HomeCinemaRevisiting: La La Land (2016) του Damien...

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ

Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία του Damien Chazelle, κάνω βαρύγδουπες δηλώσεις
πως είναι η καλύτερη της φιλμογραφίας του. Το γεγονός πως σε τόσο σύντομο χρονικό
διάστημα ένας τόσο νεαρός σκηνοθέτης έχει παρουσιάσει τρεις ταινίες οι οποίες μπαίνουν σε
λίστες με τις καλύτερες όλων των εποχών είναι ένα φαινόμενο που σε μερικά χρόνια θα
εξετάζεται ακαδημαϊκά. Οι ταινίες του, αν και big scale παραγωγές που μοιράζονται κάποια
κοινά μοτίβα είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Και όλες τους έχουν ιδιαίτερη
σημασία και ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Το Babylon (2022) αφορά την αγαπημένη
μου ιστορική περίοδο και αντλεί έμπνευση από κάποια από τα αγαπημένα μου βιβλία όπως
το Hollywood Babylon και το The Parade’s Gone By. Το Whiplash (2014) θα μου κόβει
κάθε φορά την ανάσα ως ένα descent into madness που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί σαν μια
εναλλακτική εκδοχή της αιώνιας μάχης μεταξύ καλού και κακού. Το La La Land (2016)
όμως, είναι ίσως η ταινία του που μου δημιουργεί τα πιο έντονα συναισθήματα, κάθε φορά
που την βλέπω. Δεν χωράει αμφιβολία πως είναι η πιο σπαρακτική ιστορία που έχει γράψει ο
Chazelle μέχρι σήμερα, ακριβώς επειδή είναι η πιο ρεαλιστική και ειλικρινής.

Διατηρώντας τα δύο αγαπημένα του στοιχεία τα οποία δεν λείπουν ποτέ από τα σενάρια του,
την τζαζ και τον κινηματογράφο, ο Chazelle χτίζει την ιστορία των δύο πρωταγωνιστών του,
δύο νέων ανθρώπων που προσπαθούν να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους. Μπορεί το La
La Land να εκτυλίσσεται στο σύγχρονο Los Angeles, ωστόσο είναι εμποτισμένο με μια
νοσταλγική γοητεία που αντηχεί στους χαρακτήρες του, με τις επιρροές από τα μεγάλα
μιούζικαλ των δεκαετιών του ’40 και ’50 είναι έκδηλες από την πρώτη σκηνή.

Ο Sebastian (Ryan Gosling) είναι ένας πιανίστας της τζάζ, ιδιαίτερα συντηρητικός ως προς
το τι ακούει και παίζει. Η Mia (Emma Stone), μια επίδοξη ηθοποιός και θεατρική
συγγραφέας, μαγεμένη από την γοητεία των στάρ του κλασσικού κινηματογράφου
ονειρεύεται πως μια μέρα θα βρεθεί και η ίδια στο πάνθεον των αστέρων. Όταν δεν τρέχει σε οντισιόν, δουλεύει ως barista στο καφέ της Warner Brothers και εύχεται κάποιος να την
παρατηρήσει και να την επιλέξει. Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται όσο οι δύο κυνηγάνε τα
όνειρα τους, οδηγώντας σε ένα ταραχώδες ειδύλλιο που ξετυλίγεται μέσα από μαγευτικές
σεκάνς τραγουδιών και χορογραφιών σε σύνθεση του Justin Hurwitz, αποκλειστικού
συνεργάτη του Chazelle από το Guy and Madeleine on a Park Bench (2009). Το σάουντρακ
της ταινίας είναι ένας μελωδικός θρίαμβος. Αποτελείται από σύγχρονες αλλά και
νοσταλγικές μουσικές που χαρακτηρίζονται από έντονη αναχρονιστική γοητεία.

Ομοίως με το Whiplash και το Babylon, έτσι και εδώ είναι έκδηλο το πόσο δύσκολη και
ανταγωνιστική είναι η βιομηχανία για την οποία μοχθούν οι πρωταγωνιστές του. Σαφές, από
την αρχή μάλιστα το πόσο πεισματικά προσπαθούν αλλά αποτυγχάνουν, καθώς και το βαρύ
τίμημα που θα πληρώσουν για να βρεθούν εκεί που επιθυμούν. Σε αντίθεση όμως με τον
Andrew, η ιστορία του οποίου ξεκινάει ενώ ήδη βρίσκεται στο Shaffer Conservatory και
κατά συνέπεια τον έλεγχο του Fletcher, και ακόμα πιο μακριά από την Nelly και τον Manny
των οποίων η μοίρα σφραγίζεται στην τύχη ενώ βρίσκονται στο πάρτι στην έπαυλη του
Hearst, η Mia και ο Sebastian ξεκινάνε από το μηδέν. Και μαζί χτίζουν το μέλλον τους, μέχρι
τα όνειρα τους να τους χωρίσουν.

