝΜ: Άρα ξέρεις πως ήταν μια μεγάλη ιστορία, αυτό το επάγγελμα. Όταν μου είπε ο Πέτρος Ζούλιας, πως «σκέφτομαι η γυναίκα που θα κάνεις να είναι μοδίστρα», συγκινήθηκα πάρα πολύ. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τη μηχανή singer και τη μοδίστρα να ράβει τα φουστάνια της μάνας μου.
ΧΣ: Είναι ακόμα μια παράσταση σας, που έχει σχέση με τη μουσική…
ΝΜ: Και με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
ΧΣ: Ξέρω πως ξεκινάει η παράσταση με αναφορά στην Ευτυχία.
ΝΜ: Σωστά. Αλλά το τραγούδι, και ιδιαίτερα το λαϊκό, σχετίζεται με τη διαδρομή της γυναίκας αυτής. Από τον πόλεμο, μέχρι σήμερα. Το μεράκι της Ελένης, της μοδίστρας δηλαδή, ήταν να γίνει τραγουδίστρια.
ΧΣ: Αυτό το μεράκι το είχατε και σε άλλη παράσταση.
ΝΜ: Ναι, γιατί το έχω κι εγώ στη ζωή μου.
ΧΣ: Είμαι σίγουρος πως ξέρετε πως έχετε εξαιρετική φωνή και απορώ αν το σκεφτήκατε ποτέ να ασχοληθείτε με το τραγούδι.
ΝΜ: Όχι απλά το σκέφτηκα, ήθελα να γίνω τραγουδίστρια. Ο πατέρας μου, ο Σπήλιος Μεντής, ήταν συνθέτης και το σπίτι μας αγαπούσε πολύ τη μουσική. Όμως στα 11 μου, που ζούσα ακόμη στο Λαύριο, πήγα και έπαιξα σε μια παράσταση. Όταν τελείωσε η παράσταση, είπα στον μπαμπά μου, που είχα ιδιαίτερα αγαπησιάρικη σχέση και με επηρέαζε βαθιά, «Μπαμπά δε θα γίνω τραγουδίστρια, θα γίνω ηθοποιός». Ο μπαμπάς μου, μου είπε «Να γίνεις ότι θέλεις. Τελείωσε το σχολείο και τότε θα το δεις τι θα γίνεις». Και από τότε, τελείωσε η τραγουδίστρια. Όμως υπάρχει μεγάλη σχέση με μένα και το τραγούδι. Όπου βρω ευκαιρία θα τραγουδήσω.
ΧΣ: Αν γινόσασταν τραγουδίστρια, νομίζω πως ξέρω ποια θα θέλατε να ήσασταν.
ΝΜ: Αυτή που μου άρεσε, από τα νεανικά μου χρόνια. Η Βίκυ Μοσχολιού.
ΧΣ: Τη Μοσχολιού περίμενα να μου πείτε, διότι και στο σκηνικό της παράστασης, υπάρχει φωτογραφία της αλλά και στο trailer αυτής, ακούμε τα «Δειλινά».
ΝΜ: Ακριβώς. Τεράστια τραγουδίστρια. Γενικά αγαπάω τις λαϊκές τραγουδίστριες. Και από άντρες τον Καζαντζίδη βέβαια.
ΧΣ: Αν σας ζητούσα να μου πείτε το πιο αγαπημένο σας τραγούδι;
ΝΜ: Δεν έχω ένα. Είναι πάρα πολλά και είναι από μια εποχή τεράστια, που δεν υπάρχει πια και δε θα ξαναγυρίσει. Τώρα πια, κάποια rap κομμάτια, που έχουν πολύ ωραία λόγια, δε τα θεωρώ τραγούδια. Είναι σαν αφήγημα.
ΧΣ: Του πατέρα σας, το πιο αγαπημένο;
ΝΜ: Του μπαμπά μου είναι πολλά αλλά είναι και συνδεδεμένα με τη ζωή μου. Αν πρέπει να σου πω μόνο ένα, είναι το «Μια μικρούλα πίκρα». Υπάρχει στο διαδίκτυο.
ΧΣ: Ήταν στο δίσκο της Αφροδίτης Μάνου «Θ΄ακούσετε Τραγούδια Του Σπήλιου Μεντή Με Την Αφροδίτη Μάνου».
ΝΜ: Ήταν στο δίσκο της Μάνου ναι. Α είσαι Σατανίδης λοιπόν (γελάμε).
Τι ζώδιο είσαι;
ΧΣ: Δίδυμος. Ταιριάζω με τους Τοξότες
ΝΜ: Α πολύ καλό.
ΧΣ: Μα δεν ήταν τυχαίο, πως από μικρός είχα «έρωτα» με τη Μαρία Χαρίτου. Ούτε έχω ξεχάσει ποτέ, πως όταν έπαιζαν ακόμα οι «Χάριτες» και κάνανε τα μεγάλα νούμερα, σας είχα δει, παιδάκι 8 ετών, σε μια παράσταση στη Θεσσαλονίκη, σας είπα πόσο αγαπώ αυτή τη σειρά και είχατε εκπλαγεί.
