Μετά το προηγούμενο, πρόσφατο άρθρο σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάζει ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος την ποίηση και τους δημιουργούς της, ήρθε η σειρά της τηλεόρασης. Ποιος ήταν ο ρόλος της και η συμβολή της στο να αντιμετωπίζουμε την ποίηση ως κάτι παράξενο και μη κατανοητό και τους ποιητές ως άτομα αλλοπρόσαλλα, αλλαζονικά ή και βαρετά;
Την αρχή έκαναν οι Απαράδεκτοι (Mega, 1991 -1993) στο επεισόδιο με τίτλο
Ποιητική Βραδιά, το οποίο πλέον αντιμετωπίζεται ως κλασικό αριστούργημα από τους φαν.
Στο επεισόδιο αυτό η ποιήτρια Βάνα Καρούλου – Λέκκα – με τρία ονόματα γιατί όπως λέει και ο Γιάννης
όσο πιο καλός είναι ο ποιητής τόσα πιο πολλά ονόματα έχει, παρουσιάζει την καινούρια της ποιητική συλλογή, οι Απαράδεκτοι είναι εκεί αλλά η αίθουσα είναι σχετικά άδεια. Έπρεπε να φέρω τη Ρένια να κάνουμε μπούγιο λέει ο Βλάσης, πριν αρχίσει να νυστάζει και να χασμουριέται όπως κι οι υπόλοιποι και να θέλουν να φύγουν. Αργότερα, βρίσκονται όλοι μαζί στο σπίτι για ποτό και η συζήτηση. Η ποιήτρια απαγγέλει τα ποιήματά της, ο Σπύρος καταγοητεύεται κι εντοπίζει υπόγειες σχέσεις με την καβαφική ποίηση και ο Βλάσης της ζητάει να τους πει την περίληψη από το ποίημα. Επιπλέον, η ποιήτρια όχι μόνο προσέχει πολύ τις δικές της εκφράσεις αλλά με τον λεπτεπίλεπτο της τρόπο και την αισθαντική φωνή ζητάει κι από τους υπόλοιπους να μην μεταχειρίζονται μπροστά της απρεπείς εκφράσεις. Η σκηνή προχωράει, οι Απαραδέκτοι πλακώνονται στα σουβλάκια ενώ η ποιήτρια απαγγέλει αναρωτώμενη βέβαια αν έπειτα από τόσες ώρες τους έχει κουράσει. Ο Σπύρος την καθυσηχάζει κι εκείνη συνεχίζει να διαβάζει ένα ποίημα για τη Σκόπελο. Νησί και ποίημα η Βάνα Καρούλου – Λέκκα.
Έτσι, η Δήμητρα ζηλεύει γιατί ο άντρας της θαυμάζει την ποιήτρια κι αποφασίζει να γράψει εκείνη ένα ποίημα για τις Μυκήνες – καθότι είπαμε, τα νησιά ήταν όλα πιασμένα.
Τι δύσκολο έχει; Θα βάλω εκεί πέρα δύο πέτρες, δύο φύλλα, ένα νησί, θα βάλω μέσα κι ένα ηλιοβασίλεμα που αρέσει, δύσκολο είναι;, αναρωτιέται η Δήμητρα. Στην προσπάθειά της να γράψει φτιάχνει ένα ποίημα – τουρλού από στίχους του Καβάφη, κι έπειτα παίρνει ένα ποίημα δανεικό για να το στείλει σε διαγωνισμό. Μετά την νίκη της η Δημητρα παύει να μαγειρεύει και να ασχολείται με τα οικιακά γιατί κάτι γράφει και με τουπέ ρωτάει σε μένα μίλησες;, δεν με αφορούν εμένα τα λεφτά, εμένα με αφορά η τέχνη μου. Δυστυχώς κάπου εκεί αποκαλύπτεται η απάτη και εμφανίζεται ο πραγματικός δημιουργός, ένας νεαρός με μακριά ξανθά μαλλιά που ο Γιάννης αποκαλεί φρικιό. Έτσι, λήγει άδοξα η ποιητική καριέρα της Δήμητρας που ποτέ δεν θα μοιάσει με την αέρινη, ευαίσθητη και αιθέρια παρουσία της Βάνας Καρούλου – Λέκκα, που δεν είναι σαν κι αυτούς τους απλούς ανθρώπους που πεινάνε και τρώνε σουβλάκια αλλά την τρέφει η τέχνη της.
Επόμενο σίριαλ με ολόκληρο επεισόδιο αφιερωμένο στην ποίηση, αν και λιγότερο διασκεδαστικό κατά την γνώμη μου, είναι το
Της Ελλάδος τα παιδιά (ANT1, 1993 -1994) στο επεισόδιο με τίτλο Ο κύκλος των βλαμμένων ποιητών.
