Στην τελική ευθεία
το 65ο Φεστιβάλ Βερολίνου, σε μια ζεστή δυο μέρες τώρα πρωτεύουσα, με το μεγάλο
ενδιαφέρον να έμοιαζε – εκτός των προβολών – η συνέντευξη τύπου του Wim Wenders, στα πλαίσια της βράβευσης του για την συνολική προσφορά του στον
κινηματογράφο με την τιμητική Χρυσή Άρκτο. Πολύ συνηθισμένος μπρος στους φακούς-
όχι ότι ό ίδιος ήθελε να τις αποφύγει -, ο γερμανός σκηνοθέτης, απέβαλε από
πάνω του την ιδιότητα του μεγάλου σκηνοθέτη του κλασικού κινηματογράφου, μιας
και συνεχίζει να λέει ιστορίες με κάθε τρόπο – ακόμη και με συχνή συνεργασία
του με νέους δημιουργούς -. Η φετινή – διόλου ευκαταφρόνητη -βράβευση είναι μια
τομή στην καριέρα του, μια τομή που χωρίζει, όπως ανέφερε, το παρελθόν με το
μέλλον – ένα μέλλον που το βλέπει δημιουργικό. Παρόν με μέλλον, όμως για τον Wenders είναι συνδεδεμένα σε μια γραμμή, μια
διαδρομή σε εξέλιξη, “working progress”, όπως ανέφερε
χαρακτηριστικά. Οι δημοσιογράφοι, πέρα από τις επευφημίες για το έργο του, εμμείνανε
σε ερωτήσεις πάνω τεχνικά ζητήματα, ή στα πλαίσια της τελευταίας του ταινίας “Everything will be fine” (Εκτός
διαγωνιστικού) – που αναλυτική κριτική θα έχουμε τις επόμενες μέρες – και στην
χρήση του 3D σε δραματική ταινία. Ο Wenders το υπεραμύνθηκε ως νέο αφηγηματικό εργαλείο που
εμπλουτίζει την γλώσσα του σινεμά, ξεπερνώντας τα ήδη δεδομένα όρια του, που
φέρνει κοντά τους χαρακτήρες στην πραγματική απεικόνιση του ανθρώπινου ματιού,
όσο πιο κοντά στην αλήθεια δηλαδή, ενώ ακόμα η όλη αυτή τεχνολογία, βρίσκεται
υπό εξερεύνηση και ο ίδιος θα συνεχίζει να την διερευνά. Μετά μίλησε και για την
ψηφιακή αποκατάσταση των παλαιότερων
αριστουργημάτων του (προβάλλονται στην διάρκεια του Φεστιβάλ) απεύχοντας οι ταινίες
του να μοιάζουν σαν ταινίες χθεσινές, σαν ιστορικά ντοκουμέντα. Τις θέλει
ζωντανές στο σήμερα – όπως το “Alice in the Cities”, (έκπληξη η
παρουσία της μικρής Αλίκης του, που ο Wenders, παρουσίασε μετά από 4 δεκαετίες στο κοινό), που το ανέφερε ως το βασικό
σταθμό της καριέρας του. Είναι η ταινία, που τον μετέτρεψε, όπως τόνισε, από
μιμητή των κινηματογραφικών του ειδώλων, σε πραγματικό αυθύπαρκτο σκηνοθέτη.
Και έκλεισε χαμογελαστός την συνέντευξη, με το όνειρο του – αν και ο ίδιος
αρνείται την ύπαρξη dream machine όπως στον “Until the end of the world” – να γυρίσει
μια κωμωδία, διότι όπως είπε, γελώντας, η κινηματογραφική ιστορία δείχνει πως για
να γυρίσει κάποιος κωμωδία, πρέπει να είναι σοβαρός.
Το φεστιβάλ, όπως
είπαμε, κορυφώνεται με γοργούς και εντατικούς ρυθμούς, εντούτοις αυτό που
διαφαίνεται ως τώρα, παρά την μεγάλη υπερπροβολή της κινηματογραφικής τούτης
γιορτής και την άρτια – φυσικά, ως γνωστό – διοργάνωσης, το κυρίως ζητούμενο
παραμένει. Και είναι αυτό της ποιοτικής δυναμικής των ταινιών, ειδικά του Διαγωνιστικού
τμήματος, που ο κάθε σκηνοθέτης έχει μπει στην ευθεία για την απόκτηση
των υπερπολίτιμων βραβείων. Φαβορί δεν διαφαίνονται ακόμη, αν και ποιοτικά κάποιες
ταινίες περνούν τον πήχη, όπως το “El Club” του Pablo Larrain. Ωστόσο, τουλάχιστον ως τώρα, λίγα μάζεψε το
κινηματογραφικό καλάθι. Και από προσωπική εντύπωση, και από πλευράς κοινού και από
πλευράς της διεθνούς κριτικής, το φετινό Φεστιβάλ, δείχνει σαστισμένο αισθητικά
που πολλές φορές μοιάζει να έχει ρίξει τα ουσιαστικά αλλά και αισθητικά
(παράδειγμα η ταινία “Eisensteinin Guanajaro” του Peter Greenaway) του στάνταρ. Οι ταινίες, που ως τώρα έχουν
προβληθεί, δεν έχουν δόσεις φρέσκου κινηματογραφικού αέρα εξού και οι χλιαρές
και μουδιασμένες, κριτικές. Κάποιες εξαιρέσεις σίγουρα υπάρχουν, όμως δεν είναι
ικανές να φωτίσουν ένα νέο τοπίο στον χώρο του σινεμά, που περνά μια περίοδο,
δίχως ισχυρούς τρανταγμούς και προβληματισμούς εφαπτόμενο με την σύγχρονη
κατάσταση του κόσμου, αλλά εμμένει σε ένα επιφανειακό πειραματισμό με την
φόρμα. Με πολλές βιογραφίες, πότε καρικατουρικές, πότε μελές και επιφανειακές,
ή με θέματα που δεν αγγίζουν ζητήματα βαθύτερα, το φετινό Φεστιβάλ δεν θα
αποτελέσει κάτι καινοφανές.
Ωστόσο, γεμάτες οι
ιστορικές αίθουσες του κέντρου, όπως τα Berlinale Palast και το Friedrichstadt Palast, σε ταινίες του Διαγωνιστικού τμήματος, sold – out όλες οι προβολές πριν
προλάβεις να σκεφτείς να κάνει κράτηση, χιλιάδες δημοσιογράφοι πάνε και
έρχονται, πληκτρολογούν, στέλνουν ανταποκρίσεις και όλοι, όμως δεν κρατούν αυτό
που προείπαμε.
Περισσότερο, λοιπόν, μοιάζει με μια γιορτή παρά με ένα δυνατό
καλλιτεχνικό γεγονός.
Γι’ αυτό και εμείς
συνεχίζουμε και ενημερώνουμε.