Από τις ανοιχτές πόρτες των ’80s στα κλειστά κουδούνια του 2025, η έννοια της «γειτονιάς» στη Θεσσαλονίκη μοιάζει να χάνει κάτι από τη μαγεία της. Στις παλιές πολυκατοικίες της Τούμπας ή στους Αμπελόκηπους υπήρχε πάντα μια γιαγιά που έδινε φαγητό, μια μαμά που φώναζε τα πιτσιρίκια να κατέβουν να παίξουν μπάλα στην αλάνα. Σήμερα, ανάμεσα σε airbnb, φοιτητές που αλλάζουν σπίτια κάθε χρόνο και εργαζόμενους που δουλεύουν απομακρυσμένα από το σαλόνι τους, η επαφή με τον διπλανό φθίνει. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το όνομα του delivery boy, αλλά όχι του γείτονα δίπλα μας.
Η πολυκατοικία που άλλαξε ταυτότητα
Η πολυκατοικία σε κάθε πόλη, υπήρξε κάποτε μικρογραφία της κοινωνίας: από τον φοιτητή της Νομικής στο ημιυπόγειο μέχρι τον γιατρό ή τον δημόσιο υπάλληλο στον τέταρτο.
Οι αυλές, οι ταράτσες, τα μπαλκόνια, λειτουργούσαν σαν φυσικά σημεία συνάντησης. Σήμερα όμως, η εικόνα αυτή σπάνια επιβιώνει. Ειδικά στο κέντρο, η άνοδος των βραχυχρόνιων μισθώσεων και η στεγαστική πίεση έχουν μετατρέψει ολόκληρες γειτονιές, από τα Λαδάδικα μέχρι την Άνω Πόλη, σε περάσματα ταξιδιωτών. Οι παλιοί νοικάρηδες φεύγουν, οι ιδιοκτήτες πουλάνε, και το πνεύμα της συνύπαρξης μοιάζει να ξεθωριάζει. Η πολυκατοικία έπαψε να είναι κοινότητα και έγινε «δοχείο» ανθρώπων που απλώς μοιράζονται το ίδιο ασανσέρ.
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη ρευστότητα, σίγουρα υπάρχουν ακόμα μικρές νησίδες καλοσύνης που δείχνουν ότι η «γειτονιά» δεν είναι κάτι που χάνεται οριστικά – απλώς χρειάζεται φροντίδα, χρόνο και τη διάθεση να χαιρετάς όποιον βλέπεις κάθε μέρα. Πηγαίνοντας στη δουλειά και γυρνώντας. Όταν πας στα μικρά μαγαζιά της περιοχής σου.
Ίσως τελικά το ζητούμενο δεν είναι να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά να ξαναβρούμε την ανθρώπινη διάσταση μέσα στο σήμερα. Η Θεσσαλονίκη παραμένει μια πόλη με έντονη αίσθηση του «μαζί» – αρκεί να τη θυμηθούμε. Οι κοινόχρηστοι χώροι, τα μικρά καφενεία, τα πάρκα και οι ταράτσες μπορούν να ξαναγίνουν εστίες κοινωνικότητας, αρκεί να βγούμε λίγο από το κουκούλι μας.