Η πρώτη θέλει να γίνει ηθοποιός αλλά για την ώρα δουλεύει στο καφέ του στούντιο και
σερβίρει καθημερινά ανθρώπους που θέλει να γίνει σαν αυτούς. Πηγαίνει από οντισιόν σε
οντισιόν και βιώνει καθημερινά την απόρριψη. Πολλές φορές δεν της δίνουν καν σημασία
την ώρα που προσπαθεί ή την κόβουν πριν καν ξεκινήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό,
μπαίνει στο ασανσέρ για να φύγει απογοητευμένη, μαζί με κοπέλες με τις οποίες είναι ίδια
εμφανισιακά. Από την άλλη ο Sebastian είναι μουσικός. Θέλει να παίζει μουσική και να
ανοίξει το δικό του τζαζ κλαμπ αλλά για την ώρα παίζει πιάνο σε ένα εστιατόριο όπου δεν
του επιτρέπεται να πάρει καμία καλλιτεχνική πρωτοβουλία και μαλώνει διαρκώς με τον
υπεύθυνό του, τον J.K.Simmons, σε ένα μικρό easter egg από το Chazelle Cinematic
Universe. Ο Sebastian έχει ένα σπίτι γεμάτο δίσκους, μιλάει για την αγάπη του για την τζαζ
με τον ίδιο παθιασμένο τρόπο που μιλάνε η Nelly και ο Manny για την αγάπη τους για τον
κινηματογράφο και είναι ο μόνος άνδρας που θα δεχόμουν να μου κάνει mansplain για
μουσική. Παράλληλα όμως είναι ιδιαίτερα συντηρητικός στα ακούσματα του και πολλές
φορές φαίνεται να στέκεται ο ίδιος εμπόδιο στο μέλλον του.

Γνωρίζονται τυχαία, ερωτεύονται και αρχίζουν να δουλεύουν πάνω στην σχέση τους και τα
όνειρά τους με φόντο τους φοίνικες και την κίνηση του Los Angeles. Μέχρι που χωρίζουν.
Μεγαλώνουν μαζί αλλά στο τέλος οι δρόμοι τους δεν μπορούν να συνεχίσουν παράλληλα.
Είναι και οι δύο υπερβολικά φιλόδοξοι και εργατικοί αλλά οι φιλοδοξίες τους συγκρούονται

όσο η επαγγελματική ολοκλήρωση μπαίνει ανάμεσα τους και δεν υπάρχει τίποτα που
μπορούν να κάνουν για να σώσουν την σχέση τους. Ο Mia θα πάει στο Παρίσι για να γυρίσει
την πρώτη της ταινία και ο Sebastian θα μείνει πίσω στο LA (παρόλο που έχει great jazz in
Paris) για να κυνηγήσει τους δικούς του στόχους, τους οποίους και θα πετύχει. Είναι η πιο
όμορφη αλλά και ωμή απεικόνισης μιας σχέσης που κάνει τον κύκλο της. Και οι δύο
χαρακτήρες έχουν τρομερό authenticity, περισσότερο από κάθε άλλο χαρακτήρα του
Chazelle. Έτσι, η υπερβολή που χαρακτηρίζει την ταινία όσον αφορά τα σκηνικά, την
μουσική και τις χορογραφίες, αντισταθμίζεται από το πόσο καλογραμμένοι, ανθρώπινοι και
αληθινοί είναι οι χαρακτήρες. Σε μια πόλη γεμάτη ψεύτικους ανθρώπους, αυτοί οι δύο έχουν
θέληση και όνειρα και είναι ερωτευμένοι με αυτό που κάνουν, ή μάλλον αυτό που θέλουν να
κάνουν. People love what other people are passionate about!

Θυμάμαι την γενική φρενίτιδα που επικρατούσε όταν είχε βγει το La La Land, πριν ακόμα
κερδίσει έξι όσκαρ ή χάσει το ένα και πιο σημαντικό από μια ταινία που σήμερα, οκτώ
χρόνια μετά δεν θυμάται κανένας. Πολλές φορές μιλάμε για instant classic αλλά η
συγκεκριμένη ταινία είναι από τις λίγες που άξιζε το hype από την αρχή. Πέρα όμως από την
ιστορία αγάπης που αιχμαλωτίζει το κοινό από το πρώτο meet cute, η ταινία έχει αρκετά
ακόμα στοιχεία που θα ήταν άδικο να μην αναφερθούν. Η απουσία CGI δίνει έναν μοναδικό
τόνο που μιμείται τα technicolor musical της δεκαετίας του ’50. Η κατεύθυνση που
ακολούθησαν κατά τα γυρίσματα ήταν το να γυριστούν τα πάντα σε 35mm φιλμ, χωρίς green screen ή ψηφιακά εφέ. Έτσι επιτυγχάνεται μια έντονη, υπερβολικά ρομαντικοποιημένη απεικόνιση του πραγματικού κόσμου σε αντιδιαστολή με τον ρεαλισμό των χαρακτήρων.

