Τι
το θέλει η κυρία Jolie
και παίρνει τα ηνία της κάμερας; Ποιος ο λόγος, πέραν μιας μεγαλομανίας της και
μιας αλαζονείας της, να μείνει στην star system ιστορία ως κάτι πέρα από ένα σέξι
κορμί – μιας και η υποκριτική της στεγνότητα ήταν, ούτως ή άλλως, το μόνο της
πλεονέκτημα(!) -; Ε λοιπόν, η προβεβλημένη τούτη κυρία, ψάχνει το prestige και πίσω από την κάμερα – θέση που
όπως όλοι γνωρίζουμε είναι προορισμένη για καλλιτέχνες και δημιουργούς. Τι
δουλειά έχει αυτή εκεί – πράγμα ανεξήγητο.
Στην
ταινία τώρα. Η Jolie προσπαθεί να δημιουργήσει
μια επική ιστορία πάνω στις ανυπέρβλητες δυνάμεις του ανθρώπου, όταν και τα
εμπόδια είναι ανυπέρβλητα. Παίρνει μια δυνατή αληθινή ιστορία και την αποκόβει από
όλους της τους προβληματισμούς, διαχειρίζεται έναν μεγάλο ηθοποιό (τον Jack O' Connell) και τον κάνει μια περσόνα δίχως
χαρακτήρα, δίχως πάθος, δίχως εκφραστικότητα, παίρνει ένα κλασικό είδος και του
αλλάζει τα φώτα με αποτέλεσμα (ή στόχο) να γίνει κλισέ, κουτσό και απολύτως
βαρετό πνιγμένο μέσα στην αφέλεια.
Η
ταινία αφηγείται την τραγική ιστορία ενός μετανάστη ιταλοαμερικάνου στρατιώτη
(του ολυμπιονίκη Lοuis Zamperini) κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου ενάντια στους φασίστες Ιάπωνες. Η Jolie, όμως, προσπαθεί να χωρέσει στο
φιλμικό της πασάλειμμα, στην κινηματογραφική της φλυαρία, ολόκληρη την ζωή του.
Πως από μικρό παιδί -αλητάκι έγινε αργότερα δρομέας ολυμπιονίκης, πως έδωσε πολεμικές
μάχες στα ουράνια, πως ως ναυαγός έδωσε και άλλες μάχες στην θάλασσα και
έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και βαριάς καταναγκαστικής εργασίας και
βασανισμού, έδωσε άλλους τόσους αγώνες. Τι κατάφερε όμως με όλα αυτά η σκηνοθέτης;
Να κάνει ένα ανισσόροπο 2ωρο+ φιλμ, που βρίθει στην πιο κακοποιημένου τύπου
χολιγουντιανή στερεοτυπία.
Γιατί;
1.
Αφελέστατοι, εκτός κλίματος της εποχής διάλογοι (που παρεμπιπτόντως στο σενάριο
φιγουράρουν και οι αδελφοί Coen
– μεγάλο σφάλμα), περί πάθους και επιτυχίας, περί δόξας, περί θρησκευτικού αισθήματος
βυθισμένο σε πουριτανική θρησκοληψία, περί θάρρους και όλα τα τόσο οικεία που
βλέπουμε σε κάθε αμερικάνικη πολεμική ταινία και δεν μας κάνουν καμιά εντύπωση
πλέον.
2.
Ασυνεπής, άρρυθμη, ανισόμετρη, άσεμνη και φλύαρη αφήγηση όπου προσθέτει στην εξέλιξη
κάτι τεράστια, άχρηστα flashback
με στόχο να δραματοποιήσει το τώρα (το φιλμικό τώρα) σε σχέση με το ανέμελο και
αγωνιστικό παρελθόν του ήρωα, για να προσδώσει βάθος στο ψυχισμό του
πρωταγωνιστή – λες και δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι. Αργή και κενή χρήση του
φιλμικού χρόνου, όπου επαναλαμβάνει εικόνες δίχως να χρειάζονται στην εξέλιξη
του στόρι, των χαρακτήρων ή την εξαγωγή προβληματισμών. Αυτά σε σύγκριση με την
μόνιμη λύτρωση μετά από κάθε εμπόδιο, μοιάζει με εκφυλισμό της αριστοτελικής
αφήγησης.
3.
