Σκηνοθεσία: Francis Lawrence
Ηθοποιοί: Jennifer Lawrence, Josh Hutcherson, Liam Hemsworth, Julianne Moore,
Philip Seymour Hoffman
Κάθε εξέγερση χρειάζεται
μαζικότητα, θάρρος και τόλμη. Προπάντων όμως έχει ανάγκη από ένα σύμβολο
εξιδανικευμένο, προερχόμενο από την ίδια στόφα με τους επαναστάτες, αλλά και
απομονωμένο ταυτόχρονα, στη μοναξιά του αψεγάδιαστου. Συνήθως αυτού του είδους
τα σύμβολα, είναι δεμένα με την ίδια ιδέα την οποία υπηρετούν. Οι άνθρωποι που
κρύβονται πίσω από τα εμβλήματα και τους ήρωες, ίσως είναι κάτι τελείως
διαφορετικό. Ίσως το βάρος της ελπίδας, της ηθικής και συναισθηματικής
απαίτησης των άλλων, να εντυπώνεται τόσο βαθιά που δεν αφήνει χώρο να
αναπνεύσεις, να αντιδράσεις, να αγαπήσεις. Να πετάξεις τον ιδεαλιστικό μανδύα
που σε τυλίγει και να νιώσεις άνθρωπος ξανά, γεμάτος αδυναμίες, ανασφάλειες και
προπαντός φόβο. Μια τέτοιου είδους αναζήτηση του τραγικού ήρωα, στα σκοτεινά
υπόγεια της περιοχής 13 επιχειρεί (λίγο άκομψα είναι η αλήθεια) ο Φράνσις
Λώρενς στο προτελευταίο κομμάτι του σκεπτόμενου εφηβικού sci-fi φραντσάιζ, των Αγώνων Πείνας.
Η υπόθεση εξελίσσεται από εκεί απ’ όπου αφήσαμε την πρωταγωνίστρια της
σειράς Κάτνις Έβερντυν, δις νικήτρια των εν λόγω αγώνων (ενός βάρβαρου παιχνιδιού
στο οποίο έφηβοι επιλεγμένοι από τις 12 κατεχόμενες περιοχές της Πάνεμ, μιας
ενιαίας χώρας που διοικείται από την πρωτεύουσα Κάπιτολ, μάχονται μέχρι θανάτου
αποτίοντας φόρο τιμής σε μια εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα από τον στρατό
κατοχής) η οποία τώρα κρύβεται μαζί με τους άλλους επαναστάτες στην από καιρό
κατεστραμμένη περιοχή 13, προσπαθώντας να αντέξει τις αθεράπευτες πληγές που
έχουν ανοίξει βαθιά μέσα της και δεν μπορούν να κλείσουν. Όντας ένα
συναισθηματικό ράκος, προσπαθεί να μείνει μακριά από τα αδιάκριτα και
απαιτητικά βλέμματα της ηγεσίας των εξεγερμένων και ειδικότερα της Πρωθυπουργού
Άλμα Κόιν (Τζούλιαν Μουρ, αποδίδει σχεδόν απολυτά ως παγωμένη αρχηγός της
επανάστασης, ανατριχιαστικά όμοια με τον ορκισμένο αντίπαλό της), η οποία όμως
έχει σχέδια για αυτήν. Έχοντας τη βοήθεια του πρώην οργανωτή των αγώνων
Πλουτάρχου Χέβενσμπι (δόλιος και αποτελεσματικός ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν στο
κινηματογραφικό του αντίο) προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την Κάτνις ως εργαλείο
προπαγάνδας με σκοπό να ξεσηκώσουν τα πλήθη των καταπιεσμένων περιοχών σε μια
γενικευμένη εξέγερση ενάντιας στην Κάπιτολ. Αφού αποτυχαίνουν να γυρίσουν
αυτοσχέδια διαφημιστικά σποτάκια (η ίδια νιώθοντας απέχθεια για το νέο της ρόλο
και βλέποντας ότι χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα ώστε η τραγωδία να γίνει
εμπορεύσιμο και εκμεταλλεύσιμο είδος, συμπεριφέρεται ως κακή ηθοποιός σχολικής
παράστασης) αποφασίζουν ότι το νέο σύμβολο της εξέγερσης θα αποδώσει καλύτερα
στο πεδίο της μάχης. Έτσι ξεκινούν μικρές περιηγήσεις στις περιοχές έτσι ώστε
να εμφυσήσουν ελπίδα, αλλά και να στρατολογήσουν νέους υπερασπιστές του
ξεσηκωμού. Τα αντίποινα δεν θα αργήσουν να έρθουν μέσω κυρίως του τυραννικού
πρόεδρου Σνόου (Ντόναλντ Σάδερλαντ, πιο σατανικός από ποτέ, με μια εξαιρετική
μπαρόκ αίσθηση σκληρότητας), που έχει βάλει σκοπό να γονατίσει πρώτα την Κάτνις
και ύστερα να πνίξει την εξέγερση.
