HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική Ταινίας | Zwei Leben

Κριτική Ταινίας | Zwei Leben

Σκηνοθεσία: Georg Maas, Judith
Kaufmann

Ηθοποιοί: Juliane Köhler, Liv Ullmann, Sven Nordin

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου σήμανε ραγδαίες κοινωνικό-πολιτικές
αλλαγές στη Γερμανία, αλλά και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πέρα όμως
από τα ευρείας κλίμακας γεγονότα, το τέλος μιας ταραγμένης περιόδου αποκάλυψε
ίσως και πράγματα που καλύτερα ήταν να μείνουν στην αφάνεια. Έφερε ανθρώπους
αντιμέτωπους με τα καλά κρυμμένα μυστικά τους και φανέρωσε ζωές χτισμένες πάνω
στο ψέμα. Την πολυπλοκότητα μιας τέτοιας προσωπικής τραγωδίας, συνυφασμένη με
ένα τέλος εποχής, επιχειρεί να κατασκευάσει ο σκηνοθέτης Γκέοργκ Μας με ένα
δημιούργημα που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μια κατασκοπική -σε στιλ Τζον λε
Καρέ- ιστορία και ένα υποτονικό οικογενειακό δράμα.

Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω από την Κατρίν, μια γυναικά με
σκοτεινό παρελθόν, η οποία ζει με την μικρή της οικογένεια σε ένα απομακρυσμένο
νορβηγικό χωριό. Το φιλμ μας αποκαλύπτει σχεδόν από την αρχή ότι η ίδια είχε
δραπετεύσει από ένα από τα σπίτια του προγράμματος Lebensborn (στα πλαίσια της δημογραφικής
αύξησης της “καθαρής φυλής”  στη
ναζιστική Γερμανία) και επέστρεψε στη βιολογική της μητέρα. Ταυτόχρονα όμως τη
βλέπουμε να συναντιέται κρυφά στη Γερμανία με περίεργους ανθρώπους κινώντας
τόσο τις δικές μας υποψίες όσο και του άντρα της, κυβερνήτη υποβρυχίου. Όταν
ένας ιδεαλιστής δικηγόρος εμφανιστεί στη ζωή της Κατρίν (αλλά και της κόρης της),
προσπαθώντας να πείσει την ίδια να καταθέσει στο δικαστήριο, σε μια προσπάθεια
να βρεθούν οι ηθικά υπεύθυνοι της ταραγμένης παιδικής της ζωής, τότε η
πρωταγωνίστρια θα βρεθεί μπροστά σε σκοτεινά διλήμματα, που θα την φέρουν αναπόφευκτα
αντιμέτωπη με το παρελθόν, άλλα και τον τρόπο που έχει επιλέξει (ή έχει
αναγκαστεί) να διαχειριστεί τη ζωή της έως τώρα.


