γράφει η Μαρία Ράπτη
Εδώ, λένε, κάποτε, στο σπίτι με την βαριά περίφραξη, έμεινε ο Κόκκινος.
Κανένας δεν τον είδε τότε, μα όλοι ήξεραν την φήμη που έφερνε μαζί του, κι έτσι έκαναν λίγο πιο γρήγορα όταν περνούσαν από εδώ. Και ποτέ -μα ποτέ- δεν έλεγαν το όνομά του. Τον έλεγαν βασιλιά των φόβων, αφέντη των αυτοκρατοριών. Άρχοντα των θανάτων.
Κι η πόλη συνέχιζε να ζει με εκείνον στα σπλάχνα της, ξυπνώντας το πρωί λίγο πιο φοβισμένη.
Κανείς δεν το ήξερε τότε, μα η ίδια πόλη -γεμάτη από δρόμους που εκείνος δεν θα περπατούσε ποτέ- γρήγορα θα άλλαζε πρόσωπο. Όταν στη γη θα χαράσσονταν οι νέες γραμμές, τότε τα νέα, επινοημένα σύνορα θα έφερναν άλλες γλώσσες, σημαίες, Θεούς.
Οι νέοι καιροί βιάζονταν, γεννιούνταν. Δεν νοιάζονταν τον Ματωμένο. Και όταν ήρθαν, εκείνος έφυγε δίχως κρότο. Δίχως να το καταλάβει κανείς.
Γι’ αυτό, όταν περνάς πια από εδώ, να μη φοβάσαι, να μη βιάζεσαι. Η πόλη είναι ακόμη εδώ, τα κτίρια είναι ακόμη εδώ -εκείνος όχι.
Ο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1842–1918) διετέλεσε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1876 έως το 1909. Ανέβηκε στον θρόνο υποσχόμενος φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και παραχώρησε προσωρινά σύνταγμα, το οποίο σύντομα ανέστειλε, κυβερνώντας αυταρχικά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Ενίσχυσε την ισλαμική ταυτότητα του κράτους και χρησιμοποίησε εκτενώς τη μυστική αστυνομία και τη λογοκρισία. Επί των ημερών του σημειώθηκαν αιματηρές διώξεις, όπως οι σφαγές Αρμενίων (1894–1896), που του έδωσαν το προσωνύμιο “Κόκκινος Σουλτάνος”.
Το 1908, το Κίνημα των Νεοτούρκων, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, τον εξανάγκασε να επαναφέρει το σύνταγμα του 1876. Τον Απρίλιο του 1909, μετά από αποτυχημένη αντεπανάσταση από ισλαμιστικά στοιχεία στην Κωνσταντινούπολη (γνωστή ως «Συμβάν της 31ης Μαρτίου»), καθαιρέθηκε από την εθνοσυνέλευση και εξορίστηκε Στις 10 Μαΐου 1909 έφτασε στη Θεσσαλονίκη με τρένο, υπό ισχυρή φρουρά, και εγκαταστάθηκε στη Βίλα Αλλατίνη, όπου κρατήθηκε υπό περιορισμό.. Μετά την απελευθέρωση της πόλης από τον ελληνικό στρατό (Οκτώβριος 1912), μεταφέρθηκε πίσω στην Κωνσταντινούπολη και τέθηκε σε περιορισμό στον πύργο του Μπεϋλερμπεϋ. Πέθανε εκεί το 1918, σε ηλικία 76 ετών.