Ο Φράνσις Λώρενς (σκηνοθέτης και της δεύτερης ταινίας στης σειράς) προσαρμόζοντας
το μισό κομμάτι του καταληκτικού μυθιστορήματος της Σούζαν Κόλινς -η οποία
συνυπογράφει και το σενάριο- δείχνει να επηρεάζεται τόσο αυτός όσο και το
εγχείρημα του, από την ξεκάθαρα κερδοσκοπική απαίτηση του κοψίματος του φιλμ σε
δυο μέρη. Η δεύτερη δημιουργία της τριλογίας (που τελικά μετατρέπεται σε
τετραλογία), το εξαιρετικό “Catching Fire”,
δεν υποφέρει καθόλου από τα σύνδρομα και τα κατάλοιπα μιας μεσαίας ταινίας, γιατί
απλούστατα τα μεταφέρει στην επόμενη η οποία μοιάζει πιο μεταβατική από ποτέ, υπηρετώντας
πιστά την αίσθηση ενός φινάλε τόσο κοντινού και ταυτόχρονα ακόμη πολύ μακρινού.
Ο σκηνοθέτης, προσπαθώντας να τα φέρει βόλτα με μια πενιχρής εξέλιξης και
βαρύτητας ιστορία, αφήνει πίσω του την αποθέωση της βίας, θεμελιώδες στοιχείο
των αγώνων που εδώ είναι αισθητά απόντες, και επικεντρώνεται έμμεσα στο ζήτημα
της αποχαύνωσης των μίντια, άλλα και της ποδηγέτησης των μαζών ακόμη και σε
καιρούς επανάστασης. Η ηρωίδα μετατρέπεται από σύμβολο νίκης σε σύμβολο
αντίστασης. Όλα επάνω της είναι προσεκτικά κατασκευασμένα ώστε να ξυπνούν το
αγωνιστικό πνεύμα των καταπιεσμένων κατοίκων. Πολλές φορές μοιάζει με έναν
ιδιότυπο Ελ Σίντ, που περιφέρεται για να τονώσει ηθικό και συνειδήσεις. Δυστυχώς
όμως, ό,τι περνιέται ως παραβολή εδώ, είναι άπλα μια επικαλυπτόμενη πλοκή που
αδυνατεί να αποτινάξει από την ταινία την διαδικαστική της φύση. Παρόλα αυτά, όταν
το φιλμ απειλεί να υποκύψει στην κοινοτοπία, έρχεται η ελκυστική προσωπικότητα
της Κάτνις να δώσει ελπίδες για το επόμενο, μεγάλο φινάλε.