Νιώθω ένα κενό αυτές τις μέρες κι όταν έχω ένα κενό μέσα μου θέλω κάπου να ξεσπάσω, αλλά που να καταλάβεις τον πόνο που κρύβει ο ποιητής, λέει ο σμηνίτης Πλαπούτας κι οι Βλάχος και Ντάλας σπεύδουν να ομολογήσουν πως κι αυτοί μέσα τους κρύβουν έναν ποιητή. Η Μπουμπού που γράφει ποιήματα από μικρή, γράφει Ciao Antenna, ciao antenna, σαν εσένα δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον ΑΝΤ1 και φυσικά η Ντίνα αναφωνεί Μπράβο Μπουμπού! Είσαι τρομερή ποιήτρια. Την ίδια ώρα, ο Πλαπούτας γράφει με πολύ ύφος: Δεν είμαι τίποτα, είμαι τα πάντα. Δεν είμαι κανείς. Είμαι ο εις. Μία κουκκίδα μέσα στο χάρτη, είμαι ένα σκέτο μηδενικό. Κι ο Κάκαλος γράφει μ' ένα πάθος κι έναν οίστρο Μ' αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς / Το βαπόρι απ' την Περσία πιάστηκε στην Κορινθία. Για να μην τα πολυλογώ, όλοι στο επεισόδιο αυτό γράφουν ποιήματα με σκοπό να εκδοθεί μια ποιητική συλλογή από την αεροπορία. Λεπτομέρεια τώρα ότι αντί να διαβάσουν Ρίτσος στο εξώφυλλο του βιβλίου, διαβάζουν Pitsos. Λεπτομέρεια.
Θα κλείσουμε αυτό το σύντομο άρθρο με το επεισόδιο της σειράς
Ντόλτσε Βίτα (Mega, 1995 – 1997) όπου διοργανώνεται μια ποιητική βραδιά στο σπίτι της Χριστίνας Μαρκάτου (Άννα Παναγιωτόπουλου).
Οι καλεσμένοι στο σπίτι χαίρονται όταν μαθαίνουν πως δεν είναι υποχρεωτικό να αγοράσουν την ποιητική συλλογή του, ενώ όταν αρχίζει ο ποιητής την απαγγελία είτε παίρνουν όλα τα λεγόμενα του τοις μετρητοίς, είτε σχολιάζουν την τοποθεσία στα ποιήματα ή ακόμη χειρότερα, τους παίρνει κι εδώ ο ύπνος και δεν χάνουν χρόνο να περάσουν στα σουβλάκια του μπουφέ. Βέβαια, εδώ κι ο ποιητής αρχίζει να νιώθει μια λιγούρα, ενώ προηγουμένως έχει αναφέρει σχετικά με την ποίηση του πως
ο ποιητής δεν είναι έτοιμος ποτέ, έτοιμος είναι μόνο όταν γέρος πια αράξει στο νησί. Κι εδώ υπάρχει κάποιος που γοητεύεται από τον ποιητή κι όχι από την ποίηση του, κι αυτή δεν είναι άλλη απο τη Σάσα που ζηλεύει όταν μαθαίνει ότι η Κική Δημουλά χάρισε μια νύχτα όλο ένταση και πάθος στον ποιητή, φυσικά μέσα από τα ποιήματά της.
Βέβαια κι η Σάσα κάνει την προσπάθειά της. Κρύβει κάτω απ' τα μαξιλάρια συλλογές του Καρυωτάκη δήθεν ότι τις είχε χάσει, βάζει κασέτες με ποιήματα του Παλαμά για να γαληνέψει η ψυχή της και πολλά πολλά άλλα για να κατακτήσει το μυαλό και όχι μόνο, του ποιητή της, που τελικά αν δεν μιλάει για ποίηση και δεν κουράζεται μετά την απαγγελία δύο ποιημάτων – όπως συνέβη στην προηγούμενη σκηνή- , είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Μετά από ένα μικρό ψάξιμο αυτές ήταν οι κυριότερες αναφορές στην ποίηση και τους δημιουργούς της στην ελληνική τηλεόραση. Ασφαλώς υπήρχαν και σειρές ολόκληρες για ποιητές όπως η σειρά της ΕΤ1 Καρυωτάκης ( 2009 – 2010), που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε ότι διαμόρφωσε ή συντήρησε μια εικόνα, καθώς η τηλεθέαση που πέτυχε ήταν μάλλον χαμηλή. Ωστόσο κι εδώ δίνονται ποικίλλα στοιχεία για το προφίλ του ποιητή: δεν μιλάει πολύ, είναι λίγο μοναχικός, οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν αλλά υπάρχουν στιγμές ευφορίας και διασκέδασης, χορεύει και τραγουδάει κι η αναπόληση αυτών των στιγμών ίσως είναι το δυνατότερο χτύπημα στην ψυχολογία του.
Μια που αναφέρθηκε το όνομα Καρυωτάκης, μήπως το να παρουσιάζονται οι ποιητές στα σίριαλ και στις ταινίες ως αλλοπαρμένοι, βαρετοί, υπερβολικά ευαίσθητοι και μη μου άπτου άνθρωποι, που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους, είναι ένας άλλος τρόπος να ειπωθεί ο εκπληκτικός στίχος του Κώστα Καρυωτάκη:
η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε;