γράφει ο Αργύρης Τσιάπος
Όσοι αγαπάτε το προπολεμικό ελληνικό τραγούδι ή όσοι ενδιαφέρεστε να το ανακαλύψετε αναζητώντας σπάνιες ηχογραφήσεις εκείνης της περιόδου, σίγουρα εντοπίσατε στο Youtube κάποια ενδιαφέροντα τραγούδια με ερμηνεύτρια –όχι ιδιαίτερα μεγάλων φωνητικών ικανοτήτων είναι η αλήθεια– την Κίτσα Κορίνα (η οποία ουδεμία σχέση με τη συνονόματή της Κορίνα Θεσσαλονικιά, με την οποία ορισμένοι την συγχέουν) με λίγες ηχογραφήσεις, όλες τη διετία 1945-35, αλλά με ευρεία γκάμα τραγουδιών που ξεκινούσαν από κλασικά ταγκό και έφταναν μέχρι πρωτοποριακά χασικλίδικα ρεμπέτικα!
Αν πάλι ψάξετε περισσότερες πληροφορίες για το όνομα της καλλιτέχνιδας, ιδίως στα γαλλικά ως «Kitsa Corinne», θα διαπιστώσετε ότι επρόκειτο για μια υποψήφια στάρλετ του γαλλικού σινεμά των αρχών της δεκαετίας του ’30 με πολλές και εντυπωσιακές φωτογραφήσεις. Ποια ήταν τελικά η μυστηριώδης Κίτσα Κορίννα και τι απέγινε; Γιατί παραλληλίστηκε με την μαντάμ ντε Πομπαδούρ στις αρχές της δεκαετίας του ’50;
Ρόδος, 1910 ή 1912 –οι πηγές διαφωνούν. Ο ευκατάστατος μηχανικός ή εργολάβος οικοδομών Βασίλης Κουλάς, για τον οποίο λεγόταν ότι διέθετε μεγάλα ποσά της περιουσίας του σε φιλανθρωπίες, και η σύζυγός του Αντιγόνη, το γένος Μαρτάκη, έφεραν στον κόσμο ένα κοριτσάκι, το οποίο ονόμασαν Μαρία και φώναζαν Μαρίκα.
Παραλίγο σταρ του γαλλικού σινεμά, τελικά θρύλος του ρεμπέτικου: Η διπλή ζωή της Κίτσας Κορίνα!
Το ζεύγος Κουλά εμπιστεύτηκε την εκπαίδευσή της στη σχολή του Ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού των καλογραιών του νησιού. Όμως η Μαρίκα ασφυκτιούσε σ’ αυτό το μονότονα σοβαρό περιβάλλον. Στην Αθήνα ήρθε το 1928 μετά από μια ερωτική απογοήτευση μ’ έναν Ιταλό, τον οποίο δεν ήθελε για γαμπρό του ο πατέρας της και είτε εκείνος εγκατέλειψε την Μαρίκα είτε εκείνη το έσκασε γιατί δεν ήθελε το γάμο –και πάλι οι πηγές διαφωνούν.
Ας δούμε όμως πώς η ίδια η Κίτσα Κορίνα αφηγήθηκε με λίγα λόγια την πρώτη περίοδο της ζωής της σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα Πρωία στις 24 Αυγούστου 1932 –μια από τις πολλές συνεντεύξεις της που δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό τύπο τη μέρα εκείνη, μια μέρα μετά την άφιξή της στην Αθήνα, ήδη γνωστή ως ανερχόμενη βεντέτα του γαλλικού σινεμά:
«Κατάγομαι από τη Ρόδο. Ο πατέρας μου είναι μηχανικός κι από μικρή θέλησε να με μορφώσει και να μ’ αναθρέψει σύμφωνα με τις παλιές, τις απαρχαιωμένες παραδόσεις. Μ’ έκλεισε λοιπόν στις καλόγριες, όπου είν’ αλήθεια πως μελέτησα καλά. Έμαθα τα γαλλικά και τα ιταλικά. Όταν βγήκα από τη φυλακή μου, γιατί για μένα το μοναστήρι ήταν τέτοιο, αισθάνθηκα την ανάγκη να φύγω. Ήθελα να πάω μακριά, στο εξωτερικό. Ακόμα δεν είχα καμιά ιδέα για κινηματογράφο: μονάχα επιθυμούσα να ζήσω τη ζωή μου.