Οι ατελείωτες κοντινές λείψεις στο πονεμένο πρόσωπο της Τζένιφερ Λώρενς -της
μιας και μοναδικής πρωταγωνίστριας της saga- συνεχίζονται και εδώ με αμείωτους
ρυθμούς, επιχειρώντας εύστοχα να αποδώσουν την θλίψη, αλλά και το φόβο μιας
νεαρής κοπέλας που βρίσκεται σε έναν ρόλο που ίσως ποτέ δε θα μπορούσε να
σκεφτεί ότι θα υπηρετούσε. Το “φλεγόμενο κορίτσι” δεν υπάρχει πια, έχει
μετατραπεί σε ένα άυλο σύμβολο που πρέπει να ορθωθεί εναντίον της τυραννίας. Είναι
επιτακτική απαίτηση του λαού. Όπως πρωτύτερα ήταν απαίτηση της Κάπιτολ να
επιβιώσει στους αγώνες. Η Λόρενς ερμηνεύει λιγότερο δυναμικά και ανυπάκουα, άλλα
με περισσότερη εσωτερικότητα και πόνο, εισάγοντας μια σχεδόν σεξπηρική απόγνωση ιδιαίτερα στην αναζήτηση της χαμένης
της αγάπης (ο Πίτα, συμπαίκτης της στους αγώνες, είναι αιχμάλωτος της Κάπιτολ).
Πάρα το υποτυπώδες σενάριο και την έλλειψη της νοηματικής ή καλύτερα της
αφηγηματικής πρώτης ύλης -της επίσημης ετήσιας αιματοχυσίας και ταυτόχρονα το
πλαίσιο γύρω από το οποίο έχει ανθίσει ως ηρωίδα- η δύναμη της προσωπικότητάς
της χρησιμοποιείται ως τονωτική ένεση στην σχεδόν ανούσια εξέλιξη της υπόθεσης,
κατορθώνοντας να συγκινήσει ιδιαίτερα τη στιγμή της μεταμόρφωσής της στο
σύμβολο που όλοι θέλουν, μετατρέποντας την επίσκεψή της στο αυτοσχέδιο
νοσοκομείο (εκεί που σχεδόν ως βιβλική φιγούρα, λάμπει μπροστά στην κατάρρευση,
την ασχήμια και τη δυστυχία) σε ονειρώδη διαφήμιση, προς μεγάλη χαρά των
ανωτέρων της.
Συνοψίζοντας, το φιλμ μοιάζει πνιγμένο και ξεχειλωμένο μέσα στον
διεκπεραιωτικό χαρακτήρα του, αδυνατώντας σε μεγάλο βαθμό (όχι απόλυτα πάντως) να
βγάλει τα νοηματικά συμπεράσματα που φαίνεται να επιθυμεί. Εικονογραφικά είναι
εμφανής η έλλειψη της κραυγαλέας και κακόγουστης παστέλ λάμψης της Κάπιτολ, ενώ
πολλές φορές η ζωή στα εξεγερμένα υπόγεια της Πάνεμ μοιάζει με αγγαρεία, δίνοντας
την αίσθηση ότι το τίμημα της ανεξαρτησίας είναι τόσο βαρύ που μερικοί προτιμούν
να ζουν στην υποδούλωση. Οι συμβολισμοί αναπαράγονται θολά και αδύναμα, το
σύνηθες ερωτικό τρίγωνο φαντάζει σκηνοθετημένο, ενώ ο αμυδρός πολίτικος
στοχασμός προσαρμόζεται στην ηλικιακή καταλληλότητα (όπως για παράδειγμα και η
παντελής έλλειψη αίματος). Ωστόσο, αυτό το πρώτο μέρος της “Κοτσυφόκισσας” με
κάποιον περίεργο τρόπο καταφέρνει να αποδώσει, πετυχαίνοντας αν και περαιωτικά
τον στόχο του που δεν είναι άλλος από έναν ευχάριστο πρόλογο που οδηγεί
αναπόσπαστα στην επική τελευταία σύγκρουση.
Η ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη, στους κινηματογράφους: Odeon πλατεία,
Ster Cinemas Μακεδονία,
Village Cinemas Λιμάνι
και Village Mediterranean Cosmos