γράφει ο Τάσος Γέροντας
Θοδωρής Παπαθεοδώρου «Γη του άγριου καιρού». Εκδόσεις Ψυχογιός 2024.
560 σελίδες σε πολύ καλής ποιότητας λεπτό, λείο, υποκίτρινο χαρτί, με πολύ καλή επιμέλεια, με εξαιρετική εκτύπωση και πολύ στιβαρή βιβλιοδεσία.
Στο εξώφυλλο διαβάζουμε «Αμμόχωστος, Κερύνεια, Λευκωσία… Πληγές του Ελληνισμού που ακόμη αιμορραγούν…»
Το βιβλίο αυτό είναι το δεύτερο και τελευταίο μέρος της Κυπριακής διλογίας του συγγραφέα. Το πρώτο βιβλίο, με τίτλο «Γη της πικραμένης Παναγιάς», κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2024. Εδώ θα βρείτε την κριτική μου.
Το δεύτερο βιβλίο ξεκινά από εκεί που είχε σταματήσει το πρώτο: από τις αγχωτικές ανάσες τριών εκ των ηρώων, των ίδιων που έκλεισαν το πρώτο βιβλίο. Και μετά συνεχίζει χρονολογικά από εκεί που μας είχε αφήσει, τον Μάρτιο του 1957. Ένοπλος αγώνας των Κυπρίων εναντίον των Άγγλων. Αλλά όχι μόνον εναντίον των Άγγλων. Οι Τουρκοκύπριοι, με τη σταθερή ανοχή και κρυφή υποστήριξη των Άγγλων, πολεμούν τους Ελληνοκύπριους με τρόπους ύπουλους. Αλλά και οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούν να ομονοήσουν. Ο διχασμός υπονομεύει τον αγώνα, εξουδετερώνει φίλιες δυνάμεις, δυναμιτίζει τις αιματηρές θυσίες των αγωνιστών. Ο εγωισμός του Μακάριου, οι παλινωδίες του, η ρευστή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, συναντούν τη σκληρότητα των Τούρκων, την αδιαλλαξία των Άγγλων. Η ανεξαρτησία της Κύπρου, που έρχεται το 1963 με ένα Σύνταγμα που επιτρέπει στο 18% του πληθυσμού να ελέγχει τη λειτουργία (ή να επιβάλλει τη δυσλειτουργία) όλου του Κυπριακού κράτους. Οι Τουρκοκύπριοι, που ποτέ δεν έκρυψαν την επιθυμία τους για διχοτόμηση του νησιού και την ένωση με την Τουρκία, εργάζονται εν αρμονία και απαρέγκλιτα προς την επίτευξη αυτού του στόχου, πάντα με τη βοήθεια της Αγγλίας. Και οι Ελληνοκύπριοι υποφέρουν…
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ξεκινά από το καλοκαίρι του 1963 και φτάνει μέχρι τα Χριστούγεννα του 1964. Καλύπτει δηλαδή το διάστημα της μεγάλης ετοιμασίας για την απόβαση, για τη διχοτόμηση. Το διάστημα που η προδοσία ήταν σχεδόν στην καθημερινή διάταξη.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου, που είναι και το τελευταίο, καλύπτει τα χρόνια 1974-1975. Ξεκινά λίγες μέρες πριν την εισβολή και τελειώνει το καλοκαίρι του 1975. Κι ενώ μέχρι τώρα στα κεφάλαια μαθαίναμε τον τόπο και τον χρόνο, εδώ μιλάνε μόνον οι γυναίκες. Οι γυναίκες που πάλεψαν, που μάτωσαν, που βιάστηκαν, που διώχθηκαν από τους δικούς τους, που πόνεσαν. Αυτές περιγράφουν την εισβολή και όσα ακολούθησαν. Και το κάνουν ωμά. Για να νιώσει ο αναγνώστης όπως ένιωσαν κι αυτές. Μια χλωμή ηλιαχτίδα που προβάλλει στις τελευταίες σελίδες δεν αρκεί για να σκορπίσει τη μαυρίλα αυτού του βιβλίου, αυτών των γεγονότων.
Είχα χαρακτηρίσει το πρώτο βιβλίο «σκληρό, ωμό, αμείλικτο». Αυτό είναι οδυνηρά σκληρό, φρικτά ωμό, αδυσώπητα αμείλικτο. Ο Παπαθεοδώρου διάβασε πολύ, ρώτησε και άκουσε πολλούς, περπάτησε τα μέρη που περιγράφει. Στις πολυσέλιδες σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου παραθέτει τεκμηριωμένα γεγονότα, κατακεραυνώνει σπουδαία πρόσωπα, μέμφεται πολιτικές αποφάσεις, εξυμνεί τους πραγματικούς ήρωες. Και στις ελάχιστες περιπτώσεις που κάτι τροποποιεί χάριν της μυθοπλασίας, το αναφέρει, αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια. Προκαλεί την οργή του αναγνώστη κραυγάζοντας την οδυνηρή αλήθεια. Και πιστεύω πως όταν το έγραφε, και ο ίδιος άλλοτε θα πνιγόταν από την οργή και άλλοτε θα κατακλυζόταν από συγκίνηση.
Άλλο ένα σπουδαίο βιβλίο από τον Παπαθεοδώρου, το οποίο ξανά αποδεικνύει αυτό που είχα γράψει στο παρελθόν. Ένα εξαιρετικό έργο που πρέπει να διαβαστεί. Επειδή είναι γραμμένο με μεγάλη αγάπη προς τη γλώσσα, την ιστορία, την αλήθεια, την πατρίδα.
«παρακαλώντας για τη σωτηρία της ψυχής του Κωνσταντή και του Γιαννάκη της, μα και για τη δική της απαντοχή, ν’ αντέξει την αβάσταγη θλίψη και να σταθεί άξιο αντιστύλι για τον δεκαεφτάχρονο γιο της».
«Ό,τι καταλαμβάνεται με αίμα δεν παραδίδεται με πένα».