ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΙΦΟ
Με το πρώτο του κιόλας φιλμ, «Les Quatre Cents Coups – Τα
400 χτυπήματα» (1959), ο Φρανσουά Τριφό αναδεικνύεται μεγάλη μορφή της γαλλικής
νουβέλ βαγκ και δημιουργεί ένα προσωπικό στυλ, αυτό της «εκ βαθέων»
εξομολόγησης, συστήνοντάς μας παράλληλα τοalteragoτου: τον Αντουάν Ντουανέλ με τη μορφή
του Ζαν Πιερ Λεό. Αυτό το προσωπικό στυλ θα το ξαναβρούμε στο «Jules et Jim – Ζιλ
και Ζιμ» (1962), την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου καθόλου ιψενικού αλλά τυπικότατα
γαλλικού, και βέβαια στις υπόλοιπες ταινίες του Αντουάν Ντουανέλ (πάντα ο ίδιος
ηθοποιός, ο Λεό). Ο εύθραυστος, άστατος, συναισθηματικός, χαριτωμένος και
ταλαιπωρημένος Αντουάν Ντουανέλ έφαγε λοιπόν αρχικά τα 400 χτυπήματα της κακιάς
του μοίρας ως μικρό παιδί με το φιλμ του 1959. Το 1962 με το μικρού μήκους «Antoine
and Colette – Αντουάν και Κολέτ» ο μικρός ήρωας ερωτεύεται, βρίσκει το ταίρι
του. Στο «Baisers volés – Κλεμμένα φιλιά» (1968), ο Αντουάν έχει μεγαλώσει, τον
έχουν διώξει απ’ το στρατό και προσπαθεί να ζήσει κανονικά, να ερωτευτεί. Στο «Domicile
conjugal – Συζυγική κατοικία» (1970) ο Αντουάν υποτάσσεται εν τέλει στον μικροαστικό
κομφορμισμό της «ευτυχισμένης οικογενειούλας» ενώ στο «L'Amour en fuite – Η
αγάπη το βάζει στα πόδια» (1979), χωρισμένος πια, ξαναερωτεύεται κι εκεί τον
αποχαιρετάμε. Ίσως αν ζούσε παραπάνω ο Τριφό (πέθανε σε ηλικία 52 ετών το 1984)
να βλέπαμε και την εξέλιξη του Αντουάν Ντουανέλ.
Στις υπόλοιπες 16 ταινίες του, ο Τριφό παίζει απλώς με την
κάμερα, όντας όμως τέλειος
επαγγελματίας, κι αναδεικνύεται έτσι στον απόλυτο εξπέρ
της σκηνοθετικής τεχνικής και στον πιο βαθύ γνώστη της τέχνης του σινεμά. Για να μείνουμε σε κάποιες απ' αυτές:
Στο «Φαρενάιτ
451» (1966), το μόνο φιλμ που γύρισε στα αγγλικά, πέτυχε να υπηρετήσει τόσο
πιστά το βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι ώστε η ταινία δεν είναι καθαρά Τριφό – αυτό
που τον ένοιαζε εν προκειμένω ήταν να καταγγείλει τον ολοκληρωτισμό κι όχι να «κάνει
σινεμά» με τον δικό του τρόπο.
Στο «La sirène du Mississipi – Η σειρήνα του Μισισιπή»
(1969) ο Τριφό, με έντονα μοντερνιστικά στοιχεία στη φόρμα (κυρίως στο
ντεκουπάζ και στη δόμηση των πλάνων) και φτιάχνοντας ένα τέλειο μείγμα στοιχείων
από διάφορα κινηματογραφικά είδη (θρίλερ, γουέστερν, μπουρλέσκ), καταφέρνει να
δώσει αφορμή για σκέψη ξεκινώντας από ένα παμπάλαιο και χιλιογραμμένο θέμα: η
πτώση ενός άνδρα που οδηγείται στην καταστροφή από μια γυναίκα.
