Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης
Το 1964, σε μια εποχή όπου ο ελληνικός κινηματογράφος ακροβατούσε ανάμεσα στη λαϊκή ψυχαγωγία και τις πρώτες αναζητήσεις για κάτι πιο πρωτοποριακό, ο Βασίλης Γεωργιάδης παρουσιάζει το «Γάμος αλά Ελληνικά». Μια τρυφερή, ανατρεπτική κωμωδία που, πέρα από το γοητευτικό της στόρυ, έγραψε ιστορία για έναν ακόμα λόγο: εισήγαγε για πρώτη φορά το stop motion animation στο ελληνικό σινεμά.
Την ταινία σκηνοθέτησε ο Βασίλης Γεωργιάδης, όπου με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας (με «Τα Κόκκινα Φανάρια» το 1963 και «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» το 1966), και δεκάδες σημαντικές ταινίες στο ενεργητικό του («Κορίτσια στον ήλιο», «Εκείνο το καλοκαίρι», «Ο μπλοφατζής», κ.ά.), ήξερε να «μιλά» ταυτόχρονα στην καρδιά και στο μυαλό του κοινού, ενώ μπορούσε να περάσει με άνεση από το μελόδραμα στο κοινωνικό δράμα και από την κωμωδία στο πολιτικό φιλμ. Στον «Γάμο αλά Ελληνικά», αποδεικνύει πως ακόμη και μια φαινομενικά απλή κωμωδία μπορεί να κρύβει τόλμη, εφευρετικότητα και άγγιγμα μεγάλης κλάσης. Σε σενάριο της Μαρίας Πολενάκη, προσαρμογή σεναρίου από τον Ναπολέωντα Ελυθερίου (αλλά και τους Βασίλη Γεωργιάδη και Γιώργο Κωνσταντίνου), παραγωγή από τους έμπειρους Δαμασκηνό – Μιχαηλίδη, και ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο – Ξένια Καλογεροπούλου και Γιώργος Κωνσταντίνου -, αλλά και δεύτερους ρόλους που άφησαν εποχή με τις ερμηνείες τους: Δέσπω Διαμαντίδου, Σμάρω Στεφανίδου, Χάρρυ Κλυνν, Κατερίνα Γώγου και κέρδισαν αμέσως το κοινό. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετική κωμωδία που συνδύαζε το χιούμορ με την τρυφερότητα και τις μικρές πικρές αλήθειες της καθημερινότητας.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 7 Δεκεμβρίου 1964 και γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, συγκεντρώνοντας 301.254 εισιτήρια Α’ προβολής (12η θέση ανάμεσα στις 93 ταινίες της σεζόν), ενώ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η Ξένια Καλογεροπούλου βραβεύτηκε για την ερμηνεία της ως Μίνα.
Στην ταινία όμως υπήρχε και μια κρυφή πρωτοπορία: Η πρώτη ουσιαστική χρήση stop motion στην Ελλάδα. Αν και το ελληνικό κοινό αγάπησε το «Γάμος αλά Ελληνικά» για το χιούμορ και το ρομάντζο του, ίσως δεν συνειδητοποίησε αμέσως ότι παρακολουθούσε ένα κομμάτι ιστορίας: τις πρώτες ολοκληρωμένες προσπάθειες χρήσης animation στον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο υπεύθυνος για αυτή την καινοτομία ήταν ο Γιώργος Διζικιρίκης, πρωτοπόρος animator της εποχής. Είχε ήδη το 1961 πειραματιστεί δειλά με καρέ-καρέ λήψη κούκλας στους τίτλους αρχής της ταινίας που σκηνοθέτησε με τίτλο «Για Σένα την Αγάπη μου» και πρωταγωνιστές τον Νίκο Κουρκουλο, την Μιράντα Κουνελάκη και τον Θανάση Βέγγο, αλλά στον «Γάμο αλά Ελληνικά» το έργο του έγινε πιο σύνθετο και φιλόδοξο.
Χρησιμοποιώντας χειροποίητες φιγούρες – κούκλες και απλή αλλά αποτελεσματική τεχνική, δημιούργησε μικρά ενσωματωμένα τμήματα stop motion συνολικής διάρκειας 8 λεπτών – κυρίως στους τίτλους αρχής και τέλους αλλά και σε αρκετές μεταβατικά μέρη της ταινίας – δημιουργώντας πρωτότυπες σκηνές animation που ενσωματώθηκαν οργανικά στην αφήγηση από τον Βασίλη Γεωργιάδη, κάτι εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή η παραγωγή animation στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη σε επίπεδο κινηματογράφου: δεν υπήρχαν ούτε εξειδικευμένα στούντιο ούτε τεχνικός εξοπλισμός. Μόλις 2 ταινίες κλασικού animation είχαν γυριστεί στην Ελλάδα μέχρι τότε, με την αρχή να γίνεται το 1945 με την μμ ταινία «Ο Ντούτσε αφηγείται» του Σταμάτη Πολενάκη, με την βοήθεια των Πρόδρομου Μεραβίδη και Παναγιώτη Παπαδούκα. Το 1946 γίνεται η 2η προσπάθεια μ’ ένα 5λεπτό φίλμ από τον Γιάννη Ρουσσόπουλο και τίτλο «Σιγά τους κεραυνούς». Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα το εγχείρημα του Διζικιρίκη ήταν μια πράξη σχεδόν ηρωική, δουλεμένη κυριολεκτικά στο χέρι, καρέ-καρέ, με άπειρη υπομονή και μεράκι.
Αν και το ελληνικό animation θα αργούσε να αναπτυχθεί οργανωμένα, η δουλειά του Διζικιρίκη στο «Γάμος αλά Ελληνικά» άνοιξε έναν δρόμο που πολλοί θα ακολουθούσαν αργότερα.
Η γοητεία του «Γάμος αλά Ελληνικά» παραμένει αναλλοίωτη: οι χαριτωμένοι διάλογοι, οι απολαυστικές ερμηνείες και το άρωμα μιας Αθήνας που αλλάζει, συνθέτουν ένα φιλμ που αξίζει να ξαναδούμε. Και, ίσως την επόμενη φορά, να το παρατηρήσουμε με ένα βλέμμα διαφορετικό: ως την ταινία που, κρυφά αλλά τολμηρά, έφερε το πρώτο ελληνικό κινούμενο σχέδιο στο πανί.