Σκηνοθεσία: Jaime Rosales
Ηθοποιοί:
Ingrid García Jonsson, Carlos Rodríguez, Inma Nieto
Την σιωπηλή αγωνία των νέων στην Ισπανία (και όχι μόνο) αποπειράται να αποτυπώσει μέσα από το πέμπτο του εγχείρημα ο σκηνοθέτης Χάιμε Ροζάλες, ένα βαθυστόχαστο αλλά αρκετά δυσλειτουργικό δράμα εσωτερικών χώρων. Επίκεντρο του φιλμ είναι η ερωτική σχέση ενός νεαρού ζευγαριού, της Νατάλια και του Κάρλος, οι οποίοι έχουν οδηγηθεί, λίγο από δική τους επιλογή, λίγο από την τραγική οικονομική κατάσταση, στην αδράνεια και την απελπισία. Η ανακάλυψη μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης (αποτελεί και την εισαγωγική σκηνή της ταινίας) θα κλιμακώσει τα προβλήματα σε επίπεδο κρίσης και θα φέρει νέα αδιέξοδα στην ήδη ισοπεδωμένη τους ζωή.
Μέσω χαλαρής αφηγηματικής δομής ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τον εφιάλτη της ανεργίας που μαστίζει ιδιαίτερα τους νέους και τους μετατρέπει σε μια χαμένη γένια με ανύπαρκτους στόχους και λύσεις. Κάνοντας αιχμηρά, μικρά σχόλια για την τεράστια οικονομική ανισότητα της χώρας του, ο Ροζάλες σκηνοθετεί επεισοδιακά, ισορροπώντας ανάμεσα στην προσωπική ευθύνη του καθενός και την ζοφερή, αχρηστευμένη από την οικονομική κατάρρευση πραγματικότητα, που αναγκάζει τελικά δυο ελκυστικούς νέους να ζουν μια όχι και τόσο όμορφη και ελκυστική ζωή. Η κάμερα αδιάκριτη (διαρκώς τρεμάμενη και αυστηρά στον ώμο) μπαίνει μέσα στα μίζερα δωμάτια και παρατηρεί, διατηρώντας όμως πάντοτε μια απόσταση από τους χαρακτήρες, κάδραροντάς τους από μακριά, ενσωματώνοντάς τους με το άχρωμο και μίζερο εικονογραφικό υπόβαθρο των άθλιων διαμερισμάτων, των τσιμεντένιων πάρκων και των άοσμων εμπορικών κέντρων. Τις περισσότερες φορές οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους, αποδίδοντας ρεαλιστικά και χωρίς ιδιαίτερες προσπάθειες δραματοποίησης την τραγική κατάσταση, τη μοναξιά και την απόγνωση αυτών που ήδη αδυνατούν να βρουν διεξόδους.
Φανερώνοντας από την αρχή τις επιρροές του, το φιλμ επιχειρεί να αγγίξει κυρίως με τη ρεαλιστική (σε στιλ σινεμά βεριτέ) αισθητική του, εναλλάσσοντας μικρές σκηνές οικογενειακής ευτυχίας, κατανόησης και στήριξης, με οδυνηρές επιστροφές στην μαύρη καθημερινότητα, που τείνει να αποδειχτεί τραγικότερη από κάθε μελοδραματική μυθοπλασία. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο γεγονός ότι όλα αυτά φαντάζουν αρκετά αποστασιοποιημένα από το θεατή ο οποίος, λόγω και της ελλιπούς ανάπτυξης των χαρακτήρων, αδυνατεί να βιώσει την πλήρη συναισθηματική ταύτιση. Οι ερμηνείες (και ιδίως αυτή της πανέμορφης Ίνγκριντ Γκαρσία Τζόνσον) κατορθώνουν να κερδίσουν τις εντυπώσεις, παρότι παρουσιάζονται εμφανώς περιορισμένες, ίσως λόγω του οδυνηρού σεναριακού πλαισίου, ίσως πάλι λόγω της έλλειψης φιλοδοξίας των χαρακτήρων που υποδύονται. Χωρίς να κόβουν βαθιά και δίχως να επιτίθενται στο συναίσθημα αφήνουν το διακριτικό αποτύπωμά τους.
Ξεκάθαρα η πιο τολμηρή κίνηση αυτού του κατά τα άλλα αρκετά κοινότοπου φεστιβαλικού δράματος, είναι ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθεσία αποφασίζει να αποτυπώσει τη χρονική μεταβίβαση, των δυο πιο σημαντικών γεγονότων που διαδραματίζονται . Μέσα από εικόνες και μηνύματα κινητών, βίντεο και ανεγκέφαλα βιντεοπαιχνίδια ο Ροζάλες βρίσκει τον τρόπο να χαράξει την ψηφιακή ύπαρξη των εικοσάρηδων, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες τους, αλλά και την ίδια την τεχνολογία που γίνεται μέσο αποχαύνωσης ή βοήθημα της έκθεσης των κρυφών τους ανησυχιών και συναισθημάτων.
Αν και αποδεικνύεται πολλές φορές προβλέψιμο και άτονο, η Όμορφη νιότη, τίτλος που μπορεί να ερμηνευτεί είτε σαρκαστικά, είτε απολύτως ειλικρινά, διατηρεί την στιβαρότητα που αρμόζει σε ένα εγχείρημα του συγκεκριμένου είδους, κρατώντας το ενδιαφέρον σε αυτούς που (μόνο συνειδητά) θα την επιλέξουν. Παρόλες τις αδυναμίες του, δεν μπορείς πάρα να εκτιμήσεις την ειλικρίνειά του, όπως και την διάχυτη αίσθηση καταπνιγμένου πανικού που πλανάται στην ατμόσφαιρα και ίσως βρίσκει δυσβάσταχτη διέξοδο στην τελευταία οδυνηρή σκηνή του.
αναδημοσίευση από το cine.gr