HomeInterviewsΔημήτρης Μπούρας: Ο ανθρωπολόγος ερευνητής φωτορεπόρτερ που...

Δημήτρης Μπούρας: Ο ανθρωπολόγος ερευνητής φωτορεπόρτερ που βρέθηκε στα πιο σκοτεινά σημεία του κόσμου για να ρίξει φως.

της Αγγελικής Παρασχά

Στην πόλη μας κυκλοφορούν υπέροχοι άνθρωποι με μοναδικές ιστορίες. Μερικές φορές, δεν χρειάζεται καν να ψάξεις πολύ για να τους ανακαλύψεις — αρκεί να βρεθείς τυχαία σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα, να καθίσεις σε ένα παλιό ξύλινο θρανίο και να ακούσεις τις συζητήσεις γύρω σου. Ανάμεσα σε φοιτητές που κρατούν σημειώσεις βιαστικά και καθηγητές που αφηγούνται με πάθος, μπορεί να ακούσεις μια ιστορία που δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Μια ιστορία που ξεκινά από μια φωτογραφία, ένα ταξίδι ή μια στιγμή που άλλαξε τη ζωή κάποιου. Ιστορίες που αξίζει να μοιραστούν.

Ο Δημήτρης Μπούρας είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτορεπόρτερ, ο οποίος εργάζεται στο εξωτερικό. Παράλληλα σαν Κοινωνικός Ανθρωπολόγος επικεντρώνει την έρευνα του σε ανθρωπιστικά ζητήματα, κρίσεις και επιδημίες, έχοντας λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις για το έργο του, το οποίο αναδεικνύει σοβαρά κοινωνικά θέματα, όπως το Κοινωνικό Περιθώριο, οι ευάλωτοι πληθυσμοί – άστεγοι και περιθωριοποιημένοι, και οι χρήστες ουσιών (ΧΕΝ) στους δρόμους και τις γειτονιές των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης, αλλά και πολλά άλλα, εντός και εκτός συνόρων.

Η κουβέντα μας ξεκίνησε από το ένα θέμα και κατέληξε στο άλλο — όπως συμβαίνει συνήθως όταν μιλάς με ανθρώπους που ζουν έντονα. Η ζωή του μοιράζεται ανάμεσα σε Κύπρο, Αγγλία – Κέιμπριτζ και Ελλάδα. Αγαπά όμως ιδιαίτερα τα ελληνικά νησιά και ως δημιουργός ντοκιμαντέρ έχει σκηνοθετήσει το υπέροχο Being an Islander (2022), ένα ντοκιμαντέρ που αποτυπώνει τη νησιωτική ζωή και κουλτούρα, το οποίο βραβεύτηκε σε επτά διεθνή φεστιβάλ, ανάμεσα σε αυτά και στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2022, στο οποίο απέσπασε το βραβείο Κοινού για Ελληνικό Ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ ήταν ένα από τα παραγόμενα της Ανθρωπολογικής έρευνας, σχετικά με την εξέλιξη της νησιωτικότητας στην Ν.Α. Μεσόγειο από την πρώιμη εποχή του χαλκού έως και σήμερα,  για λογαριασμό του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Από το μέτωπο του πολέμου, τις Ανθρωπιστικές Κρίσεις, και μέχρι τη φωτογραφία στους δρόμους της Αθήνας, ο κ. Μπούρας μας μετέφερε με λόγια και εικόνες σε μια άλλη πραγματικότητα.

«Το έναυσμα για όλα αυτά ήρθε όταν ήμουν περίπου 14 χρονών και διάβασα το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι για τον πόλεμο του Βιετνάμ. «Μαθητής στην 1η τάξη του γυμνασίου βλέπω στο δωμάτιο του φίλου της αδελφής μου μία αφίσα από τον πόλεμο του Βιετνάμ με τον “Falling Soldier” και από πάνω έγραφε WHY? Εκεί κατάλαβα την σημασία των αιτιών του “Λάθους” που είναι ο πόλεμος, αλλά κυρίως του επακόλουθου (Aftermath), και το πόση δύναμη έχει μια φωτογραφία. Κάπως έτσι κόλλησα».

