Για δεύτερη χρονιά επισκέφτηκε την Θεσσαλονίκη ο Θείος Βάνιας του Άντον Τσέχωφ και της Λίλλυς Μελεμέ (σκηνοθεσία) , αυτήν την φορά μόνο για 5 παραστάσεις στο θέατρο Αριστοτέλειον. Και συνέβη κι αυτήν την φορά το αδιαχώρητο. Πάνω από 650 άτομα στο θέατρο, ασφυκτικά γεμάτο μέχρι και την τελευταία σειρά – δεν είμαι σίγουρη αν υπήρχαν θεατές και στον εξώστη κι αναρωτιέσαι μετά: πού είναι όλος αυτός ο κόσμος τον υπόλοιπο καιρό;
Παρακολουθεί παραστάσεις; Κι αν ναι, τι παραστάσεις παρακολουθεί; Είναι ένα κοινό περιστασιακό, ένα κοινό θαμπωμένο από ονόματα γνωστά, ένα κοινό που χρειάζεται και θέλει την ασφάλεια ενός κλασικού κειμένου σε μια λίγο πολύ κλασική απόδοση από ηθοποιούς που πάνω κάτω ξέρει τι θα περιμένει; Αυτές και πολλές άλλες τέτοιες απορίες μου δημιιουργούνται κάθε φορά που παρακολουθώ παραγωγές φερμένες από την Αθήνα, με μεγάλο αριθμό ηθοποιών (στις μέρες μας 8 άτομα είναι υπερπαραγωγή). Δεν μπορώ να πω ότι με αφήνει ασυγκίνητη το γεγονός ότι ο κόσμος φοράει τα καλά του για να πάει στο θέατρο, να κάνει αυτήν την σπέσιαλ έξοδο – δώρο στον εαυτό του, με συγκινεί αλλά και με προβληματίζει για το μέλλον του θεάτρου και κατά πόσο οι νεωτερικότητες και οι πειραματισμοί ενδιαφέρουν τελικά το κοινό ή είναι ομφαλοσκοπισμός ανάμεσα σε λίγους. Αιώνιο ζήτημα και δεν είμαι το κατάλληλο άτομο να δώσει απαντήσεις.
Ο Θείος Βάνιας, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό έργο του Ρώσου δραματουργού Άντον Τσέχωφ, γραμμένο γύρω στο 1896 – 1897 είναι άλλο ένα έργο του συγγραφέα που σκιαγραφεί τον ψυχισμό διαφορετικών τύπων ανθρώπου, που όμως όλοι στο βάθος νιώθουν μια πλήξη και άλλοτε εμφανή και άλλοτε υποβόσκουσα κατάθλιψη. Υπαρξιακές αγωνίες βασανίζουν τους πάντες, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιούν κιόλας, εκτός ίσως από τον Καθηγητή τον οποίο ο συγγραφέας μάλλον περιπαίζει σ' όλη την διάρκεια του έργου για την – μ' έναν τρόπο – αναισθησία του και τον εγωϊσμό του.
Η σκηνοθεσία όπως προείπαμε είναι της Λίλλυς Μελεμέ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν κάποιοι περίεργοι τονισμοί και κοψίματα – συνέχειες σε φράσεις, απροσδόκητες εκφορές. Ωστόσο, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί σε τέτοιου είδους παραστάσεις πρέπει οι ηθοποιοί να βαδίζουν πάνω κάτω στη σκηνή χωρίς λόγο. Κι αν πρόκειται για ένα τρόπον τινά ρεαλιστικό θέατρο τότε ακόμη περισσότερο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί κάτι τέτοιο. Χαίρομαι που αναδείχθηκαν τα κωμικά στοιχεία του κειμένου μέσα από την υποκριτική.
Από τους ηθοποιούς ξεχώρισε ο Στέλιος Μάινας γιατί έπαιζε μ' ενθουσιασμό, το χαιρόταν, οπότε το χαιρόσουν κι εσύ. Βέβαια όλοι κινήθηκαν σ' ένα αξιοπρεπές επίπεδο γι' αυτό τον τύπο θεάτρου, με ελάχιστες εξαιρέσεις που έρρεπαν προς την υπερβολή. Ο θίασος λοιπόν αποτελούνταν και από τους Γιάννη Βόγλη, Γιάννη Φέρτη, Μαρίνα Ψάλτη, Έρση Μαλικένζου, Μελίνα Βαμβακά, Αλεξία Καλτσίκη, Χάρης Χαραλάμπους. Στα συν και το πάθος για παιχνίδι της Καλτσίκη.
Στα σκηνικά της Αριάδνης Βοζάνη είδαμε μία από τις πλέον ασφαλείς και συνηθισμένες πια λύσεις μιας σκηνικής κατασκευής – τοίχου, με ευκολία μετατροπής και μετακίνησης, μια κατασκευή που προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στο γενικό και το συγκεκριμένο, στο ρεαλιστικό και το αφηρημένο. Όπως και η παράσταση, όπως και τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, που εύκολα θα μπορούσαν να υιοθετηθούν κι από άλλα έργα και παραστάσεις. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου νοσταλγική και υποβάλλοντας σου ένα αίσθημα φθοράς μα ταυτόχρονα και μια αίσθηση ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο, μια ανυπαρξία. Τέλος, τους φωτισμούς επιμελήθηκε η Μελίνα Μάσχα, που έπαιξε κυρίως με κρύους τόνους, εκτός από τις έντονα συναισθηματικές στιγμές και εξάρσεις (πχ.στον τελευταίο μονόλογο της Σόνιας).
Καταλήγοντας, η παράσταση αυτή δεν κουράζει τον θεατή, παρά το γεγονός ότι διαρκεί σχεδόν δύο ώρες. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο κείμενο του Τσέχωφ που σε κάνει να αναρωτιέσαι κάθε πότε γεννιούνται τέτοιοι μεγάλοι συγγραφείς.
Τελικά, Άντον Τσέχωφ, ο κόσμος σε θυμάται και σε μνημονεύει μετά από 100 και βάλε χρόνια.