
γράφει ο Τάσος Γέροντας
Michèle Pedinieli «Μποκανέρα». Μετάφραση Γιάννης Καυκιάς. Εκδόσεις Πόλις 2025.
232 σελίδες σε υψηλής ποιότητας υποκίτρινο χαρτί, μάλλον σαμουά των 100 γραμμαρίων, με πολύ όμορφη εκτύπωση, με υποδειγματική σελιδοποίηση, με εξαιρετικό δέσιμο και πολύ όμορφο εξώφυλλο. Εκδοτικό κόσμημα!
Η Μισέλ Πεντινιελί γεννήθηκε το 1968 στη Νίκαια της Γαλλίας, από γονείς ιταλικής και κορσικανικής καταγωγής. Και αυτά τα στοιχεία τα πέρασε σ’ αυτό το πρώτο της βιβλίο.
Η Τζούλια Μποκανέρα, λοιπόν, πενήντα ετών, όσο και η συγγραφέας όταν έγραφε το βιβλίο, πρώην αστυνομικός, τώρα εργάζεται μόνη της ως ερευνήτρια. Η Τζούλια, Κορσικανή στην καταγωγή, ζει στη Νίκαια και αγαπάει και τη ζωή και τη Νίκαια, όχι τη ζωή στη Νίκαια όπως έχουν καταντήσει και οι δύο.
Ένας Ιταλός μηχανικός βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του. Δεν μοιάζει να λείπει τίποτε από τα ακριβά αντικείμενα που διακοσμούν το πλούσιο σπίτι του. Ο νεαρός εραστής του ζητά από την Τζούλια να βρει τον δολοφόνο, προσφέροντάς της εξ αρχής μια υψηλή αμοιβή. Μόνο που κι αυτός θα δολοφονηθεί τέσσερις ημέρες αργότερα. Ο δολοφόνος θα αφήσει σημάδια στο σώμα του θύματος που θυμίζουν έγκλημα πάθους ή εκδίκησης.
Επικεφαλής των ερευνών της αστυνομίας είναι ο πρώην σύζυγος της Τζούλιας, Κορσικανός κι αυτός, τον οποίο εξακολουθεί να θεωρεί άντρα της ζωής της, παρά τον χωρισμό τους.
Άραγε οι δύο φόνοι έχουν σχέση με τη δουλειά του μηχανικού ή με το ερωτικό παρελθόν του συντρόφου του, ο οποίος δούλευε σε drag show;
Οι έρευνες της αστυνομίας και της Μποκανέρα προχωρούν πολύ αργά και με πενιχρά αποτελέσματα. Η κατάσταση θα περιπλακεί όταν δολοφονηθεί και μια μεσίτρια, παλιά συμμαθήτρια της Μποκανέρα, η οποία συνεργαζόταν με τον Ιταλό μηχανικό.
Ένας Σύρος πρώην αστυνόμος και νυν καταζητούμενος, θα πληρωθεί για να σκοτώσει τη Μποκανέρα. Ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω του; Τι από τα ελάχιστα που έχει εντοπίσει η Μποκανέρα προκάλεσε αυτήν την αντίδραση;
Μια μαυροντυμένη φιγούρα με μηχανή θα πυροβολήσει τον επικεφαλής αστυνόμο και θα τον τραυματίσει σοβαρά. Αυτό σημαίνει πως πλησιάζουν, πως οι άλλοι πανικοβλήθηκαν, πως είναι πια έτοιμοι για το πρώτο λάθος τους. Και θα το κάνουν.
Η λύση είναι απρόσμενη και λυτρωτική. Όμως μέχρι να φτάσουμε εκεί θα έχουμε πια γνωρίσει πολύ καλά την Τζούλια Μποκανέρα.
Η Πεντινιελί έφτιαξε μια ηρωίδα που απέχει πολύ από τα στερεότυπα.
Δεν είναι αστυνομικός, δεν είναι νεαρή και όμορφη, δεν είναι η πανέξυπνη που κάθεται σε ένα γραφείο, διαβάζει τις αναφορές και βρίσκει αμέσως τον δολοφόνο.
Η Μποκανέρα είναι ατρόμητη στη δουλειά της, όμως πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας. Πονά για την αδικία που βιώνουν οι φτωχοί της Νίκαιας, για τις διακρίσεις σε βάρος τους. Οργίζεται για τον ρατσισμό που κυριαρχεί, τόσο απέναντι στους μετανάστες, όσο και στους ομοφυλόφιλους. Η μεγάλη αντίθεση της επίδειξης πλούτου και της καθημερινότητας των φτωχών είναι μια σταθερή πηγή εκνευρισμού της. Πάνω απ’ όλα όμως θλίβεται με την κατάντια της Νίκαιας.
Το βιβλίο είναι ύμνος για τη Νίκαια που χάνεται και θρήνος γι’ αυτήν που την αντικαθιστά. Η Πεντινιελί έβαλε τη Μποκανέρα να μας πάρει από το χέρι και να μας ξεναγήσει στην αγαπημένη της πόλη. Κι εκεί, άλλοτε με θλίψη κι άλλοτε με χιούμορ, θα μας δείξει τις φωτεινές αλλά, κυρίως, τις σκοτεινές πλευρές της. Κι ενώ όταν γράφει για την αστυνομική πλοκή, ο ρυθμός είναι γρήγορος, ο λόγος κοφτός, όταν η Μποκανέρα μιλάει για την πόλη της, τότε ο ρυθμός είναι πολύ πιο αργός, χαλαρός, τυπικός μεσογειακός.
Το βιβλίο έχει πολλές κινηματογραφικές αναφορές, καθώς και εκτενή χρήση των κορσικανικών.
Σπουδαία δουλειά στις υποσέλιδες σημειώσεις του εξαιρετικού μεταφραστή!
Υπέροχο! Διαβάζεται αργά, αφήνει για επίγευση λίγη θλίψη και μεγάλη απόλαυση.
«Μια Εδέμ γεμάτη Αδώνιδες στην πλειονότητά τους, που θά ‘λεγες ότι δεν ξεπερνούν ποτέ τα είκοσι πέντε, ακόμη κι όταν μαντεύεις ότι βρίσκονται πιο κοντά στην ανδρόπαυση παρά στην πρώτη κοινωνία.
«Τα νοσοκομειακά κρεβάτια κρατιούνται για τα άκρως επείγοντα περιστατικά (ρήξη ανευρύσματος, τραύμα από σφαίρα, ονυχοκρύπτωση του γιου του νομάρχη).»
«Οι νοσοκόμες έχουν όμορφα ονόματα και οι γιατροί αξιοσέβαστα επώνυμα.»
«Ένας Κορσικανός με χιούμορ είναι είδος τόσο σπάνιο που πρέπει να τον προσέχουμε σαν τα μάτια μας.»
«Είναι Κορσικανός, και παρά την εξυπνάδα του, το χιούμορ του και την πίστη του στην κοινωνική πρόοδο, αυτός ο ανθρωπάκος είναι αιχμάλωτος θανατηφόρων παραδόσεων κάμποσων αιώνων, απ’ αυτές που εμποδίζουν κάθε νησιώτη να πει «πονάω». Υποφέρουν, υπομένουν, μάχονται, αλλά δεν χάνουν την υπόληψή τους ομολογώντας τι τραβάνε.»


