HomeΘέματαΗ Θεσσαλονίκη του 80 είχε κάτι το...

Η Θεσσαλονίκη του 80 είχε κάτι το μεταφυσικό

γράφει ο Κωνσταντίνος Καρεμφύλλης

Οι πόλεις είναι οι μνήμες που προκαλούν.

Οι πόλεις είναι η διάρκεια που κατορθώνουν να έχουν μέσα στην ψυχή σου. Οι πόλεις είναι μια βιογραφία που δεν θα καταλάβει κανείς, παρά μόνον ίσως αυτοί με τους οποίους τις περπάτησες και τις έζησες. Οι πόλεις είναι μαγικές, όσο θα υπάρχει η μέσα σου μαγεία. Και θα τις κουβαλάς μέχρι το τέλος του κόσμου ή –κόψε κάτι – μέχρι το τέλος της ζωής
σου. Έστω. Έστω.

φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας

Πρόταση πρώτη: η πόλη αυτή είναι ένα μεγάλο χωριό, γεμάτο από καφέ μπαρ, πατριώτες της συμφοράς, άτομα που γκρινιάζουν διαρκώς για την απουσία ευκαιριών, ανθρώπους
που αγωνίζονται να μη φύγουν και κρύο εσωτερικό. Παγωμάρα δηλαδή. Ο Θέμελης, ο Κουγιουμτζής, ο Πεντζίκης, ο Κανελλόπουλος έχουν φύγει από καιρό κι εσύ ψάχνεις τις ξεχασμένες επάλξεις που τους έδωσαν μορφή κι έκαναν την πόλη κέντρο ενός ιδιότυπου βαλκάνιου κοσμοπολιτισμού.

Πρόταση δεύτερη: η θάλασσα και τα βουνά ολόγυρα. Μια ακτογραμμή χιλιομέτρων, που δίνει στην Θεσσαλονίκη την ομορφιά που της στέρησαν ένιοι «σημαντικοί Έλληνες» της
αντιπαροχής και των πολιτικών αγκυλώσεων. «Τέτοια αρετή έχουν τέτοια φώτα δίνουν». Και μια αμφιθεατρική τοποθέτηση, για να χαίρονται τινές Πανοραμικά, όσοι δηλαδή αναζητούν την παιδεία στα Λαμέ και στον ΖαΜέ.

φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας

Πρόταση τρίτη: η πόλη αυτή αγαπιέται, μέσα όμως από διαρκείς αφαιρέσεις.

