Η μυθική διαδρομή της σπουδαίας ηθοποιού που σημάδεψε το ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο με το ταλέντο, τη φωνή και τη βαθιά ευαισθησία της.
Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης
Η Έλλη Λαμπέτη υπήρξε μία από τις πιο σαγηνευτικές μορφές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, με ένα χάρισμα και μία ευαισθησία που καθήλωνε. Ευαίσθητη και εύθραυστη, αλλά ταυτόχρονα ερωτική και εκρηκτική, ξεχώριζε για την αισθαντική, μοναδική φωνή της και την αξεπέραστη υποκριτική της δύναμη.
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής, κόρη του Κώστα Λούκου και της Αναστασίας. Ήταν το έκτο από επτά παιδιά, δίδυμη με τον αδελφό της Σταμάτη, ο οποίος πέθανε πρόωρα το 1941. Από μικρή έδειξε ενδιαφέρον για τον χορό και τη μουσική. Το 1941, υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο “Λαμπέτη”, έπειτα από προτροπή του θείου της, ηθοποιού Τάσου Σταμάτη. Αν και αρχικά απορρίφθηκε τόσο από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όσο και από τη Σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη, με την παρέμβαση του Σπύρου Μελά και του θείου της, τελικά έγινε δεκτή από την Κοτοπούλη.
Η θεατρική της καριέρα ξεκίνησε το 1942, ενώ ήταν ακόμη σπουδάστρια, με το ρόλο της Χάνελε στο έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο». Η επιτυχία ήταν άμεση και καθοριστική. Ακολούθησε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν (1946-1948), όπου καθιερώθηκε ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους σε έργα όπως «Γυάλινος Κόσμος», «Αντιγόνη» και «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα με μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Συνεργάστηκε επίσης με το Εθνικό Θέατρο, τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη και το θίασο του Κώστα Μουσούρη.
Το 1952 δημιούργησε μαζί με τον Γιώργο Παππά και τον Δημήτρη Χορν τον θίασο που χαρακτηρίστηκε «των άστρων», γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Μετά την αποχώρηση του Παππά λόγω ασθένειας, η Λαμπέτη και ο Χορν συνέχισαν ως ζευγάρι, εντός και εκτός σκηνής, δημιουργώντας τον θίασο Λαμπέτη-Χορν και δίνοντας αξέχαστες παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μετά τον χωρισμό τους το 1959, με δικό της πλέον θίασο και συχνή σκηνική παρουσία του Κώστα Καρρά στο πλευρό της, συνέχισε να διαλέγει απαιτητικά έργα, όπως η «Ξυπόλητη στο Πάρκο» (1964), το «Λεωφορείον ο Πόθος» (1965), η «Μαμζέλ Πέπσυ» (1966) και αργότερα η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και η «Νόρα» του Ίψεν, τα οποία αποτέλεσαν κορυφαίες στιγμές της καριέρας της.
Η πορεία της στο θέατρο περιλαμβάνει περισσότερους από 80 ρόλους, με κορυφαία στιγμή την ερμηνεία της στην τελευταία παράσταση που ανέβασε το 1981. Εκεί, ανέβηκε στη σκηνή για να ενσαρκώσει την κωφάλαλη Σάρα στο έργο «Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού» του Μαρκ Μέντοφ, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Η παράσταση παρουσιάστηκε στο θέατρο που έφερε το όνομά της, το Θέατρο Λαμπέτη, και αποτέλεσε μια ερμηνευτική κορύφωση, αλλά και έναν προσωπικό άθλο. Η Λαμπέτη είχε ήδη χάσει μεγάλο μέρος της φωνής της, όχι μόνο λόγω του ρόλου, αλλά κυρίως εξαιτίας των σοβαρών επιπτώσεων του καρκίνου που την ταλαιπωρούσε από το 1969 και είχε επανεμφανιστεί πιο επιθετικά. Παρότι η ασθένεια είχε επιβάλει σιωπή στη φωνή της, εκείνη κατάφερε να μιλήσει στο κοινό της με κάθε της κίνηση, με τα μάτια, με το σώμα, με την ψυχή.
Ήταν ένας ρόλος που απαιτούσε απόλυτη εσωτερικότητα και πειθαρχία, και εκείνη τον υπηρέτησε με βαθιά αλήθεια, έχοντας προηγουμένως μελετήσει τη νοηματική γλώσσα. Ήταν σαν η ίδια η ζωή της να ενσαρκωνόταν επί σκηνής: μια γυναίκα που παλεύει να ακουστεί χωρίς φωνή, σε έναν κόσμο που συχνά δεν ακούει. Η απουσία της φωνής της – αυτής της τόσο χαρακτηριστικής, αισθαντικής φωνής που για δεκαετίες καθήλωνε το κοινό – δεν μείωσε καθόλου την ένταση της ερμηνείας της. Αντιθέτως, τη μετέτρεψε σε ένα βουβό αλλά αστραφτερό ρεσιτάλ θεατρικής δύναμης, σε μια απόδειξη ότι η πραγματική τέχνη δεν χρειάζεται ήχο για να συγκλονίσει. Ήταν η τελευταία της υπόκλιση – σιωπηλή, αλλά εκκωφαντική.