Ο σκηνοθέτης κρατώντας απόσταση με τα πλάνα του, αφήνει την κεντρική ηρωίδα
μόνη και αποξενωμένη, απέναντι στις συνέπειες των πράξεών της. Παρόλη την
ιδιαιτερότητα του θέματος το οποίο αναλαμβάνει, δυσκολεύεται έκδηλα να
προσδώσει μια ματιά ικανή να συμπαρασύρει τον θεατή στο δράμα της αναταραχής
των ανθρώπινων σχέσεων και το ξήλωμα της οικογενειακής θαλπωρής και ασφάλειας. Οι
πληροφορίες, τόσο για τη ζωή της Κατρίν όσο και για τα ιστορικά και πολιτικά
γεγονότα της ψυχροπολεμικής Ευρώπης εμφανίζονται από παντού, καθιστώντας
δυσνόητη -έως ένα σημείο- την νοηματική εξέλιξη, η οποία τρέχει να προλάβει την
τραγωδία, ιδίως όταν το φιλμ προσεγγίζει το φινάλε. Η αδέξια αφηγηματική φόρμα
διαφαίνεται και στο γεγονός ότι οι αποκαλύψεις (στις οποίες ο θεατής γίνεται
συμμέτοχος νωρίτερα από την οικογένεια της πρωταγωνίστριας) γίνονται σε λάθος
χρόνο, στερώντας έτσι υλικό από την κορύφωση, που μοιάζει διεκπεραιωτική. Μόνο
ίσως στο τέλος, ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να επενδύσει περισσότερα
στο ψυχολογικό γολγοθά μιας γυναικάς καταδικασμένης όχι μονό να ζει, αλλά και
να στηρίζει αληθινές σχέσης αγάπης και στοργής στο ψέμα. Παρότι δεν είναι
δυνατόν μια τόσο σπαρακτική ιστορία περιστοιχισμένη από πολιτικές σκοπιμότητες,
κοινωνικούς αποκλεισμούς και στρεσογόνες αναλήθειες να μην μπορεί να μεταδώσει
το συναισθηματικό της παλμό στο θεατή, δυστυχώς το φιλμ επιμένει, καθόλη τη
διάρκειά του, να μας αφήνει αμέτοχους και αποστασιοποιημένους.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Τζούλιαν Κόλερ (γνωστή κυρίως για το
ρόλο της στο οσκαρικό “Πουθενά στην Αφρική”), υποδυόμενη μια γυναικά
υποχρεωμένη να ζει με μια μονιμά ανοιχτή πληγή, ένα παιδί του πολέμου που
προσπαθεί να κατασκευάσει μάταια ένα παρόν για να αντέχει το παρελθόν που την
καταδιώκει. Η Γερμανίδα  ηθοποιός
κατορθώνει να αποσπάσει την συμπάθεια με έναν χαρακτήρα που μάλλον δεν του
αξίζει, εξωτερικεύοντας κυρίως με την ψυχρή και αυστηρή της εμφάνιση τα
επακόλουθα μιας ατέλειωτης εσωτερικής σύγκρουσης. Στο ρόλο της μητέρας της, η
μούσα του ανυπέρβλητου Ίνγκμαρ Μπέργκμαν Λιβ Ούλμαν, εμφανίζεται σε έναν
αδιάφορο υποστηρικτικό ρόλο, περιορισμένο αφενός από το ίδιο το σενάριο και
αφετέρου από την αδυναμία συναισθηματικής εμπλοκής.

Χρησιμοποιώντας εύστοχα τις εναλλασσόμενες λήψεις μεταξύ των φλασμπάκ (κάμερα
στο χέρι και κοκκώδη, υπερκορεσμένα πλάνα) και του φιλμικού παρόντος η ταινία
αποδίδει τεχνικά, όχι όμως και ουσιαστικά. Η συναισθηματική της ανεπάρκεια
μπορεί πανεύκολα να γίνει κατανοητή, άπλα συγκρίνοντάς την με δυο πρόσφατες
ταινίες παρόμοιας θεματολογίας, στις οποίες ξεκάθαρα αποπειράται να μοιάσει: To “Οι ζωές των άλλων”,
αλλά κυρίως το “Σφραγισμένα χείλη”. Μπορεί σε γενικές γραμμές “Η διπλή ζωή” να
είναι επιμελής και συγκροτημένη (είναι φέτος η επίσημη πρόταση της Γερμανίας
για την υποψηφιότητα της χωράς στα ξενόγλωσσα όσκαρ), όμως η συνθετότητα της
αφήγησης και η αναποφασιστικότητα της εξέλιξής της υπονομεύουν το εγχείρημα, καθιστώντας
την τελικά ένα σοβαρό και αυστηρό δράμα γύρω από τις συνέπειες μιας δυσοίωνης
εποχής, που όμως δεν κόβει τόσο βαθιά όσο προτίθεται.

***

  H ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στον κινηματογράφο Μακεδονικόν

αναδημοσίευση από το cine.gr

Related stories

Θεσσαλονίκη: Ο Θερμαϊκός έγινε… κόκκινος

Μια διαφορετική εικόνα είχαν από το πρωί στα νερά...

10 + 1 Λόγοι για να απολαύσεις «από κοντά» τον Μίνω Μάτσα στο PRINCIPAL CLUB THEATER

Το Σάββατο 25 Ιανουαρίου ο Μίνως Μάτσας έρχεται στο...

Casio Vintage – Ρολόγια που δεν Φεύγουν Ποτέ Από τη Μόδα

Τα ρολόγια Casio Vintage αποτελούν διαχρονικό σύμβολο του ρετρό...

«Χάθηκε» μέσα στην ομίχλη το κέντρο της πόλης

Ο Θερμαϊκός κόλπος έχει «χαθεί» μέσα στο πέπλο της...

Συνεχίζονται και σήμερα οι εργασίες για την ανακατασκευή δρόμων και πεζοδρομίων – Σε ποιες οδούς

Συνεχίζονται σήμερα στη Θεσσαλονίκη οι εργασίες του έργου «Αστική...