Έπαιρνες τις λέξεις με μανία από τις άκρες των μαλλιών
μου.
Δυτικός θερμός. Μα στο δέρμα μου ήσουν πάντα ένας βόρειος.
Γι’ αυτό πάνω στις νότες του περάσματος σου ερχόταν και μ’
έβρισκε η αγνότητα της στεναχώριας που άφηνες πίσω.
Αγνή και απάτητη. Σαν φτιαγμένη μόνο για μένα.
Έτσι, έμενα ακίνητη.
Ήρεμα παλιρροιακή όσο εσύ λυσσομανούσες στις πυρακτωμένες
μου αστάθειες.
Εσύ, ο Δυτικός, ο βόρεια ερχόμενος.
Στα κρυμμένα πλάτη εγώ. Στα ατέρμονα μήκη, πάλι εγώ.
Σ’ αυτά που δεν θα σε φωνάξω ποτέ με τ’ όνομα σου.
Μέχρι να έρθεις να με βρεις από τ’ αληθινά σου μέρη.