Στον κινηματογράφο, η Έλλη Λαμπέτη, αν και έπαιξε μόλις σε δέκα κινηματογραφικές ταινίες, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στον ελληνικό και διεθνή κινηματογράφο. Το ταλέντο της, η εκφραστικότητα του προσώπου της και η εσωτερικότητα των ερμηνειών της την έκαναν μοναδική παρουσία στο πανί.
Πρωτοεμφανίστηκε στο σινεμά το 1946 με την ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι», όμως η αναγνώριση ήρθε λίγα χρόνια αργότερα με την εμβληματική ταινία «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης.
Το 1955 εμφανίζεται στην πρώτη σπονδυλωτή ταινία του Ελληνικού κινηματογράφου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, την «Ιστορία μιας Κάλπικης λίρας» (Η κάλπικη λίρα). Μία ταινία που γνώρισε τεράστια επιτυχία, τόσο στο εσωτερικό (1η με 211.000 εισιτήρια τη σεζόν που προβλήθηκε), όσο και στο εξωτερικό, καθώς βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, ενώ συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών και στο Φεστιβάλ του Karlovy Vary.
Ακολούθησε «Το Κορίτσι με τα Μαύρα» (1956), μια διεθνής επιτυχία, επίσης του Κακογιάννη, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών, απέσπασε στην Αμερική την Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και χάρισε στην Λαμπέτη παγκόσμια αναγνώριση.
Ιδιαίτερη θέση στην καριέρα της έχει η ταινία «Το Τελευταίο Ψέμα» (1958), σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Η ταινία απέσπασε εξαιρετικές κριτικές στο εξωτερικό, με τη Λαμπέτη να είναι υποψήφια για βραβείο BAFTA (British Academy of Film and Television Arts) Α’ Γυναικείου Ρόλου – μια τεράστια τιμή για την εποχή.
Το 1961, θα επιστρέψει στον κινηματογράφο, σε μία αγγλόγωνη, Ιταλικό – Κυπριακή παραγωγή, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και σενάριο του συζήγου της Frederic Wakeman. Η ταινία είχε τον τίτλο “Il relitto” (Χαμένο κορμί ο Ελληνικός τίτλος που δόθηκε) και συμμετείχε στο Φεστιβάλ στο Καννών.
Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία «Μια μέρα ο πατέρας μου» το 1968, μια παραγωγή με φόντο τον Ψυχρό Πόλεμο, σε σενάριο και σκηνοθεσία του τότε συζύγου της, Frederic Wakeman. Η Λαμπέτη υποδύεται την κόρη ενός Πρωθυπουργού (τον οποίο ενσαρκώνει ο Μάνος Κατράκης) σε μια χώρα του ανατολικού μπλοκ. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια φυγής στη Δύση, συλλαμβάνεται και οδηγείται σε ψυχιατρική κλινική, όπου υφίσταται πλύση εγκεφάλου. Η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ από την ελληνική τηλεόραση και δεν σώζεται. Η συμμετοχή στην παραγωγή της ταινίας του προσωπικού φίλου του δικτάτορα Παπαδόπουλου, Μίλτου Σταύρου, συνέδεσε την ταινία με το καθεστώς της Χούντας, με αποτέλεσμα την δυσκολία στη διανομή της ταινίας στην Ευρώπη, παρότι την εκμετάλλευση είχε η Φίνος Φιλμ, την αφάνεια της ταινίας και στο εσωτερικό (έκοψε 85.000 εισιτήρια και βρέθηκε στην 55η θέση από τις 99 ταινίες την χρονιά που προβλήθηκε) και ουσιαστικά συνέβαλε στον τερματισμό της κινηματογραφικής καριέρας της Λαμπέτη.
Η προσωπική της ζωή υπήρξε έντονη και πολυτάραχη. Έζησε δυνατούς έρωτες, με τον Θεόδωρο Σγουρδέλη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και φυσικά τον Δημήτρη Χορν. Παντρεύτηκε δύο φορές — με τον συγγραφέα Μάριο Πλωρίτη (1950–1953), και τον Frederic Wakeman (1960–1976).
Η υγεία της δοκιμάστηκε από το 1969, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο και υποβλήθηκε σε ολική μαστεκτομή στις ΗΠΑ. Ο καρκίνος επανεμφανίστηκε το 1980 και η Έλλη Λαμπέτη έφυγε από τη ζωή στις 3 Σεπτεμβρίου 1983, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
Η καλλιτεχνική της αξία αναγνωρίστηκε επανειλημμένα: τιμήθηκε με το βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη (1949–51), ήταν υποψήφια για BAFTA (1960), και έλαβε το Αριστείον Κινηματογραφικής Αξίας το 1961. Από το 1968 έως το 1974 ήταν μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και το 1980 τιμήθηκε από το Φεστιβάλ Ιθάκης για τη συνολική της προσφορά.
Το 1983, ο κινηματογράφος «Γρανάδα» μετονομάστηκε σε Θέατρο «Λαμπέτη», ενώ το 2002, η Ελληνική Εταιρεία Μαστολογίας έδωσε το όνομά της στο Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Γυναικών με Καρκίνο του Μαστού.
Η Έλλη Λαμπέτη υπήρξε κάτι παραπάνω από ηθοποιός. Ήταν μια παρουσία που άφησε ανεξίτηλο σημάδι στον ελληνικό πολιτισμό – μια διαχρονική μορφή, σύμβολο ευαισθησίας, πάθους και θεατρικής αλήθειας.