ΝΜ: Λογικά εξεπλάγην, επειδή ήσουν πολύ μικρός. Ήταν μια σειρά για πιο μεγάλο κοινό.Με το χιούμορ του, τις συνθήκες του, λίγο ίσως πιο προκλητικό.
ΧΣ: Και να συμπληρώσω, με ένα υψηλό επίπεδο. Διότι, το συζητάω και με πολλούς ανθρώπους της γενιάς μου, πως έχοντας επηρεαστεί από την κουλτούρα των τριών αδερφών, μέσα στα χρόνια ψάξαμε. Ποιος είναι ο Μάλερ και τα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά»; Που έδειξε τη φθορά του λαϊκού κινήματος ο Αγγελόπουλος στον «Μελισσοκόμο»; Ποια ήταν η Τερέζα Στράτας;
ΝΜ: Να σε ρωτήσω. Υπάρχει σήμερα μια τέτοια αντίστοιχη κωμωδία;
ΧΣ: Όχι
ΝΜ: Τι συμβαίνει λοιπόν; Κάτι γίνεται. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοια σενάρια. Έπαιξαν πολλά πράγματα ρόλο στη ζωή μας. Έπαιξε ρόλο και το διαδίκτυο, από το οποίο απέχω συνειδητά και πλέον ο κόσμος μπορεί να γελάει με πράγματα που δεν έχουν το παραμικρό γούστο και αισθητική.
ΧΣ: Και τότε , παράλληλα με την εποχή της βιντεοκασέτας, έρχονται 3 αδερφές και μια θεία και μας μιλάνε για Γκοντάρ και θίγουν θέματα κατά του ρατσισμού.
ΝΜ: Ήμασταν αυτές οι γυναίκες, που χωρίς να είμαστε κάτι το σπάνιο ή το ιδιαίτερο, είχαμε μια κουλτούρα της εποχής εκείνης, που πηγαίναμε σινεμά, που βλέπαμε σπουδαίες ταινίες και διαβάζαμε κάποια βιβλία. Που είχαμε φίλους και συγγενείς που κάνανε το ίδιο. Που ακούγαμε ωραία τραγούδια. Καταλαβαίναμε σίγουρα ότι κάναμε μια κωμωδία, αλλά είχε μια φινέτσα ρε παιδί μου. Δεν ήταν κάτι που εσένα ως παιδί, θα σου απαγόρευε η μαμά σου να το δεις. Αλλά έχουν αλλάξει όλα. Οι καιροί, τα πράγματα, η παιδεία των παιδιών.
ΧΣ: Είχα πάντα μια απορία. Έχετε ως σημείο αναφοράς τις «Τρεις Χάριτες», ενώ το 1985, για 2 χρονιές ήσασταν στο βασικό καστ, μιας σειράς της ερτ, που σημείωσε επιτυχία. Αναφέρομαι στο «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» με τον Κώστα Βουτσά και στην πορεία και τη Μάρθα Καραγιάννη.
ΝΜ: Ε το έκανα για μεροκάματο. Δεν ήταν κακό.
ΧΣ: Καθόλου. Απλά παίζοντας σε μια σειρά που είχε επιτυχία, δε βοήθησε την καριέρα σας τότε?
ΝΜ: Όχι. Ήταν κάτι που δεν ήταν του γούστου μου αλλά δε με ρεζίλευε. Δεν έκανα ποτέ βιντεοκασέτες, ενώ πεινούσα. Υπήρχε η προστασία της παρουσίας του Βουτσά λοιπόν και έπαιξα. Όμως εκεί έκανα κάποια γυρίσματα. Οι «Χάριτες» ήταν 90 επεισόδια και εγώ πρωταγωνίστρια.
ΧΣ: Ας επιστρέψουμε στο θέατρο. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μαρίκα Κοτοπούλη, τώρα η Ελένη. Τι είναι πιο δύσκολο; Να ερμηνεύσετε ένα θρυλικό πρόσωπο ή να πλάσετε μια ηρωΪδα από την αρχή;
ΝΜ: Είναι πιο ενδιαφέρον και πιο δημιουργικό, να πλάσεις έναν χαρακτήρα που δεν έχει υπάρξει και τον δημιουργείς εσύ. Στην «Ευτυχία», δεν προσπάθησα ποτέ να κάνω την Παπαγιαννοπούλου. Εμένα έκανα. Προσωπικά, ως σκέψη, ως μυαλό, ως αίσθημα, ως σωματότυπο, δεν είχα καμία σχέση με την Ευτυχία. Άλλο αν την θαύμαζα. Όμως υπήρχαν στοιχεία του χαρακτήρα της που με συγκινούσαν βαθύτατα και έχω μεγάλη συγγένεια με αυτά. Όπως και με την Ελένη, έχω μεγάλη συγγένεια.
