
Πολύ πριν η θεωρητικός του κινηματογράφου Λόρα Μάλβι εισαγάγει τον όρο «ανδρικό βλέμμα»/αυτό που λέμε στο σινεμά, male gaze, η Ντόροθι Άρζνερ το αμφισβήτησε μέσα από την ταινία της Dance, Girl, Dance (1940). Με πρωταγωνίστριες τις Μορίν Ο’Χάρα και Λουσίλ Μπολ, η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο χορευτριών που προσπαθούν να επιβιώσουν οικονομικά, ανακαλύπτοντας ότι τα χρήματα ρέουν μόνο για όσες αποδέχονται την αντικειμενοποίηση. Όταν η ηρωίδα, Τζούντι, αποφασίζει να αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού, η ταινία αποκτά διαχρονική δυναμική.
Τι είναι το male gaze: O τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες παρουσιάζονται στη μεγάλη οθόνη (και γενικότερα στα μέσα) μέσα από την οπτική ενός ετεροφυλόφιλου άνδρα, συχνά ως αντικείμενα προς θέαση και επιθυμία, παρά ως αυτόνομες προσωπικότητες. Αυτός ο τρόπος κινηματογράφησης ενισχύει στερεότυπα, μειώνει τις γυναίκες σε παθητικούς ρόλους και εδραιώνει την κυριαρχία της ανδρικής ματιάς στη βιομηχανία του θεάματος.
Η Τζούντι και η Μπάμπλς αποχωρούν από το χορευτικό τους σύνολο και παίρνουν διαφορετικούς δρόμους. Η Τζούντι κυνηγά το όνειρό της ως μπαλαρίνα, ενώ η Μπάμπλς κάνει καριέρα ως χορεύτρια burlesque. Εκμεταλλευόμενη τη δημοτικότητά της, η δεύτερη ενσωματώνει την πρώτη στο σόου, όπου η μπαλετική της ερμηνεία προκαλεί τη δυσαρέσκεια των ανδρικών θεατών, οι οποίοι ανυπομονούν για την αποκαλυπτική εμφάνιση της Μπάμπλς.
Όμως, ένα βράδυ, η Τζούντι φτάνει στα όριά της. Έχοντας απατηθεί από έναν άντρα και απογοητευμένη από την εκμετάλλευση της Μπάμπλς, διακόπτει τον χορό της και στρέφεται στο κοινό. Αντί να αποχωρήσει, τους κοιτάζει κατάματα και κατακεραυνώνει την αντρική ματιά: «Πενήντα σεντς για να κοιτάτε μια γυναίκα όπως δεν σας αφήνουν οι γυναίκες σας. Νομίζετε ότι δεν σας βλέπουμε όπως πραγματικά είστε;». Η σκηνή κορυφώνεται με το βλέμμα της να διαπερνά την οθόνη, απευθυνόμενο και στο κινηματογραφικό κοινό, μετατρέποντας τον θεατή από παρατηρητή σε παρατηρούμενο.
Η Άρζνερ ήταν η πρώτη γυναίκα που σκηνοθέτησε για μεγάλο στούντιο του Χόλιγουντ, ανοίγοντας δρόμους για τις μελλοντικές δημιουργούς. Αν και εγκατέλειψε τον κινηματογράφο το 1943, η επιρροή της συνεχίστηκε μέσα από τη διδασκαλία της σε μελλοντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Πέρα από την κοινωνική του διάσταση, το Dance, Girl, Dance είναι μια συναρπαστική, καλοστημένη ταινία, που επιτρέπει στις πρωταγωνίστριές της να λάμψουν. Η Μπολ, πριν γίνει διάσημη με το I Love Lucy, δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της, ενώ η Ο’Χάρα αποδίδει έναν ρόλο γεμάτο πάθος και ακεραιότητα. Παρότι χρειάστηκαν χρόνια για να αναγνωριστεί η αξία της Άρζνερ, η ταινία παραμένει απολαυστική και σήμερα, προσφέροντας έναν αιχμηρό σχολιασμό για το Χόλιγουντ και την ανδρική ματιά.