Το La La Land μπορεί να έχει ως σημείο αναφοράς πολλά μιούζικαλ, από το An American
in Paris (1951) από το οποίο δανείζεται το τελικό μοντάζ μέχρι την χρωματική παλέτα καιι
το πνευματικό μοτίβο των Umbrellas of Cherbourg (1964) και τις έκδηλες αναφορές στο A
Star is Born (1954). Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι το κλασσικό jukebox μιούζικαλ
όπου το ένα μουσικό νούμερο διαδέχεται το άλλο. Ο σκηνοθέτης είχε ως στόχο να τιμήσει
τόσο την τζαζ όσο και την κλασσική κινηματογράφηση. Τα τραγούδια και οι χορογραφίες
προκύπτουν εντελώς οργανικά, ενώ η κάμερα κινείται όπως οι χαρακτήρες ανταποκρίνονται
στα συναισθήματα τους. Η ταινία είναι δομημένη με έναν τρόπο που τείνει περισσότερο προς narrative film, γεγονός που το κάνει πιο εύπεπτο και ευχάριστο. Το τραγούδι είναι όσο
διακριτικό αλλά και δυναμικό χρειάζεται να είναι και ενώ πολλές φορές οι πρωταγωνιστές
δεν λένε πολλά, αλλά οι στίχοι των Benji Pasek και Justin Paul μαρτυρούν όσα κρύβει ο
εσωτερικός τους κόσμος.

O διευθυντής φωτογραφίας Linus Sandgren έφερε στην μεγάλη οθόνη το καλλιτεχνικό
όραμα του Chazelle χρησιμοποιώντας την κάμερα όχι μόνο ως εργαλείο αλλά και ως
χαρακτήρα. Ομοίως με το Whiplash, η χρήση των χρωμάτων λέει μια ιστορία από μόνη της
καθώς τα χρώματα εκφράζουν όσα δεν μας λένε οι δύο πρωταγωνιστές. O Chazelle
χρησιμοποιεί με μαεστρία το χρώμα για να εικονογραφήσει τα διάφορα themes του La La
Land. Το μωβ, που συνδυάζει κόκκινο και μπλε, συμβολίζει την αγάπη, ενώ το πράσινο, από
το κίτρινο και το μπλε, σημαίνει αβεβαιότητα, όπως φαίνεται σε βασικές σκηνές κατά την
διάρκεια της ταινίας. Ο καθένας ξεκινάει από τον κόσμο του με την δική του χρωματική
παλέτα. Της Mia είναι πιο έντονη και πολύχρωμη καθώς είναι χαμένη μέσα στον κόσμο του
Χόλιγουντ γκλάμουρ, ενώ ο Sebastian έχει ένα πιο σκούρο πορτοκαλί τόνο. Όταν όμως είναι
μαζί οι χρωματικές τους παλέτες συνδυάζονται σε ένα ισορροπημένο mixture.

Το μπλε συμβολίζει την επιτυχία και τη δημιουργικότητα που κυριαρχεί στο Χόλιγουντ, και
περιβάλλει τη Mia και τον Sebastian με μια αίσθηση φιλοδοξίας καθώς ο χώρος τους εμπνέει

διαρκώς για αυτά που θέλουν να πετύχουν. Εμφανίζεται με διάφορες μορφές, από το
κοστούμι που φοράει ο Sebastian στις συναυλίες μέχρι τα ατμοσφαιρικά φωτιστικά στο
Lighthouse Cafe και το φόρεμα της Mia σε ένα κομβικό πάρτι.