Στο «L'Enfant sauvage – Ένα αγρίμι στην πόλη» (1970) ο Τριφό
αφηγείται την εξημέρωση ενός μικρού αγοριού που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο σ’ ένα
δάσος από έναν καθηγητή (τον παίζει ο ίδιος ο Τριφό) και μας λέει ότι η
παιδαγωγική επέμβαση της οργανωμένης κοινωνίας είναι απαραίτητη προκειμένου να
λειτουργήσει στο άτομο το αίσθημα της κοινωνικότητας. Εκτός κοινωνίας, στην
μοναξιά και στην αυτάρκεια, δεν υπάρχει δυνατότητα για προσωπική ευτυχία λέει ο
Τριφό.
Στο «Une belle fille comme moi – Ένα ωραίο κορίτσι σαν κι
εμένα» (1972) ο Τριφό φτιάχνει μια μαύρη κωμωδία με δομή φάρσας (η πορεία μιας
γυναίκας από το χωριό στο αναμορφωτήριο, από κει στη φυλακή κι από τη φυλακή
στη δόξα και τον πλούτο) και κάνει μια επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ.
Στο «L'Histoire d'Adèle H. – Η Ιστορία της Αντέλ Ουγκό»
(1975) ο Τριφό διηγείται την πραγματική ιστορία της κόρης του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα
Βικτώρ Ουγκό, η οποία μετά από έναν απελπισμένο φανταστικό έρωτα (φανταστικό
γιατί ήταν στη φαντασία της) κατέληξε τρελή και έγκλειστη σε άσυλο (πιεσμένη κι
από την αφόρητη παρουσία του πατέρα – κολοσσού). Ο Τριφό χειρίζεται το θέμα με
μουσικότητα και φινέτσα φτιάχνοντας ένα πραγματικά πολύ ωραίο φιλμ.
Στο «L'Argentdepoche- Χαρτζιλίκι»
(1976) ο Τριφό μας δίνει με ντοκιμαντερίστικο στυλ το αγαπημένο του θέμα της παιδικής
και εφηβικής ηλικίας με μια σειρά σκετς. Μια ταινία όλο χάρη και φρεσκάδα, όπου
ο Τριφό διασκεδάζει μαζί με τους πιτσιρικάδες πρωταγωνιστές του.
Στο «L'Homme qui aimait les femmes – Ο άνδρας που αγαπούσε τις
γυναίκες» (1977) έχουμε τις περιπέτειες ενός άσχημου αλλά γοητευτικού Δον Ζουάν
ενώ στο «La Chambre verte – Πράσινο Δωμάτιο» (1978) το θέμα του φιλμ είναι ο
θάνατος ή μάλλον η λατρεία των νεκρών μέσω της μνήμης.
Στις δύο υπέροχες δίδυμες ταινίες του «La Nuit américaine – Αμερικάνική
Νύχτα» (1973) και «Le Dernier métro – Το τελευταίο μετρό» (1980) ο Τριφό πλέκει
το εγκώμιο των ανθρώπων του σινεμά (στην πρώτη) και των ανθρώπων του θεάτρου
(στη δεύτερη).
Το προτελευταίο του φιλμ «La Femme d'à côté – Η γυναίκα της διπλανής
πόρτας» (1981) είναι μια τραγωδία για τον έρωτα, το μόνο αληθινά δημοκρατικό
πράγμα κατά τον Τριφό, ενώ το κύκνειο άσμα του «Vivement dimanche!- Οπωσδήποτε
την Κυριακή» (1983) είναι πάνω απ’ όλα μια εκθαμβωτική επίδειξη της σκηνοθετικής
δεξιοτεχνίας του Τριφό: μένεις με το στόμα ανοιχτό και συνειδητοποιείς ότι ο
Φρανσουά Τριφό ήταν πραγματικά ένας πολύ μεγάλος κινηματογραφιστής. Όχι
σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής.