Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Νίκου Βαβάτση
Ήταν αργά. Ή νωρίς. Πάντως ήταν. Ήταν ένα σπίτι. Σκοτεινό. Είχε τρία κεράκια- γιατί έτσι λέει το φενγκ σούι- μόνο που το ένα είχε σβήσει. Έτσι η θετική ενέργεια έπεσε σε μποτιλιάρισμα. Σε ροχαλητά. Σε άδεια μπουκάλια. Μια τσαλακωμένη μπότα της έβαλε τρικλοποδιά. Ώσπου στο τέλος βρήκε καταφύγιο κάτω από τον καναπέ. Εκεί την υποδέχτηκε μια ταραντούλα- η μόνη ξύπνια- και με νέο ζήλο επιδόθηκε στο πλέξιμο της ονειροπαγίδας της. Τουλάχιστον δεν πήγε χαμένη.
«Σκατά γιορτές φέτος…»
Αυτό το ψιθύρισε ο τοίχος. Συμβαίνει μερικές φορές. Απορροφά τις συζητήσεις και επαναλαμβάνει σε άσχετες ώρες ό,τι του έμεινε. Έμεινε… το προφυλακτικό στο χέρι του Νίκου. Η γεύση μπανάνας στο περιτύλιγμα. Η πρόθεση έρωτα στη γλώσσα του. Η Στέλλα με μια μπότα μα χωρίς κιλότα. Το στόμα της έμεινε ανοιχτό και σαλιοδοτούσε την ομφάλια δεξαμενή του Νίκου. Το μποξεράκι του όμως είχε έλκηθρα. Ήταν κι ένας Γιώργος. Αυτός προτιμά τα σλιπ αλλά είχε επίσης μια Στέλλα στην κοιλιά του- με πιο πολλές καμπύλες, πιο πράσινη, πιο μπύρα. Ανεβοκατέβαινε η κοιλιά, ακολουθούσε κι η μπύρα. Πάντως η τηλεόραση χιόνιζε με λυγμούς.
«Ευτυχεσμένο το νέο έτος…» υπενθύμισε ο τοίχος.
Τα κινητά ξεφόρτιζαν με ρυθμό. Πες έναν αριθμό… Ήταν το καλοριφέρ που φταρνίστηκε. Και τότε η βαλβίδα εκσφενδονίστηκε και πάτησε ένα play. Το στερεο-φονικό αιφνιδιάστηκε. Αγκομάχησε για μερικά δευτερόλεπτα. Προσπάθησε να ξυπνήσει τους άλλους. Μάταια.
–Έιιιι σηκωθείτε… κάποιος χτυπάει καμπάνες στα ηχ…ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ, στα ηχεί…ΝΤΑΝ ΝΤΙΝ, στα ηχεία μου…ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ, είπε.
Το νερό στο καλοριφέρ άρχισε να πεταρίζει χαρούμενο. Μα το σιντριβάνι που πετάχτηκε ήταν μωβ και δεν λέρωσε τη μοκέτα γιατί αυτή έγινε γρασίδι. Ένα ξεχασμένο αρωματικό χώρου ανασήκωσε περίεργο το κεφάλι του και ξέρασε λουλούδια. Οι ανάσες των κοιμισμένων φούσκωσαν μπαλόνια πορτοκαλί και κίτρινα που όταν άγγιξαν το ταβάνι έγιναν πεταλούδες ή έσκασαν κομφετί. Το μωβ παχύρευστο υγρό έγινε ύφασμα σατέν κι από μέσα του- άμπρα κατάμπρα- πραγματοποιήθηκε η μία και μοναχική διαθέσιμη χριστουγεννιάτικη ευχή του χώρου: ήταν μια ταραντούλα- η μόνη ξύπνια. Αναγκαστικά.
Γιατί αν ο Γιώργος δεν είχε πνιγεί στη μπύρα θα έβλεπε τη Μαρία. Η Στέλλα τον Δημήτρη ολόκληρο. Ο Νίκος τη μάνα του. Η πρόθεση την πράξη της. Όσο για κείνο το ταβερνάκι που λέγανε ν' ανοίξουν… ίσως και να 'βλεπε θάλασσα.
Το πνεύμα υποκλίθηκε και βούτηξε πίσω στο καλοριφέρ που ρούφηξε το γρασίδι που κατάπιε τις πεταλούδες που έφαγαν τα λουλούδια που βούλωσαν τις καμπάνες. (Το κομφετί δεν φεύγει ποτέ.) Η βαλβίδα γύρισε στη θέση της. Το στερεο-φονικό ανέπνευσε μια μωβ σιωπή. Και ξημέρωσε.
Όταν ξύπνησαν ήταν κιόλας Χριστούγεννα. Μα οι καμπάνες στο κεφάλι τους δεν ήταν εξ' αιτίας του οινοπνεύματος μα ενός πνεύματος. Κι ο μαρτυριάρης τοίχος πάΝΤΑΝ ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ επαναλαμβάνει ό,τι του έμεινε.