HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική Ταινίας | The Rewrite (Καθηγητής με...

Κριτική Ταινίας | The Rewrite (Καθηγητής με το ζόρι)

Σκηνοθεσία: Marc Lawrence

Ηθοποιοί: Hugh Grant, Marisa Tomei, Allison Janney, J. K. Simmons

Τηρουμένων των αναλογιών, και εκτός ελάχιστων και φωτεινών εξαιρέσεων, οι περισσότερες ρομαντικές κομεντί αντιμετωπίζουν με πανομοιότυπο τρόπο παρόμοια θέματα. Ειδικά όταν προσπαθούν να βασιστούν σε πετυχήμενες (ή τέλος πάντων όχι αποτυχημένες) αλλά ημιτελείς συνταγές, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι αυτο που πρόκειται να δεις επινοείται μέσα από χαρακτηριστικές και τυποποιημένες δομές, που θέλουν τις αμήχανες εισαγωγικές σκηνές της πρώτης πράξης να διαδέχονται άστοχες απόπειρες εμβάθυνσης στον κεντρικό χαρακτήρα, ρηχές και εντελώς προβλεπόμενες ανατροπές και συνήθως γλυκερά και εξυπηρετικά φινάλε που εξυμνούν απλές και καθημερινές αξίες, χωρίς καμία διάθεση για ουσιαστικό προβληματισμό, ή έστω για μικρές ματαιώσεις αυτών που έχουν υποσχεθεί κυρίως στους φαν του είδους. Τις περισσότερες φορές η ίδια η ταινία καταλήγει να μένει στη μνήμη όχι τόσο για την πλοκή είτε για την εικονογράφησή της, όσο για την αντιφατική αίσθηση ότι το κεντρικό της νόημα θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιηθεί ως νουθεσία για την αποφυγή των λαθών στα οποία υποπίπτει. Ίσως δηλαδή το The Rewrite να είναι όντως ένα φιλμ που θα έπρεπε να ξαναγραφτεί. Να αναθεωρηθεί από την αρχή έως το τέλος του.

Τον κλασικό πλέον ρόλο του ψαριού έξω από τα νερά του αναλαμβάνει να ενσαρκώσει ο πλέον κατάλληλος -αν και εξαντλητικά επαναλαμβανόμενος- Χιού Γκράντ, υποδυόμενος αυτή τη φορά έναν ξεπεσμένο σεναριογράφο, ο οποίος μετά τη μία και μοναδική επιτυχία που του χάρισε καταξίωση, φήμη και χρήματα, έχει πέσει σε πλήρη πνευματική και επαγγελματική δυσμένεια. Ύστερα από συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες επανεκκίνησης της καριέρας του στο Χόλιγουντ, αποφασίζει να μετακομίσει στην μικρή επαρχιακή πολύ του Μπιχάμπτον της Νέας Υόρκης με σκοπό να διδάξει δημιουργική γραφή στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Μέσα από υπερβολικά λογοπαίγνια, τυποποιημένους διαλόγους και ίσως ελάχιστες στιγμές πετυχήμενου καυστικού χιούμορ που όμως εξατμίζονται εύκολα, ο Άγγλος σταρ υποδύεται με τον γνωστό, χαριτωμένα αδέξιο τρόπο του (που όμως χρησιμοποιείται διαρκώς από τον ίδιο) έναν σαστισμένο, πρώην επιτυχημένο άνδρα που προσπαθεί απελπισμένα να κρατηθεί από τη νιότη που χάνεται. Στο πλευρό του, για τέταρτη φορά βρίσκεται ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μαρκ Λώρενς, ο οποίος μετά το αφόρητο Τα μάθατε για τους Μόργκαν, προσπαθεί να εξιλεωθεί με ένα ρομάντζο μέσης ηλικίας γύρω από αναμασημένα διδάγματα περί πίστης στον εαυτό σου και υγειών αξιών που εξυψώνουν την απλότητα της επαρχίας.

