Η ιστορία του ντουέτου Simon and Garfunkel είναι γεμάτη από μουσική μαγεία, αλλά και εντάσεις που συχνά απειλούσαν τη συνεργασία τους. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, Wednesday Morning, 3 A.M. (1964), η πορεία τους φαινόταν να οδηγεί στη διάλυση αντί για την καταξίωση. Αλλά γιατί συνέβη αυτό;
Το Wednesday Morning, 3 A.M. δεν είχε την εμπορική επιτυχία που το δίδυμο είχε ελπίσει. Παρά τα ατμοσφαιρικά φωνητικά και τη μοναδική τους χημεία, το άλμπουμ δεν κατάφερε να ξεχωρίσει στις πωλήσεις. Η απογοήτευση αυτή επηρέασε ιδιαίτερα τον Paul Simon, ο οποίος ένιωσε ότι έπρεπε να αναζητήσει νέες μουσικές κατευθύνσεις.
Παράλληλα, υπήρχαν προσωπικές φιλοδοξίες και διαφορετικές προτεραιότητες. Ο Simon αποφάσισε να μετακομίσει στο Λονδίνο, όπου ξεκίνησε σόλο καριέρα. Εκεί, ηχογράφησε το άλμπουμ The Paul Simon Songbook και έπαιζε σε μικρά κλαμπ, εξερευνώντας τις μουσικές του ιδέες χωρίς τους περιορισμούς του ντουέτου. Ο Art Garfunkel, από την άλλη, συνέχισε να ασχολείται με τις σπουδές του, δείχνοντας λιγότερη επιμονή στη μουσική εκείνη την περίοδο.
Η διάλυση φάνηκε τελική, μέχρι που ένα γεγονός άλλαξε τα πάντα: το τραγούδι τους «The Sound of Silence» απέκτησε ξαφνική δημοτικότητα όταν ο παραγωγός τους, Tom Wilson, πρόσθεσε ηλεκτρικά όργανα στην αρχική ακουστική ηχογράφηση. Το τραγούδι έγινε τεράστια επιτυχία, φτάνοντας στο νούμερο ένα των charts, γεγονός που τους ώθησε να ξανασμίξουν.
Αν και η διάλυσή τους φαινόταν τότε μοιραία, αποτέλεσε μια παύση που τους επέτρεψε να ανασυνταχθούν και να εξελιχθούν, οδηγώντας τους σε μια από τις πιο εμβληματικές συνεργασίες στην ιστορία της μουσικής.