Ο πατέρας μου ήθελε να μα παντρέψει. Μα επειδή τότε αγαπούσα έναν Ιταλό, αρνήθηκα και ένα πρωί το έσκασα για την Αθήνα, όπου σε λίγο ήρθε και με βρήκε η μητέρα μου. Από τότε δυσαρεστήθηκα με τον πατέρα μου κι είμαι ακόμη τσακωμένη μαζί του. Μονάχα προ ημερών έλαβα ένα γράμμα του και με συγχαίρει για τις ανέλπιστες, αλήθεια, επιτυχίες μου.»
Στην Αθήνα, η Μαρίκα ή Κίτσα δεν ρίζωσε. Κάποια στιγμή – απροσδιόριστος ο ακριβής χρόνος– έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε ενδιαφέρουσες γνωριμίες, ώσπου η ζωή της έδειχνε να αλλάζει το Πάσχα του 1931, όταν βρέθηκε στις Κάννες. Στο Καζίνο της πόλης γινόταν ένας διαγωνισμός κομψότητας. Ύστερα από πιέσεις φίλων δέχτηκε να πάρει μέρος παρά τις αρχικές της επιφυλάξεις και τελικά κέρδισε ένα από τα πρώτα βραβεία. Μία μέρα αργότερα, ο διευθυντής του κονσόρτιουμ των κινηματογράφων, κ. Γκιλμέ, της έστειλε τηλεγράφημα προσκαλώντας την στο Παρίσι προκειμένου να υπογράψει συμβόλαιο για τρεις ταινίες, όπως και τελικά έγινε.
Στο μεταξύ βέβαια η Μαρίκα Κουλά είχε μετονομαστεί σε Κίτσα Κορίννα χάρη σε μια αναπάντεχη σύμπτωση, όπως την αφηγήθηκε η ίδια στη συνέντευξή της στην εφημερίδα Πρωία (24.08.1932): «Το πώς πήρα το ψευδώνυμό μου είναι μια μικρή ιστορία. Μιλούσα μια μέρα με την Κορίνα Γκρίφιθ, την πασίγνωστη κινηματογραφική σταρ. Γύρισα και της είπα: “Με τι όνομα θα βγω στον κινηματογράφο; Το δικό μου δεν είναι καλλιτεχνικό”. “Και δεν παίρνετε το δικό μου;” μου απάντησε χαμογελώντας. “Το δικό σας;”. “Μα ναι, αγαπητή μου φίλη, ναι, θα ονομάζεστε Κίτσα Κορίννα”. Έτσι κι έγινε».
Αρχικά γύρισε μια –μάλλον δοκιμαστική– ταινία μικρού μήκους, για ν’ ακολουθήσει το 1932 μια αισθηματική κομεντί με τίτλο «Si» (στα ελληνικά «Εάν»), με συμπρωταγωνιστή της τον Πολ Κολίν. Ήδη από την περίοδο των γυρισμάτων άρχισε μια συστηματική προώθηση της Ελληνίδας ηθοποιού με φωτογραφήσεις και δημοσιεύματα σε γαλλικές εφημερίδες και περιοδικά.
Τα δημοσιεύματα αυτά έγιναν γρήγορα γνωστά και στην Ελλάδα, όπου άρχισε να χτίζεται ο μύθος της Κίτσας Κορίννας. Το καλοκαίρι του 1932 έγινε το πρόσωπο των ημερών ως η πρώτη Ελληνίδα βεντέτα του ξένου κινηματογράφου.
