Ο παλμός του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Πώς οι Άνθρωποι Κοιτούν τα Ζώα και Πώς τα Ζώα Κοιτούν τους Ανθρώπους
Animus Animalis (A Story about People, Animals and Things) / Animus Animalis (Μία Ιστορία για Ανθρώπους, Ζώα και Πράγματα)
Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό / Λιθουανία, 2018
Σκηνοθεσία: Aistė Žegulytė
Σενάριο: Aistė Žegulytė, Titas Laucius
Οπτικά και ηχητικά μινιμαλιστικό, με συμμετρικές συνθέσεις, σουρεαλιστική εικονογραφία και ρευστό θέμα, η
Ζωώδης Ψυχή, όπως θα μεταφραζόταν ο τίτλος από τα λατινικά, προσφέρει μία φιλμική εμπειρία που ξεχωρίζει για τη φόρμα και τη θεματική της. Το κυνήγι άγριων θηραμάτων στα πυκνά δάση της Λιθουανίας, το γδάρσιμο και η ταρίχευση των ζώων εντάσσει στη θανατερή, μουντή, βίαιη ατμόσφαιρα της ταινίας. Το μακάβριο κλίμα εξισορροπείται από το ιδιαίτερο δέσιμο των ανθρώπων με τα ζώα, τη διάθεση επίδειξης σεβασμού προς το θήραμα και τις αναπάντεχες ανάλαφρες χιουμοριστικές νότες. Ανάμεσα στο τραγικό και το εύθυμο –ή σε μία επέκταση του δίπολου: ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή– τοποθετείται η θρησκευτική τελετή, σε μία εκκλησία κατάμεστη από γούνες, οστά και βαλσαμωμένα ζώα, προς τιμή του Αγίου Ουμβέρτου, που φροντίζει τα νεκρά ζώα και τους νεκρούς κυνηγούς, ενώ υπόσχεται μία κερδοφόρα κυνηγετική περίοδο.
Με αναλογία εικόνας 4:3, το κάδρο περιορίζεται σημαντικά και, παράλληλα, ενισχύει την αίσθηση συμμετρίας που αποπνέουν τα άλλοτε στατικά και άλλοτε κινούμενα πλάνα. Τα χρώματα εκτείνονται σε μη κορεσμένη γήινη παλέτα, ενώ κοκκινωπές λεπτομέρειες εντείνουν το οπτικό αποτέλεσμα, που δίνουν τα ηπιότερα αναλογικά χρώματα ή η ομοιομορφία της μονοχρωμίας. Η μακάβρια ομορφιά των συνθέσεων ενισχύεται από τον αργό και σταθερό ρυθμό, ο οποίος απορροφά το κοινό στην παράλληλη πραγματικότητα του φιλμ. Σε μία αντιστροφή των απαλών χρωμάτων, παρουσιάζεται μία εικόνα ελαφιών τη νύχτα με έντονο απόκοσμο μπλε φως και βαθιές μαύρες σκιές. Η σε σημεία σουρεαλιστική εικονογραφία, όπως όταν ένας άνδρας με αμφίεση παλιάτσου ποζάρει ως μοντέλο ζωγραφικής ανάμεσα βαλσαμωμένα ζώα, ενισχύει την αίσθηση του απόκοσμου και ανοίκειου.
Η συμμετρία των συνθέσεων, τα μη κορεσμένα χρώματα, οι απροσδόκητες νότες ευθυμίας, ο κατατονικός ήπιος τρόπος ομιλίας των ανθρώπων, οι σουρεαλιστικές εικόνες και ο αργός σταθερός ρυθμός παραπέμπουν σε αισθητικά στοιχεία που εντοπίζονται στο σινεμά του Σουηδού δημιουργού Roy Andersson. Παράλληλα, η αίσθηση πως κάτω από τις τετριμμένες ή ανοίκειες πράξεις της καθημερινότητας ενυπάρχουν τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά ερωτήματα συνδέει το περιεχόμενο της μυθοπλασίας του με το ιδιόμορφο ντοκιμαντέρ. Η εκτροφή και η φροντίδα των οικόσιτων ελαφιών, το κυνήγι των άγριων ζώων και η ταρίχευσή τους διαμορφώνουν τη ρουτίνα της λιθουανικής επαρχίας. Ο τρόπος ανάδειξης αυτών των δράσεων, μέσω της φωτογραφίας και του μοντάζ, θέτει στο επίκεντρο την πιο τρομακτική, καθηλωτική και απόλυτη βεβαιότητα του θανάτου και της ζωής σε μορφή ερώτησης: τι είναι ζωή και θάνατος, πώς οι δύο τόσο αντιφατικές, αλλά αλληλένδετες έννοιες οριοθετούνται;
Το θέμα δεν εντάσσεται σε αυστηρό και καθορισμένο πλαίσιο, δεν είναι απολύτως σταθερό και μεμονωμένο, αλλά κινείται ανάμεσα σε δύο βασικούς πόλους: αφενός στη σχέση ανθρώπων και ζώων και αφετέρου στη συσχέτιση της ζωής με τον θάνατο. Μέσα από τους τρόπους αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με τα ζώα –το κυνήγι, η ταρίχευση, η έκθεση– εκφράζεται μία υποκειμενική προσέγγιση του θέματος, ένα ερώτημα παρά μία ολοκληρωμένη απάντηση για τη ζωή, τον θάνατο και τη λεπτή ενδιάμεση ισορροπία. Τα βαλσαμωμένα ζώα πίσω από τις γυάλινες προθήκες του μουσείου με την κατάλληλη διακόσμηση προσομοιάζουν σε εξαιρετικά αληθοφανείς πίνακες. Τα νεκρά ζώα μοιάζουν ζωντανά, τίθενται συχνά σε δυναμικές στάσεις και πόζες που εκφράζουν ενέργεια και ζωντάνια. Το μόνο στοιχείο που διακρίνει το νεκρό από το ζωντανό είναι η ακινησία του πρώτου σε αντίθεση με την κίνηση του τελευταίου. Μέσα από την ποιητική του, το φιλμ αναδεικνύει ιδιότητες της προσωπικής εμπειρίας και της μνήμης της δημιουργού, η οποία δήλωσε ότι μεγάλωσε κοντά στα ζώα στο λιθουανικό χωριό που εικονίζεται. Με αυτόν τον τρόπο, προτείνεται μία εναλλακτική μορφή γνώσης, που εστιάζει στις συναισθηματικές και υποκειμενικές της διαστάσεις –στοιχεία που εντοπίζονται στον παραστατικό τρόπο αναπαράστασης (performative mode) του ντοκιμαντέρ, όπως ορίζεται από τον Bill Nichols.
Ανάμεσα στο καθημερινό και το απόκοσμο, το μακάβριο και το χαριτωμένο, το σουρεαλιστικό και το νατουραλιστικό, το
Animus Animalis (A Story about People, Animals and Things) σκιαγραφεί τα όρια του ανθρώπου και του ζώου, του νεκρού και του ζωντανού, του σώματος και της ψυχής. Παρά την παράξενη και συχνά ενοχλητική εικονογραφία του και τον αργό του ρυθμό, το φιλμ αφήνει την αίσθηση ότι τελειώνει νωρίς, καθώς συνιστά ένα συχνά ανατριχιαστικό μα απολαυστικό θέαμα, που δεν μπορεί να διαγραφεί εύκολα από το συνειδητό ή το ασυνείδητο.