Στη Θεσσαλονίκη, από τη Δευτέρα Λυκείου, έκανε ρεπορτάζ — από γήπεδα μέχρι και γάμους – βαφτίσια  — για να βγάλει το χαρτζιλίκι του και να ξεπληρώσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Η πρώτη του ουσιαστική ερευνητική δουλειά ήταν η ανακάλυψη και φωτογράφιση του Σπύρου Γκοτζαμάνη, του ανθρώπου που οδηγούσε το τρίκυκλο από το οποίο έγινε η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, αλλά και η κάλυψη της δίκης στο στρατοδικείο του Κυριάκου Παπαχρόνη – γνωστός και ως «ο Δράκος της Δράμας», που υπήρξε διαβόητος εγκληματίας της δεκαετίας του 1980 με βιασμούς και ανθρωποκτονίες ιερόδουλων.

«Παλιά δεν ήταν τόσο επικίνδυνο για τον δημοσιογράφο, δεν ήσουν εύκολα στόχος. Υπήρχε σεβασμός, αποδοχή στον ρόλο και το έργο που επιτελεί η Δημοσιογραφία. Και επειδή δεν υπήρχε η σημερινή κατάντια της πλημμύρας εικόνων, όλοι ήθελαν να γίνουν μέρος της εικόνας — ακόμη και αντάρτες ή παραστρατιωτικοί. Τώρα είναι πιο εύκολο για όλους να προβληθούν μόνοι τους.»

Μου μιλάει για τη φράση που συνοψίζει τα πάντα στο photojournalism: “In photojournalistic reporting, inevitably you are an outsider”, είχε πει ο Ενρί Καρτιέ Μπρεσόν, ο πατέρας της φωτοειδησεογραφίας (Photojournalism). «Ό,τι και να κάνεις, πηγαίνεις εκεί όχι επειδή το έχεις επιλέξει, αλλά επειδή αυτό σε έχει επιλέξει. Πας γιατί συμβαίνει μια καταστροφή. Πρέπει να γνωρίζεις την ιστορία του τόπου, τη δημογραφία, την εθνογραφία. Για να σε καταλάβουν και να σε εμπιστευτούν οι άνθρωποι στο πεδίο. Έτσι δημιουργούνται οι δεσμοί.»

Ο σωστός τρόπος να πλησιάσεις έναν άνθρωπο είναι να χτίσεις πρώτα μια σχέση – δεσμούς. Αναφέρει τον Μικρό Πρίγκιπα: “Αλλιώς, δεν θα ήσουν τίποτα παρά ένα παιδάκι ανάμεσα σε χιλιάδες παιδάκια, και εγώ μια αλεπού ανάμεσα σε χιλιάδες αλεπούδες.” Ένας φωτορεπόρτερ είναι outsider, ένας εισβολέας, και γι’ αυτό πρέπει να σέβεται και να γνωρίζει. «Επειδή ακριβώς πρόκειται για ανθρωπιστική κρίση, οι άνθρωποι εκεί είναι σε κρίση -σε απόγνωση, και απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν, δημιουργούν μίας μορφής κανονικότητας που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να ζουν, παρά τον πόλεμο – μέσα στον πόλεμο. Οπότε σε βλέπουν σαν σωτήρα. Τι όμως μπορείς να κάνεις, να προσφέρεις όταν πλέον όλοι αυτοί μετριούνται και αναφέρονται σαν αριθμοί σε μία άχαρη στατιστική, η οποία συντελεί στην απάθεια και την αποδοχή αυτού του οποίου οι πόλεμοι φέρνουν.»

Μιλήσαμε για το πώς ο κόσμος έχει πια συνηθίσει στις άσχημες εικόνες. Η υπερβολική έκθεση στο σοκ μάς έκανε απαθείς. Και χειρότερα, πολλές φορές απλώς περιμένουμε να ακούσουμε έναν αριθμό. Ένα νούμερο νεκρών. «Δεν θυμάμαι πια ονόματα», λέει. «Μου είπαν πως είναι άμυνα της μνήμης. Ήταν άνθρωποι που γνώρισα, μιλήσαμε, και ξαφνικά… έφυγαν. Είχαν όνομα, ταυτότητα, ζωή. Και έγιναν αριθμοί.»

«Ο πόλεμος είναι ένα λάθος. Όλες οι στιγμές του είναι ίδιες. Το πιο βασικό συναίσθημα είναι ο φόβος. Ο φόβος ένα καθόλα ανθρώπινο, και χρήσιμο συναίσθημα το οποίο αν δεν καταφέρεις να ελέγξεις και χαλιναγωγήσεις φέρνει θυμό, κι ο θυμός οργή και μίσος. Και έτσι, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνεις εσύ το τέρας που πολεμάς, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο αέναης βίας.»

