γράφει η Μαρία Ράπτη
Μύριζε αίμα. Αυτό τον παραξένεψε στην αρχή, γι’ αυτό πλησίασε. Μετά δίπλα του στάθηκε ένας άλλος, ύστερα κάποιος ακόμα. Σύντομα, η γειτονιά ήταν στο πόδι· κάποιο φονικό είχε συμβεί στα μέρη της. Οι φανοστάτες άναψαν. Οι αρχές έφτασαν.
«Το πτώμα;»
Πουθενά.
«Δεν μπορεί να χάθηκε», έλεγαν. «Κανείς δεν εξαφανίζεται έτσι».
Οι ψίθυροι πολλαπλασιάστηκαν. Τύλιξαν την πόλη, την αγκάλιασαν σφιχτά. Έγιναν ιστορίες, κατάρες, ξεχασμένοι θρύλοι.
Τότε εκείνος, ο πρώτος άνθρωπος που μύρισε το αίμα, πλησίασε κι άλλο. Πέρασε το χέρι του πάνω από τα σημάδια. Πάγωσε.
«Δεν είναι αίμα», είπε. «Είναι σκόνη μαρμάρου».
Μα όλη η πόλη μύριζε αίμα.
Οι Μαγεμένες της Θεσσαλονίκης ή Las Incantadas είναι σύνολο γλυπτών του 2ου αιώνα μ.Χ., που κοσμούσαν μνημειακό κτήριο κοντά στη ρωμαϊκή αγορά. Αποτελούνταν από πέντε κορινθιακές στήλες, τέσσερις από τις οποίες έφεραν αμφίπλευρα ανάγλυφα γλυπτά με μορφές της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, όπως τον Διόνυσο, την Αριάδνη, τη Λήδα με τον Κύκνο και τον Ηρακλή. Το μνημείο ήταν γνωστό και ως Στοά των Ειδώλων και Γοήτρεια, ενώ κατά την οθωμανική περίοδο ονομαζόταν Σουρέ Μαλέ (“Σπασμένη Στοά”).
Βρίσκονταν πιθανότατα στην εβραϊκή συνοικία Ρογκός, κοντά στα λουτρά Μπέη Χαμάμ. Η ακριβής χρήση του μνημείου παραμένει ασαφής, με επικρατέστερες θεωρίες να το συνδέουν με τη ρωμαϊκή αγορά ή ως προπύλαιο του ιπποδρόμου.
Το 1864, τα γλυπτά κλάπηκαν από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλλέρ, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος άδεια του Σουλτάνου, τα αφαίρεσε και τα μετέφερε στο Λούβρο, στερώντας από τη Θεσσαλονίκη ένα πολύτιμο κομμάτι της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η πράξη αυτή προκάλεσε έντονη αγανάκτηση στους κατοίκους της πόλης. Η μοναδική γνωστή φωτογραφία των Μαγεμένων στη φυσική τους θέση τραβήχτηκε από τον Πιέρ Ντεζιρέ Γκιγεμέ λίγο πριν την αφαίρεση. Σήμερα, τα γλυπτά εκτίθενται στο Λούβρο, ενώ το υπόλοιπο μνημείο καταστράφηκε και τα ίχνη του χάθηκαν. Από το 2017, πιστά αντίγραφά τους εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.