Κι αρχίζω τώρα να κοιτάω τις φωτογραφίες μιας ζωής, αυτές τις προσωπικές αφαιρέσεις που την έκαναν αγαπημένη και δικαίωσαν λίγο από το χρόνο που πέρασε, τα χρόνια που κύλησαν και έφυγαν σα χειμωνιάτικος πυρετός: τα δειλινά του χειμώνα στην Παλιά Παραλία με τον ήλιο να παίζει άλλοτε τις κορυφές του Ολύμπου και άλλοτε με τους γερανούς στο λιμάνι, τα χίλια χρώματα της Δύσης από ένα παιδί που του χύθηκαν οι νερομπογιές, ένα βράδυ που χιόνισε άσπρο χιόνι, αφράτο και μαλακό και περπατούσαμε ακούγοντάς το να πατιέται κάτω από τις σόλες των μποτινιών, το «φρουτότυπο» και η κρέμα ομορφιάς, η πλατεία Ναυαρίνου και οι ατέλειωτες ώρες στο πεζούλι με τις στατιστικές των ωραίων κοριτσιών που περνούσαν από μπροστά, το καφενείο Ματζέστικ στην παραλία και οι νεκρές φύσεις, τα φρικιά, εκεί μέσα από το πρωί μέχρι το βράδυ, ώσπου το πούλησαν κι έγινε trendy κι αυτός που το πούλησε και αυτός που το αγόρασε, ο πρώτος καφές με βανίλια υποβρύχιο στο καφεζαχαροπλαστείο «Αχίλλειο» -τι πρωτόγνωρες ελευθερίες- άνοιξη στα «τεμπελάδικα», τα αναψυκτήρια της ΧΑΝΘ, κάτι μεσημέρια Απριλίου και τα γυφτάκια με ένα πενηντάρικο να παίζουν το «γκρέμισ’ τα γκρέμισ’ τα /όλα πια» με το ζουρνά μέσα στ’ αυτί ή πάλι εκείνο το βράδυ του Μαρτίου που προσπαθούσαμε να φορέσουμε ένα κατατεθειμένο στεφάνι στο κεφάλι του Μεγαλέξανδρου στην παραλία, οι γραμμές των τραίνων στους Αμπελόκηπους και τα ορφανά χόρτα δίπλα στις ράγες, τα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας στα πρωινά της Κυριακής ή τα απογεύματα του Σαββάτου κι ύστερα ο δρόμος από το λαγκάδι πάνω προς τον Άγιο Παύλο, η οδός Γραβιάς κι ένας τοίχος γραμμένος με σπρέυ «Πανσέληνος τα μάτια σου και κάθε που τα βλέπω σεληνιάζομαι περισσότερο», ο «Μύθος του Σίσυφου» στο καφέ Ελληνικόν Θεμιστοκλή Σοφούλη και Όλγας και μία κουδούνα κρεμασμένη στον τοίχο για αυτούς που φώναζαν στην πρέφα, ποδοσφαιράκια στον Κρόνο, μπάνιο στην Αγία Τριάδα, περιπλανήσεις στο Σέιχ Σου, λεωφορεία που απλώς πηγαίνουν και κατεβαίνεις επιστρέφοντας με τα πόδια, το Ράδιο Ουτοπία και η ουτοπία του ραδιοφώνου, εκπομπές τις νύχτες του καλοκαιριού μέχρι τα χαράματα και έπειτα απορρυπαντικό στο Συντριβάνι και η Μακεδονία: «αμφίβολης ποιότητας χιούμορ είχαν οι νεαροί…», ένα αφιέρωμα στην πανσέληνο του Αυγούστου που εξελίχθηκε τελικά σε πάρτυ πίσω από την Πορτάρα, ο Γεράσιμος Βώκος δαιμονισμένος απ’ τον Πασκάλ να ονειρεύεται μινιατούρες τραίνων στα δικά του τοπία, η Τερέζα Πεντζοπούλου – Βαλαλά να μαγεύεται από το Σέξτο Εμπειρικό, να αλλοπαίρνεται απ’ το Heiddegger και να φορτώνει με τα κομματόσκυλα, τα φθαρμένα βελούδα στο Μικρό Καφέ, το πόρτο, το Drambuie, ο Cave, οι Tindersticks, οι James, ο Saint Germain, το «έφτιαχνα καφέ και του ‘δινα» τα πρωινά στη Ναβαρίνου, η μπουγάτσα με τυρί στο μπουγατσατζίδικο «Αθηνά» στην Ανάληψη, μεσάνυχτα Παρασκευής στο διάλειμμα άγριων διαβασμάτων -«και το ραδιόφωνο σιγά μες στ’ απλό σκοτάδι…»- η μόνιμη απορία για το τι έβλεπε στην τηλεόραση ο Δαραβίγκας του γραφείου τελετών στη Σχολή Τυφλών, οι έρημες γειτονιές στη Φράγκων και τη Βαλαωρίτου τα απογεύματα με την κλειστή αγορά, η έρημη Τσιμισκή τα απογεύματα του Ιουλίου και οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου, το σινέ Ναταλί με τα σάντουιτς από λουκάνικο στα όρια της μεταφυσικής, ο κινηματογράφος Ναβαρίνο που έπαιζε για πάρτη σου στη ζώνη 5-7, οι νύχτες του Ιουνίου με τον παλαβό να τραγουδάει στη διαπασών τα Ζαβαρακατρανέμια…, όλα αυτά συνιστούν αναμφίβολα μια μυθολογία, τη μυθολογία μιας πόλης που δίνει την αύρα της στον καθένα ξεχωριστά και παίρνει τη μορφή της από τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί.

φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας

Γιατί οι πόλεις στερεώνονται μέσα από τις μνήμες και καταστρέφονται μέσα από την έλλειψη προοπτικών. Και η πόλη αυτή έχει αρχίσει σιγά και ανεπαισθήτως να χάνει τα χρώματά της, να μετατρέπεται βαθμηδόν σε ένα τεράστιο καφέ, όπου οι μισοί ετοιμάζουν τον καφέ και οι άλλοι μισοί τον πίνουν, θρηνώντας όλοι μαζί τη
βάσκανο μοίρα τους. Και ακόμα χειρότερα: Άρχισε να μετατρέπεται σε μύθο αθηναϊκό, ως πόλη «ερωτική», μια ερωτικότητα που μόνον οι ανέραστοι και αυτοί που σε χτυπούν με το χέρι στον ώμο επιμένουν να ανακαλύπτουν.

 

 

 

Related stories

Ορόσημα του Ελληνικού Κινηματογράφου από το 1896 έως το 1940

Για τον Ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50, του...

Ο νέος αέρας της Εγνατίας και τα διαμάντια της Βενιζέλου

της Βιολέτας Λεμόνα aka thessalonicious Το πρόγραμμα της ημέρας σε...