Ρομαντικό δράμα, Εποχής, 2011, Ελλάδα, 102 λεπτά
Σκηνοθεσία: Νίκος Κουτελιδάκης
Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Γιάννης Στάνκογλου, Βίκυ Παπαδοπούλου, Αντίνοος Αλμπάνης, Ελένη Κοκκίδου
Μια απρόσμενη συνάντηση του 65χρονου Λάζαρου Λαζάρου μ’ έναν νεαρό ανήμερα της γιορτής των Χριστουγέννων, θα ξυπνήσει στο μυαλό του αναμνήσεις κρυμμένες για χρόνια. Ένα στρατόπεδο στον Έβρο το 1970, μια χριστουγεννιάτικη γιορτή και ένα αισθησιακό ταγκό είναι το σκηνικό που στήνεται γύρω από τις ζωές τεσσάρων ανθρώπων. Ένας εσωστρεφής φαντάρος, ένας σκληροτράχηλος λοχαγός, ο διοικητής και η γοητευτική γυναίκα του είναι οι ήρωες μιας κωμικοτραγικής ιστορίας γεμάτης κρυφές επιθυμίες και ανεκπλήρωτα πάθη.
Το να διασκευάζεις ένα λογοτεχνικό έργο κινηματογραφικά είναι μια δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Παράλληλα είναι ευκαιρία να μετρήσεις τη φαντασία σου πάνω σε μια έτοιμη, διαμορφωμένη ιστορία. Οι επιλογές που έχεις σε αυτή τη περίπτωση είναι δύο: η πρώτη αφορά μια σεμνή διεκπεραίωση περιγραφών και λέξεων του λογοτεχνικού κειμένου. Η δεύτερη έχει να κάνει με το πνεύμα των λέξεων που κρύβουν τις αλήθειες τους (και τις αλήθειες του συγγραφέα) κωδικοποιημένες στη φαντασία του κάθε αναγνώστη.
Έχοντας υπόψη μου τις προηγούμενες ανάλογες προσπάθειες για οπτικοποιημένη μετάφραση των ιστοριών του Γιάννη Ξανθούλη σημειώνω πως στο “Πεθαμένο Λικέρ” το μείγμα δεν πέτυχε. Αντίθετα στην τηλεοπτική προσπάθεια για το “…Ύστερα ήρθαν οι Μέλισσες” από τον Κ. Κουτσομύτη το πείραμα στέφθηκε με επιτυχία. Στο “Τανγκό των Χριστουγέννων” βρισκόμαστε μάλλον στην πρώτη περίπτωση αλλά κλείνουμε προς την θετική πλευρά των πραγμάτων.
Ο Νίκος Κουτελιδάκης επιμελήθηκε με τη σκηνοθεσία του ένα αρκετά καλογυρισμένο και φροντισμένο, σε επίπεδο παραγωγής, αποτέλεσμα. Τα πράγματα ζορίζουν όταν φτάνουμε στο σενάριο και στην απόδοση του επί της οθόνης. Με εμφανή την αδυναμία να διαχειριστεί κινηματογραφικά την σαρκαστική διαστροφή του συγγραφέα ο σεναριογράφος Βαγγέλης Νάσης επιλέγει, όπως είπαμε, τον ασφαλή και στρωτό δρόμο της διεκπαιρέωσης εικόνων και λέξεων.
Είναι απολύτως τίμιο να θες να ακολουθήσεις τον σίγουρο και ασφαλή δρόμο για να πεις την ιστορία σου αλλά ταυτόχρονα αυτή στερείται τους χυμούς και τη ζωντάνια που είχε επινοήσει ο συγγραφέας για να την αφηγηθεί στις σελίδες του. Μπορεί να μιλάμε εν τέλει για Χριστούγεννα του '70 σε ένα στρατόπεδο του Έβρου αλλά το πολιτικό σχόλιο σχεδόν απουσιάζει, όπως και η αγριάδα του φανταρικού στα δύσκολα χρόνια της χούντας. Αυτό γίνεται ακόμα και στην περιγραφή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εποχής. Δεν αρκεί το “Αγωνία με λαχτάρα” του Βοσκόπουλου για να μιλήσεις για το σωτήριο έτος 1970. Και εν τέλει η λανθάνουσα ερωτική (γκεϊ και ετεροφυλοφιλική) διάθεση του κειμένου του Ξανθούλη έχει αντικατασταθεί από έναν απλό, συμπαθητικό ρομαντισμό για το πλατωνικό και ανέφικτο (που τελικά τίποτα δεν είναι ανέφικτο).
Η ταινία κυλάει πάντως σχετικά ευχάριστα. Ο θεατής νιώθει να μοιράζεται κάτι από τα όσα βλέπει μπροστά του. Τα αγόρια θα νοσταλγήσουν με τη στρατιωτική ζωή στην “υπερβόρεια” Ελλάδα (όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο Ξανθούλης), τα κορίτσια θα μελαγχολήσουν και θα συγκινηθούν με τα δρώμενα στο σπίτι του αντισυνταγματάρχη Λόγγου είτε στο θάλαμο του Αξιωματικού Υπηρεσίας Καραμανίδη.
Από τη μια λοιπόν οι φανταρίστικες αγωνίες, από την άλλη η ρομαντική διάθεση και το άγχος εκμάθησης του τανγκό γλυκαίνουν το μάτι του θεατή με νοσταλγική διάθεση για μια νιότη που επιστρέφει νοερά στο επίπεδο της φαντασίας του καθενός. Ο Κουτελιδάκης κλείνει το μάτι στον παλιό εμπορικό κινηματογράφο της εποχής που περιγράφει η ταινία.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών βοηθούν στο χτίσιμο αυτής της ατμόσφαιρας. Ο Γιάννης Μπέζος, μεστός και ώριμος, είναι ο δεσποτικός και σοβαροφανής στρατιωτικός και σύζυγος. Η Βίκυ Παπαδοπούλου η νεαρή γυναίκα του, που απλά ζητάει λίγο συναίσθημα. Η Ελένη Κοκκίδου, η οικονόμος που βρίσκεται παντα παρούσα στα δύσκολα. Η πραγματική απόλαυση της ταινίας βρίσκεται όμως μεταξύ του Αντίνοου Αλμπάνη και του Γιάννη Στάνκογλου, δύο σπουδαίους ηθοποιούς, που με τις ερμηνείες τους κρατανε στις πλάτες τους την ιστορία. Οπωσδήποτε στα συν της ταινίας δεν πρέπει να παραλείψω την καθοριστική παρουσία της μουσικής του Γιάννη Αιόλου, που πραγματικά υποστηρίζει την ταινία.