Κενοί, άκεφοι και άνευροι πρωταγωνιστές, που μοιάζουν απροβάριστοι ή ότι
δουλεύουν από αγγαρεία – που δείχνει να μην εμπιστεύτηκαν διόλου μάλλον το
όραμα (!) της σκηνοθέτη ή καλύτερα χαρακτήρες που δεν έχουν τίποτα ολοκληρωμένο
να πούνε, πέρα από επιδερμικές ατάκες ότι «θα βγούνε νικητές» – που μοιάζουν
αλύγιστοι υπεράνθρωποι δίχως φόβο και πάθος, δίχως απόγνωση και ξεσπάσματα,
δίχως δραματικές πλευρές, δίχως ψυχικές ήττες μπρος στα βασανιστήρια – γιατί
είναι μεγάλοι και τρανοί στρατιώτες.
4.
Καλογυαλισμένη φωτογραφία – τύπου Disney – εντελώς άκαιρη για την εποχή
αίματος, φασισμού και πολέμου, παντελώς ανεδαφική σε σχέση με τα συναισθήματα
των ηρώων (που δεν υπάρχουν στην ταινία ούτος ή άλλως), που προσπαθεί μάλλον να
δείξει την λαμπρότητα του αμερικάνικου θάρρους «in god we trust» ή απλά γιατί η Jolie δεν έχει καμία άποψη πάνω στο κυρίως
εικαστικό μέρος μιας κινηματογραφικής ταινίας που είναι η διεύθυνση
φωτογραφίας.
5.
Γεμάτη κλισέ συμβάντα, αστήριχτα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα πέρα από το φαίνεσθε,
να μην υπάρχει άλλου τύπου ουσία, δίνοντας τους κύρος κινηματογραφικό με
διάφορους σινεματικούς ευκολοσυγκίνητους τρόπους (πχ λίγο δραματική μουσική
εδώ, λίγο slow motion κτλ). Με την
σκηνή της απελευθέρωσης, να είναι μια από τις πιο κλισιάρικες σκηνές όλων των
εποχών με τους φυλακισμένους φαντάρους να πλατσουρίζουν χαρούμενοι στα νερά. Μιλάει
για δυσκολίες και εξευτελισμούς εν περίοδο πολέμου και γίνεται και λίγο «Τα
σαγόνια του Καρχαρία», λίγο «Allis Lost» και λίγο «Forrest Gump» και λίγο από εδώ λίγο από εκεί,
ζορίζοντας το φιλμ να γίνει αριστούργημα, αλλά μένοντας μικρό και ανούσιο.
Αφηγηματική δύναμη δηλαδή, μηδενική.
6.
Σημαντικότερο όλων. Ταινία βασισμένη σε γεγονότα από την παγκόσμια ιστορία, κι
όμως πλήρως ανιστόρητη, πλήρως απολίτικη, άρα γεμάτη υποκρισία – στα πλαίσια
της φιλανθρωπικής υποκρισίας της Jolie – όπου η πάλη των χαρακτήρων είναι
πάλη καλού – κακού (σαν η σκηνοθέτης να μην έχει ή να μην θέλει να έχει ακούσει
την έννοια του φασισμού, ή για τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου υπό το βλέμμα του
Χίτλερ). Δείχνει τον εξευτελισμό και την βία των Ιαπώνων ενάντια στους
κρατούμενους, σαν να είναι προϊόν προσωπικών διαφορών – ανάμεσα στον γεμάτο
σθένος ήρωα μας και τον αλαζόνα, μικρό, κομπλεξικό, και ψυχικά ασθενέστατο
Ιάπωνα δεκανέα που γίνεται λοχαγός, διοικητή του στρατοπέδου συγκέντρωσης -. Τι
αστείο, αν όχι ανόητο ουσιαστικά και κινηματογραφικά.
7.
Συμπέρασμα: Μια φιλμική αναπαραγωγή χιλιοειπωμένων ηθικολογικών, θρησκοληπτικών,
αντιδραστικών νοητικά, διδακτικών αφηγήσεων χειραγώγησης της συνείδησης από
πλευράς Hollywood,
γεμάτη ψευτοανθρωπισμό και υπεροχή (ανεξήγητη στο φιλμ) του Αμερικάνικου
έθνους, φωτισμένου από τον Θεό.