Charles Y. Harrison “ Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι” Eκδόσεις: Πηγή 2025, σελίδες: 182
Γράφει η Κατερίνα Βιτζηλαίου (Instagram & Facebook account: the.booklist_)
Ο Charles Yale Harrison (1898-1954) , ο συγγραφέας του: “Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι” ήταν Καναδός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, αλλά μεγάλωσε στο Μόντρεαλ του Καναδά.
Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα Montreal Star, αλλά η καριέρα του διακόπηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου όπως και πολλοί νέοι της εποχής του, έτσι και εκείνος αποφάσισε να καταταγεί.
Υπηρέτησε ως πεζικάριος με το Καναδικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Γαλλία και βίωσε από πρώτο χέρι την φρίκη του πολέμου. Συμμετείχε στη μάχη της Αμιένης το 1918, όπου είδε πολλούς συμπολεμιστές του να χάνονται, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε στο πόδι και πέρασε το υπόλοιπο της θητείας του στο νοσοκομείο.
Μετά το τέλος του πολέμου, κατέληξε τελικά στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας το συγγραφικό του έργο ως μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και σύμβουλος δημοσίων σχέσεων.
Το 1930 δημοσίευσε το πιο γνωστό του βιβλίο, το αντιπολεμικό μυθιστόρημα “Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι”.
Το βιβλίο αυτό απέσπασε τις θετικότατες κριτικές τόσο του αναγνωστικού κοινού, όσο και των κριτικών της λογοτεχνίας (έχοντας ωστόσο και κάποιους επικριτές κυρίως στρατιωτικούς), κατατάσσοντας το σε ένα από τα πιο κλασσικά αντιπολεμικά λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών, καθώς επίσης και σε ένα ιστορικό ντοκουμέντο της περιόδου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το “Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι”, έχει ως πρωταγωνιστή έναν ανώνυμο στρατιώτη έχοντας όμως αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του συγγραφέα, επειδή σε μεγάλο βαθμό το έργο βασίζεται στις ρεαλιστικές εμπειρίες του ίδιου του Χάρισον από το πεδίο της μάχης.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο, γεγονός που προσδίδει αμεσότητα και ρεαλισμό στο έργο. Ο απλός τρόπος γραφής του Χάρισον και η αποφυγή κάθε είδους λογοτεχνικών τεχνασμάτων και καλλωπισμών, συμβάλει στο να γίνει ο αναγνώστης κοινωνός της ιστορίας και να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές και τις καταστάσεις.
Στο έργο αποτυπώνεται γλαφυρά η καθημερινότητα του μέσου στρατιώτη εν καιρό πολέμου, ο οποίος είναι έρμαιο των αποφάσεων των ανωτέρων του και συμμετέχει σαστισμένος και μηχανιστικά σε όλα τα παράλογα γρανάζια αυτής της πολεμικής δραστηριότητας προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει.
Το βιβλίο αποτελεί μια διαρκής υπενθύμιση της φρίκης του πολέμου και αποδομεί κάθε ψευδαίσθηση δόξας και τιμής που μπορεί να περιλαμβάνει η συμμετοχή κάποιου σε μια πολεμική σύρραξη.
Ο συγγραφέας δίχως να δηλώνει ξεκάθαρα τις απόψεις του και χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, καταφέρνει μεταφέροντας μας ρεαλιστικά στιγμιότυπα από έναν πόλεμο, να συμπεράνουμε ως αναγνώστες ότι :
Δεν υπάρχει τίποτα το αξιοθαύμαστο στο πεδίο της μάχης όπου οι απροστάτευτοι στρατιώτες για μερόνυχτα σέρνονται στα χαρακώματα ενώ οι οβίδες σκάνε δίπλα τους ακρωτηριάζοντας και σκοτώνοντας τους, όπου αναγκάζονται να σκοτώσουν τον υποτιθέμενο εχθρό, ο οποίος κατά βάση είναι ένας άγνωστος άνθρωπος με πολλές με εκείνους ομοιότητες και μετά το πονεμένο και ερωτηματικό βλέμμα του τους ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή.
Δεν υπάρχει καμιά δόξα στα πληγιασμένα από τις ψείρες, τους αρουραίους και τις στενές μπότες, σώματα των στρατιωτών και από την αφόρητη βρώμα και δυσωδία που αυτά αναδύουν (κάθε τρεις μήνες προβλέπονταν μπάνιο και αλλαγή ρούχων).
Δεν υπάρχει τίποτα το αξιέπαινο στην πείνα των στρατιωτών που τους έκανε να μαλώνουν μεταξύ τους για μια φέτα ψωμί, αλλά ούτε και στο γεγονός ότι αναγκάζονταν πολλές φορές να δίνουν την χαριστική βολή στους συμπολεμιστές τους, προκειμένου να τους απαλλάξουν από τις θανατηφόρες πληγές τους.
Τις μέρες που οι στρατιώτες έπαιρναν ολιγοήμερες άδειες, μας περιγράφονται οι ανέλπιδες προσπάθειες τους να ρουφήξουν την ζωή στο έπακρο, πίνοντας δίχως αύριο και γλεντώντας με τις ελευθεριάζουσες γυναίκες της εποχής, προσπαθώντας να αποδείξουν κυρίως στον ίδιο τους τον εαυτό ότι η ζωή συνεχίζεται και κάποια στιγμή θα είναι ξανά φυσιολογική.
Όπως ξεκάθαρα μπορούμε να καταλάβουμε και από τον τίτλο του, το βιβλίο ασκεί επίσης μια έντονη κριτική στα υψηλόβαθμα στρατιωτικά στελέχη, τα οποία από την ασφάλεια τους πίσω από την γραμμή μάχης, αποφασίσουν αβίαστα και αβασάνιστα για τις ζωές των απλών στρατιωτών, χρησιμοποιώντας τους σαν αναλώσιμα πιόνια σε μια παρτίδα σκάκι.
Αν και κοντεύουν να συμπληρωθούν 100 χρόνια από όταν γράφτηκε το “Οι στρατηγοί πεθαίνουν στο κρεβάτι” το ανάγνωσμα είναι δυστυχώς πιο επίκαιρο και διαχρονικό από ποτέ.
Πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο, πανανθρώπινο και συγκλονιστικό αντιπολεμικό έργο το οποίο ταρακουνά και αφυπνίζει τον αναγνώστη, υπενθυμίζοντας του, πόσο πολύτιμο αλλά καθόλου δεδομένο είναι το αγαθό της ειρήνης και της ασφάλειας σε όλο τον κόσμο.