-Πόσο μεγάλη τη θέλετε;
-Πολύ.
Ο Ήφαιστος τον λοξοκοίταξε.
-Τη θέλω με 5 στρώματα μετάλλου, λαμπρά μεταλλικά στεφάνια, ασημένια λουριά και πολλά στολίδια. Τη θέλω να αντιμετωπίζει εχθρούς και φίλους, βλέμματα και λόγια, χάδια και μπουνιές. Να κρύβομαι πίσω της και να μην φοβάμαι λύκους, δράκους και φαντάσματα, γράμματα, ψέματα, τηλέφωνα, μικρόφωνα, μηνύματα, ειδήσεις. Τη θέλω να γίνεται κι ομπρέλα όταν βρέχει ή όταν πηδάω από τον 5ο. Τη θέλω φύλακα, άγγελο, προστάτη, μπάτσο και μαμά. Τη θέλω να με φιλάει και να με φυλάει από σένα, από μένα, από κείνους, τους άλλους, τους κακούς. Τη θέλω τεράστια, να χωράει καρφιτσωμένη στο βρακί μου, κρεμασμένη στο λαιμό μου, τυλιγμένη στο χέρι μου. Να γέρνω πάνω της και να γερνώ, να’ ναι παγκάκι για όμορφα όνειρα και θέα κι αγκαλιές. Να’ ναι ραβδί, λυχνάρι, τζίνι, μαγικό χαλί, μανδύας που σε κάνει αόρατο, αιώρα, δέντρο, ίσκιος, ρίζα και καρπός. Τίποτε άλλο. Μια απλή κανονική ασπίδα.
Ας πούμε ότι η ασπίδα ετοιμάστηκε. Από την εποχή του Αχιλλέα είχε να βάλει ο Ήφαιστος τόση τέχνη και τόση μαστοριά. Σκαλισμένες πάνω της εικόνες, αινίγματα, χρησμοί. Ποιος τον προστατεύει κι από ποιον. Τι σχήμα έχει το φυλαχτό του; Τι μορφή; Τι άρωμα; Τι γεύση; Τι φιλί; Οι παραστάσεις της ασπίδας αλλάζουν με την ώρα. Γίνονται φεγγάρι, ήλιος, ύπνος, ξύπνημα, φάρμακο, βοτάνι, βόλτα, σώμα, αδιάβροχο, φίλοι, σκύλοι, μοναξιά. Γίνονται τραγούδια της σιωπής, τοπία πόλης κι εξοχής, κραυγές επιθυμίες και ψίθυροι. Γίνονται όλα αυτά που είσαι και που θες μα φοβάσαι να τα λες ακόμη και στον εαυτό σου. Εσύ τι θα ήθελες να’ ναι ζωγραφισμένο πάνω στην ασπίδα σου; Αυτό.
Πίσω της πάντως μαζεύτηκε μεγάλη παρέα. Τρομοκρατημένα συναισθήματα μετανάστες ήρθαν και κούρνιασαν περιμένοντας εντολές και κατευθυντήριες γραμμές. Πώς θα κινηθούμε τώρα, σ’ αυτήν τη νέα χώρα… της ασφάλειας;
Γυμνοί… είπε και ξεντύθηκε την πανοπλία του. Ήταν τόσο αληθινό το θέαμα που δεν άντεξε να το κρύψει. Η ασπίδα έπεσε σαν τενεκές στο πάτωμα. Ίσως τελικά η παρουσία της είναι απαραίτητη μόνο και μόνο για να μπορεί να καταργηθεί.
Ο Ήφαιστος σήκωσε τα χέρια του ψηλά. Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι. Σχεδόν όσο κι οι θεοί.