To κίτρινο κατά κάποιο τρόπο συμβολίζει την αλλαγή. Κερδίζει εξέχουσα θέση με το
φόρεμα της Mia στο πάρτι στην πισίνα όπου αυτή και ο Sebastian μιλάνε για πρώτη φορά. Ο
Keith, ο οποίος φέρνει μια σημαντική αλλαγή για τον Sebastian προσφέροντάς του μια
σταθερή δουλειά και εισάγοντας τον στην jazz-fusion, συνδέεται στενά με το κίτρινο. Το
μουσταρδί ζιβάγκο του σηματοδοτεί οπτικά αυτή την αλλαγή. Η χρωματική παλέτα της
ταινίας αντιπαραβάλλει το τολμηρό κίτρινο του Keith με τα παραδοσιακά χρώματα του
Sebastian, προμηνύοντας τις διαφορετικές μουσικές τους φιλοσοφίες και τον αγώνα του
δευτέρου να προσαρμοστεί. Το κίτρινο εμφανίζεται ξανά κατά τη διάρκεια της παράστασης
του Sebastian με τους Messengers, μεταμορφώνοντας τη μπλε σκηνή και το πρόσωπο της
Mia σε ζεστό κίτρινο, υποδηλώνοντας μια άλλη κομβική αλλαγή. Εμφανίζεται ξανά όταν ο
Sebastian οδηγεί να φέρει πίσω τη Mia για την κρίσιμη ακρόαση της.

To κόκκινο συμβολίζει την πραγματικότητα, είτε αφυπνίζοντας τους χαρακτήρες στην
αλήθεια τους είτε παρουσιάζοντας τους με μεγαλύτερες δυνατότητες. Η Mia ζηλεύει μια
διάσημη ηθοποιό με κόκκινο φόρεμα στη δουλειά της στο καφέ και ο Sebastian κρατάει ένα

κόκκινο keytar στο πάρτι στην πισίνα, μια δουλειά που δεν θέλει να κάνει αλλά την δέχεται
για να τα βγάλει πέρα. Το χρώμα είναι με διακριτικό τρόπο παρόν σε σημαντικές στιγμές: το
κόκκινο σκαμπό όταν ο Sebastian συμβιβάζεται υπογράφοντας με τον Keith, και οι νέον
μπάρες που πλαισιώνουν τη Mia καθώς ακούει τον Sebastian να παίζει. Το κόκκινο βέβαια
συχνά αλληλοεπιδρά και με άλλα χρώματα. Αναμειγνύεται με το μπλε για να δημιουργήσει
το μωβ, συμβολίζοντας την αγάπη, όπως φαίνεται κατά την διάρκεια του City of Stars αλλά
και του βαλς στο πλανητάριο. Ωστόσο, ο Chazelle σπάνια επιτρέπει στο κόκκινο και το μπλε
να ενωθούν πλήρως, τονίζοντας τα εμπόδια στη σχέση της Mia και του Sebastian. Παρά τη
βαθιά τους σύνδεση, αγωνίζονται να ανακτήσουν την ενότητα του αρχικού τους χορού, μέχρι τον Επίλογο.

Με την ίδια επιδεξιότητα που ο Chazelle χρησιμοποιεί το χρώμα, ανάλογα το αποσύρει
στρατηγικά. Χαρακτήρες απεικονίζονται σε μονόχρωμη παλέτα συμβολίζοντας έτσι κάτι το
ασήμαντο ή μια ξεθωριασμένη υπόσχεση. Αυτός ο εξπρεσιονιστικός χρωματισμός που ήταν
παρών στην μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας σιγά σιγά ξεθωριάζει καθώς η σχέση της Mia
και του Sebastian σταδιακά φθίνει. Το πλήρες φάσμα των χρωμάτων – από την κίνηση της
πόλης του Los Angeles, τους ονειροπόλους αλλά και την ίδια την πόλη – γίνεται σταδιακά
πιο χλωμό και πιο παστέλ.

Ο επίλογος είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή και αξιομνημόνευτη σεκάνς της ταινίας, τόσο
οπτικά όσο και συναισθηματικά. Επιστρέφουμε στις πρώτες στιγμές της σχέσης τους, και για
πρώτη φορά τους βλέπουμε να περιβάλλονται από ένα γεμάτο ουράνιο τόξο. Η ταινία
χρησιμοποιεί την πλήρη παλέτα χρωμάτων για να διερευνήσει αυτό που έλειπε πάντα από τη
σχέση τους, καθώς η Mia και ο Sebastian δεν θα μπορούσαν να ζήσουν τη ζωή τους σε έναν
μόνο χρωματικό συνδυασμό. Χρησιμοποιώντας στρατηγικά αυτά τα χρώματα, ο Chazelle
υποστηρίζει ότι ήταν από την αρχή καταδικασμένοι. Η σχέση τους ήταν πάντα προορισμένη
να παλεύει καθώς χρειαζόταν ισορροπία και θυσίες που οι ίδιοι δεν μπορούσαν να κάνουν,
θυσίες όπως η δημιουργική τους ορμή, η δυνατότητα και θέληση για αλλαγή ή απλά η
υπόσχεση να ζήσουν το όνειρο. Καθώς οι τελευταίες νότες του κομματιού ντύνουν την
δακρύβρεχτη σκηνή, το κλαμπ Seb’s φωτίζεται αμυδρά μόνο από τρία χρώματα: κόκκινο,
κίτρινο και μπλε. Για μια φορά το La La Land δίνει ισορροπία στον Sebastian και τη Mia.

Εκ των υστέρων βέβαια, καθώς καθιστούσε πάντα σαφές ότι η ισορροπία ήταν κάτι που δεν
θα μπορούσαν ποτέ να βρουν μεταξύ τους.

Το εξαιρετικό φινάλε οφείλεται κατά κύριο λόγο στο φανταστικό editing του Tom Cross, ο
οποίος μας δίνει μια πεντάλεπτη σεκάνς με ένα από τα καλύτερα μοντάζ στην ιστορία του
κινηματογράφου. Συνδυάζοντας πραγματικότητα και φαντασία, παρουσιάζει μια ονειρική
ακολουθία του πώς θα μπορούσε να ήταν το ευτυχές τέλος της Mia και του Sebastian. Αυτό
το εναλλακτικό ταξίδι επισκέπτεται ξανά βασικές στιγμές της σχέσης τους, μετατρέποντας
κάθε λάθος της ιστορίας τους σε θρίαμβο. Πέντε λεπτά με όσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει
αν ο Sebastian είχε διαλέξει την Mia και όχι τον εαυτό του. Τι θα είχε γίνει αν δεν την είχε
αγνοήσει το πρώτο βράδυ που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο. Πως θα είχαν εξελιχθεί τα
πράγματα αν είχε αποφασίσει να απορρίψει την πρόταση του Keith και να μην είχε μπει στο
συγκρότημα, μια απόφαση που in the long run κατέστρεψε την σχέση τους. Τι θα γινόταν αν
είχε προλάβει την παράσταση της; Και αν δεν ήταν τόσο εμμονικός με το να μείνει στο LA
θα μπορούσε να την είχε ακολουθήσει στο Παρίσι και να κάνει εκεί μια νέα αρχή. Είναι ένα
νοσταλγικό νεύμα στο κλασικό μουσικό φινάλε του Χόλιγουντ, ενώ παραμένει πιστό στα
βασικά θέματα της ταινίας.

Ωστόσο, θέτει και το ερώτημα αν θα μπορούσαν να ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι χωρίς ο
Sebastian να κυνηγήσει το αρχικό του όνειρο, να ανοίξει ένα τζαζ κλάμπ στο Los Angeles.
Η σεκάνς υπερτονίζει όμως το ότι στην πραγματικότητα οι δύο χαρακτήρες δεν θα
μπορούσαν να τα έχουν όλα στην ζωή από την στιγμή που ερωτεύτηκαν. Αυτό ακριβώς
κάνει το τέλος του La La Land τόσο συναισθηματικά βεβαρυμμένο. Όσα μας δείχνει το
μοντάζ, θα μπορούσαν όντως να γίνουν αν είχαν ληφθεί διαφορετικές αποφάσεις. Αυτό είναι
που το κάνει τόσο σκληρό αλλά και αληθινό. Δεν βλέπουμε πλέον έναν φανταστικό
technicolor κόσμο αλλά το πως θα μπορούσε να είναι η κοινή τους πραγματικότητα καθώς
αυτές οι πιθανότητες δεν ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας, ήταν απλά οι επιλογές που
δεν έκαναν.

Related stories

Η αστυνομική σειρά θρίλερ Reyka βλέπεται απνευστί από τους λάτρεις του crime drama

Πρωταγωνιστές είναι δύο μοναδικοί και αγαπητοί ηθοποιοί, που έχουμε...

Η δική μας μεταπολίτευση είναι η σειρά ντοκιμαντέρ που πρέπει να δεις στο Ertflix

Η ιστορική σειρά ντοκιμαντέρ «Η δική μας μεταπολίτευση», παραγωγής ERTFLIX που επιμελούνται και...

Πού βρισκόταν το εξοχικό κέντρο Λουξεμβούργο

Ποιος θυμάται το Λουξεμβούργο; Τότε που η θάλασσα έγλειφε...

Πέθανε ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, ένας από τους πιο εμβληματικούς φωτογράφους

Ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, γεννημένος το 1942 στο Μιλάνο, ήταν...

Η Άνω Πόλη του Γιώργου Κόφτη

Για να αντιληφθεί κανείς την πόλη της Θεσσαλονίκης θα...