Δράμα, Ιράν 2011, 123 λεπτά
Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί
Παίζουν: Λεϊλά Χατάμι, Πέιμαν Μοάντι, Σαχάμπ Χοσεϊνί
Φιλελεύθερο μεσοαστικό ιρανικό ζευγάρι οδηγείται στο διαζύγιο λόγω διαφορετικών στόχων για το μέλλον.Η απόφαση αυτή προκαλεί αλληλουχία δραματικών γεγονότων για τους ίδιους και για ένα ακόμη ζευγάρι, που πηγάζουν από την δυσλειτουργία της ιρανικής κοινωνίας και τα καθημερινά διλήμματα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα μέλη της.
Στην πρώτη σκηνή του φιλμ, το ζευγάρι μιλά στην κάμερα που βρίσκεται ακριβώς ανάμεσά τους και που υποτίθεται είναι τα μάτια του δικαστή που ακούει τους λόγους για τους οποίους θέλουν να χωρίσουν. Τα επιχειρήματα μάλιστα και των 2 είναι το ίδιο πειστικά, ο καθένας φαίνεται να έχει εξίσου σημαντικούς λόγους για τις πράξεις του – μια φράση που καθορίζει σχεδόν όλη την ταινία. Από το ξεκίνημα δηλαδή, ο θεατής καλείται να διαλέξει μεριά, σε μια μπερδεμένη υπόθεση όπου καθετί που συμβαίνει μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά από την σκοπιά του καθενός. Περισσότερο απ' όλα περιγράφεται μια κοινωνία μπερδεμένη, στο μεταίχμιο μεταξύ του εκσυγχρονισμού και του σκληρού θρησκευτικού συντηρητισμού, όπου σε αρκετές περιπτώσεις πολλοί άνθρωποι έχουν δίκιο και άδικο ταυτόχρονα. Κάτι σαν τη χώρα μας σήμερα.
Ο μοναδικός εντός της ταινίας κριτής (και αυτός που ταυτίζεται περισσότερο με τον θεατή) είναι η κόρη του ζευγαριού. Ανακαλύπτει σχεδόν ταυτόχρονα με τον θεατή την αλήθεια, παρατηρεί συμπεριφορές και στην πορεία θα καταλάβει σχετικά πρόωρα για την ηλικία της την έννοια των συνεπειών των πράξεων, έχοντας παράλληλα μέσα της το βάρος του επερχόμενου διαζυγίου των γονιών. Ένας από τους λόγους άλλωστε είναι η ίδια, καθώς η μητέρα της θεωρεί πως στο εξωτερικό θα έχει περισσότερες ευκαιρίες στη ζωή της ενώ ο πατέρας της διαφωνεί, και στη διαμάχη που προκύπτει στη συνέχεια είναι φανερή η προσπάθεια και των δύο γονιών να την έχουν με το μέρος τους. Αυτές οι ιστορίες καθημερινής τρέλας που βλέπει, συμβαίνουν συνήθως σε κοινωνίες όπου το εξουσιαστικό μοντέλο (είτε αυτό προέρχεται από πολιτικό φορέα είτε από θρησκευτικό) έχει αποτύχει πλήρως και οι πολίτες θα πρέπει να τα βρίσκουν μόνοι τους σε οποιεσδήποτε διαφορές προκύπτουν, κάτι που δημιουργεί καταρχήν ταξικό πόλεμο.
Οι δύο πρωταγωνιστές, φιλόδοξοι αστοί, προσπαθούν να βάλουν στην άκρη τα ξεπερασμένα ήθη του Ιράν και να φτιάξουν ένα καλύτερο μέλλον για την κόρη τους. Το ζευγάρι με το οποίο στην πορεία θα βρεθούν σε αντιπαράθεση είναι χαμηλότερης τάξης, φτωχό και υπέρμετρα θεοσεβούμενο, όπως δυστυχώς και τα περισσότερα αντίστοιχα μέσα στο Ιράν. Οι δύο αυτοί κόσμοι αλληλοσυγκρούονται χωρίς ποτέ να είναι ξεκάθαρη η αλήθεια, αφού ο Φαραντί αφήνει πανέξυπνα μικρά κενά σημεία στην αφήγηση, που άλλοτε ευνοούν τη μια πλευρά και άλλοτε την άλλη, εστιάζοντας όχι στο ποιος έχει δίκιο αλλά στο πώς φέρεται ο καθένας ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ο Φαραντί άλλωστε, που έγραψε και το σενάριο, δεν μιλά με βάση προσωπικά βιώματα αλλά όπως είπε η ιστορία του βασίζεται σε διάφορες περιπτώσεις που και αυτός ακούει συχνά παντού στη χώρα του και θα μπορούσαν εύκολα να μετατραπούν σε ταινία. Κάτι σαν τη χώρα μας σήμερα.