Ο σκηνοθέτης μοιάζει απλά να ενώνει τις τελείες ενός τετριμμένου σεναρίου γεμάτο στανταρισμένα ψυχολογικά στιγμιότυπα και ετοιμόλογες, πλήρως προσποιητές ατάκες που αγγίζουν τα όρια τηλεοπτικής σειράς. Τα ανατρεπτικά στοιχεία είναι ελάχιστα, έως μηδαμινά και οι σκηνές χάνουν σταδιακά το χιούμορ τους, το οποίο και αντικαθίσταται από μια σοβαροφανή και κατάφωρα ζαχαρωμένη ρομαντική διάθεση. Καθώς η προσήλωση στο φιλμ χαλαρώνει, όλα μοιάζουν πολύ βολικά και προφανή (ο ρόλος της Μαρίζα Τομέι ως της μοναδικής συνομήλικης του Γκραντ μαθήτριας της τάξης του, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) με την ταινία να κάνει σταθερά άλλα ανιαρά και πλήρως προβλέψιμα βήματα επιμένοντας πεισματικά στο ηθικοπλαστικό happy end. Είναι κρίμα πάντως, γιατί αν επιχειρούσε να σκάψει λίγο βαθύτερα θα μπορούσε να προσεγγίσει με ειλικρίνεια το κοινό της, ιδίως μέσω των νοσταλγικών βλεμμάτων του Άγγλου ηθοποιού, που όταν του επιτρέπεται από το σενάριο, αποτυπώνει την προσπάθεια ενός ασταθούς χαρακτήρα, στα όρια του αλκοολισμού και της ψυχικής ματαίωσης, να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι δεν είναι πια τόσο νέος και δημιουργικός όσο θα ήθελε, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα την ωριμότητά του. Όπως στην ίσως πιο ουσιαστική σκηνή της ταινίας, εκεί που μην έχοντας από που να πιαστεί φτάνει στο σημείο να βλέπει την μια και μοναδική βράβευση του (η οποία είναι και η πραγματική βράβευση του Χιού Γκραντ με Χρυσή σφαίρα για το 'Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία') με τον Λώρενς έξυπνα να κανιβαλίζει τον ευχαριστήριο λόγο του ηθοποιού.

Παρότι η επιλογή του υποστηρικτικού καστ είναι αρκετά εύστοχη (από τον πάντοτε ευπρόσδεκτο Τζ. Κ. Σίμονς και την ίδια την Τομέι, έως την μικρή εμφάνιση της Άλισον Τζάνεϊ) οι ηθοποιοί αναλώνονται βιαστικά από την εξέλιξη της πλοκής, καταντώντας να ερμηνεύουν αρχέτυπους χαρακτήρες που κάνεις θα περίμενε να δει σε ταινίες του είδους. Πολύ γρήγορα λοιπόν καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι αυτή η ξαναζεσταμένη ρομαντική κομεντί, πάρα το γεγονός ότι δεν ισχυρίζεται ποτέ ότι πρόκειται για κάποια εν τω βάθη σπουδή στις σύγχρονες σχέσεις, δεν κατορθώνει να πετύχει αυτο που επιδιώκει, κορυφώνοντας παράλληλα την υπεραισιοδοξία της και μετατρέποντας τον διάλογο του πρωταγωνιστικού ζευγαριού γύρω από τα κλισέ σε ασυνείδητη αυτοκριτική της.

Η ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη, στον κινηματογράφο Ελληνίς

Related stories

Νέες αυξήσεις στις τιμές του καφέ στις καφετέριες και take away της πόλης

Ετοιμαστείτε να πίνετε τον καφέ σας... με χρυσό κουταλάκι!...

Queer | Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ θα ήταν περήφανος. Αλλά μάλλον δεν θα τον ένοιαζε

Από το Γιώργο Καρακασίδη Βιβλία, κυάλια με χάρτινες εικόνες, όπλα...

Αυτή είναι η ημερομηνία του Καρναβαλιού Θεσσαλονίκης 2025

Ηρθε η ώρα και δεν το καταλάβαμε - μέχρι...

Σε αυτά τα μέρη στη Θεσσαλονίκη η διασκέδαση θυμίζει τις παλιές καλές εποχές

Σου προτείνουμε επιλογές που εγγυημένα θα σε κάνουν να...