Μου λέει πως υπάρχει πάντα μια “ντουλάπα με σκελετούς” η “Μνήμη” που δεν θέλεις να διαχειριστείς. Η μοναξιά στο πεδίο είναι μεγάλη, μαζί και τα ερωτήματα στα οποία -ουσιαστικά- δεν υπάρχουν απαντήσεις. Και η φωτογραφική μηχανή, σαν τεχνολογία, τελικά δεν παίζει τόσο ρόλο. «Υπάρχουν υπέροχες φωτογραφίες τραβηγμένες με μηχανές που τώρα δεν θα σκεφτόσουν καν να χρησιμοποιήσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι η αντίληψη της κατάστασης και κυρίως το βλέμμα -το Κάδρο. Εμένα, οι μεγάλοι μου δάσκαλοι ήταν οι ζωγράφοι. Ο τρόπος που δούλευαν το φως. Αυτοί μου έμαθαν τη φωτογραφία.» γιατί η φωτογραφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Κάδρο και το Φως.

Έχει ταξιδέψει σε όλη τη Μέση Ανατολή, στον Λίβανο, στη Συρία, στο Ιράκ, στην Ιορδανία, στο Αφγανιστάν, στην Υποσαχάρια Αφρική: Σομαλία, στο Σουδάν, στη Βόρεια Αφρική, στην Τσετσενία, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, και στην Ουκρανία μία χώρα που εργάστηκε εκτενώς και σε βάθος πραγματοποιώντας πολύχρονη Ανθρωπολογική μελέτη για την εξέλιξη της Κοινωνίας, τον «Μεγάλο Λιμό» (Holodomor 1932~1933), την εξέγερση του Μεϊντάν (Κίεβο Νοέμβριος 2013 ~ Μάρτιος 2014), τους Έλληνες της Αζοφικής στην ευρύτερη  περιοχή της Μαριούπολης, και μία επιδημιολογική μελέτη για την επιδημία της Πολυανθεκτικής στα Φάρμακα Φυματίωσης (MDR-TB). Το ντοκιμαντέρ του για τα παιδιά του δρόμου και τη Επιδημία της Φυματίωσης στην Οδησσό, Forgotten Youth – Ukraine (2018), για το NG Asia, το οποίο και βραβεύτηκε σε φεστιβάλ της Νέας Υόρκης για εταιρείες παραγωγής (NY TV & Film Festival).

Από τα τέλη του 2009 έως και στα μέσα του 2013, όποτε βρίσκονταν στην Ελλάδα, κοιμόταν για εβδομάδες μαζί σε άστεγους και χρήστες ουσιών στην Αθήνα για να τον εμπιστευτούν και να του ανοιχτούν -να δημιουργηθούν δεσμοί. Δεν προσπάθησε να «τραβήξει» την πραγματικότητα, αλλά να τη ζήσει. Και μέσα από τη βαθιά ανθρώπινη ματιά του, την αφηγείται όπως είναι: ωμή, όμορφη, σκληρή και ζωντανή. Το αποτέλεσμα της τριετούς έρευνας -που ανάμεσα στα άλλα περιείχε και επιδημιολογική έρευνα για την επιδημία HIV ανάμεσα στους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών (ΧΕΝ) με δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια (Tufts, Boston, UK University of Cambridge, USA. και άλλα), καθώς επίσης και εκθέσεις φωτογραφίας (Ελλάδα, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ισπανία).

Το 2013 ο «Εξώστης» διοργάνωσε την έκθεση του με τίτλο “Accusing The Victims Of Being The Perpetrators” στην Θεσσαλονίκη. Μια συγκλονιστική καταγραφή των ανθρώπων των δρόμων και της κοινωνικοοικονομικής κρίσης που βιώσαμε.

Η συζήτηση μαζί του θα μπορούσε να κρατήσει ώρες — και κράτησε. Δεν γίνεται να χωρέσει σε λίγες παραγράφους. Όμως κάθε λέξη του είχε βάρος.

Η Θεσσαλονίκη, μου είπε, είναι η πόλη που αγαπά να περπατά και αγαπά να μισεί. Εκεί νιώθει σπίτι. Ειδικά στην παραλία, την ώρα που όλα βάφονται χρυσά. Την Golden Hour – τότε που το φως είναι μαλακό, οι σκιές καθαρές, και η αλήθεια πιο κοντά.

 

Related stories