Στις 9 Αυγούστου 1932 η εφημερίδα Ακρόπολις την συστήνει στους αναγνώστες της διανθίζοντας το σχετικό αφιέρωμα με γαργαλιστικές ροζ λεπτομέρειες –δύσκολο να επιβεβαιωθούν ως προς την αξιοπιστία τους– από την περίοδο που ζούσε στην Αθήνα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, όταν πρωτοήρθε στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν ακόμα ένα «μελαχροινό θηλυκό, ντυμένο απλά, χωρίς καμμιά πολυτέλεια κι εξαιρετικό γούστο και καθισμένο σε μια γωνιά της σάλλας του χορού [που] περίμενε, περίμενε, περίμενε ώρες ολόκληρες ακόμα για να προτιμηθή από κανέναν ασήμαντο χορευτάκο […] αφορμάριστη ακόμα, με δυο λαμπερά μάτια μόνο, που φώναζαν τι φωτιά και τι πονηριά μπορούσε να κρύβη μέσα του αυτό το πλάσμα», για να εξελιχθεί σύντομα σε μια μοιραία γυναίκα «βγαλμένη πια στη ζωή, ντυμένη με την τελευταία λέξι της μόδας, μακιγιαρισμένη γοητευτικά, λανσαρισμένη ως πρώτη μεταξύ των πρώτων στις κυρίες του αθηναϊκού ημικόσμου».
Παραδίδοντας μαθήματα δημοσιογραφικής αδιακρισίας και κοιτάγματος από την κλειδαρότρυπα, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη φημολογούμενη πλούσια ερωτική ζωή της Κίτσας στην Αθήνα περιγράφοντας πώς η όμορφη Ροδίτισσα είχε κατακτήσει τους άνδρες με την εξωτερική της ομορφιά και τις χορευτικές της επιδόσεις. Μεταξύ των κατακτήσεών της φέρονταν ένας αρχιτέκτονας, ένας πρεσβευτής, ένας παντρεμένος εφοπλιστής και ένας μη κατονομαζόμενος παντρεμένος γιος πασίγνωστου Έλληνα πολιτικού, για τον οποίο φημολογείτο –σύμφωνα με το δημοσίευμα– ότι είχε βοηθήσει την Κίτσα να κάνει κάποια δοκιμαστικά σε κινηματογραφική εταιρία του Παρισιού με το αζημίωτο. Ποιος ήταν ο γιος του πασίγνωστου πολιτικού; Αυτό θα το δούμε στη συνέχεια, καθώς αποτελεί σημαντικό και πολύ ενδιαφέρον κομμάτι του παρόντος αφιερώματος.
Στην Αθήνα η Κίτσα Κορίνα φτάνει στις 23 Αυγούστου 1932 για να ξεκουραστεί λίγες εβδομάδες και βέβαια για να διαφημιστεί! Η υποδοχή που της επιφυλάχτηκε από φωτογράφους και δημοσιογράφους ήταν αντάξια μιας καταξιωμένης σταρ του Χόλυγουντ! Πολιόρκησαν το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας ανυπομονώντας να την δουν από κοντά και να συνομιλήσουν μαζί της, να πάρουν μια φωτογραφία της.
Καθώς δε οι εφημερίδες είχαν ήδη φροντίσει να χρίσουν το μύθο της ανερχόμενης βεντέτας του γαλλικού σινεμά, δεν ήταν λίγοι και οι καθημερινοί άνθρωποι, που έσπευσαν να ζητήσουν τη μεσολάβησή της για να ζήσουν κι εκείνοι το όνειρο της… διεθνούς κινηματογραφικής καριέρας! «Τι να κάμω; Τι να κάμω;» έλεγε η Κίτσα Κορίνα στο δημοσιογράφο αθηναϊκής εφημερίδας πιάνοντας τα μάγουλά της και δείχνοντας τις σωρούς των επιστολών που είχε λάβει με αυτό το περιεχόμενο μέσα στις πρώτες τέσσερις μέρες από την άφιξή της στην Ελλάδα!
Εκείνα τα χρόνια το παπαρατσίστικο ρεπορτάζ δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό, ωστόσο σε αρκετά αθηναϊκά φύλλα δημοσιεύτηκαν τις επόμενες μέρες ενσταντανέ της Κίτσας με μαγιό στην παραλία της Γλυφάδας να κάνει ηλιοθεραπεία ή να οδηγεί μια βάρκα.