Φωτογραφία: Διονύσης Κούτσης
ΧΣ: Η Ελένη νιώθω πως μπορεί να γίνει αυτό που είπατε κάποτε. «Θα ήθελα μια γυναίκα που δεν είναι προσωπικότητα, μαζί με το κοινό να την κάνουμε να γίνει».
ΝΜ: Ναι, είναι αυτή η γυναίκα. Γιατί είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που ανασύρει πράγματα της ιστορίας, που είναι πολύ πικρά και δε θα έπρεπε να έχουν συμβεί. Επίσης έχει και τις δύο όψεις της ζωής, μας κάνει και γελάμε με την ενέργεια της. Μπορεί να την αγαπήσεις και να την θαυμάσεις. Δε χρειάζεται εξάλλου ένας άνθρωπος να έχει γίνει διάσημος για να είναι σπουδαίος.
ΧΣ: 20/1/2013 (έχω κρατήσει το εισιτήριο ενθύμιο), στην «Ευτυχία», είναι η δεύτερη φορά που σας συναντώ μετά την παράσταση στο καμαρίνι σας. Λέμε λίγα λόγια και θυμάμαι να μου λέτε, προφανώς απογοητευμένη από την όλη κρίση στην Ελλάδα « Να τελειώνουμε, δεν πάει άλλο, να τελειώνει αυτός ο κόσμος».
ΝΜ: Πολύ δύσκολη εποχή.
ΧΣ: Παραμένετε το ίδιο απαισιόδοξη;
ΝΜ: Και χειρότερα.
ΧΣ: Επειδή στην νέα παράσταση, γίνεται μια συγκεκριμένη αναφορά για τα Τέμπη, όπου και δε θα «προδώσω» τώρα. Στο θέμα των Τεμπών πιστεύετε πως θα υπάρξει αληθινή δικαιοσύνη;
ΝΜ: Όχι. Με κανένα θέμα δε θα δικαιωθούμε.
ΧΣ: Δικά σας λόγια. «Είμαι δύσκολος άνθρωπος γιατί είμαι ειλικρινής, είμαι άμεση, είναι direct, δεν κάνω τσαλίμια». Γιατί όλα αυτά τα προτερήματα, θεωρείτε ότι σας κάνουν δύσκολο άνθρωπο;
ΝΜ: Είναι εύκολα παρεξηγήσιμα αυτά τα πράγματα. Στο δικό μας χώρο, υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα, δεν είμαι μόνο εγώ, αλλά δεν είναι ένα καθεστώς συμπεριφοράς που αρέσει στους τριγύρω. Και το ίδιο και χειρότερα συμβαίνει εννοείται και στην προσωπική μου ζωή. Όσοι λειτουργούμε έτσι, ανήκουμε σε μια μειοψηφία και δεν είναι εύκολο να μας αποδεχθούν οι άλλοι.
ΧΣ: 6/1/2024, η 3Η φορά που σας μιλάω από κοντά, ως θεατής. «Το μυστικό της ΚοντέσσαςΒαλέραινας». Σας είπα, πως ένιωσα πως ηθικά, σας πήγαινε ο ρόλος και σας ρώτησα τι θα κάνατε αν βρισκόσασταν στη θέση της. Τότε μου είχατε πει, ότι ακόμη δεν ήσασταν σίγουρη. Μήνες μετά, τι θα μου απαντούσατε;
ΝΜ: Σε σχέση με το χρήμα; Αυτό που έκανε και η ίδια, δε το συζητώ. Παρόλο που ήταν ένα παλιό έργο, το μήνυμα του είναι πάντα επίκαιρο. Αυτό με ενδιέφερε. Πως ένα έργο τόσο παλιό, θα περάσει στον κόσμο πως μιλάει για το σήμερα. Και όντως έπιασε αυτό.
ΧΣ: Μέχρι πριν λίγα χρόνια, θεωρούσατε ως σημαντικότερη στιγμή στη θεατρική σας διαδρομή, όταν το 1976 παίξατε στο Θεσσαλικό θέατρο, την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και το «Πανηγύρι» του Δημήτρη ΚεχαΪδη.
ΝΜ: Αγαπώ πολύ και τα δύο έργα και ιδιαίτερα το «Πανηγύρι». Εκείνη η εποχή συνδυάστηκε με μια περίοδο της ζωής μου, πολύ δύσκολη αλλά και την πρώτη χρονιά που λειτούργησε το Θεσσαλικό θέατρο, πριν γίνει από τη Μελίνα Μερκούρη ΔΗΠΕΘΕ. Η συνθήκη που ζήσαμε ήταν μοναδική. Ότι και αν παίζαμε τότε, θα ήταν για μένα πολύ σημαδιακό, όπως και η πρώτη παράσταση του «Ελεύθερου θεάτρου» που πήρα μέρος. Το «Κι εσύ χτενίζεσαι». Αυτά καθώς και τα έργα που έπαιξα τα τελευταία χρόνια είναι αυτά που θεωρώ τις καλύτερες στιγμές μου.