HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑΣ | JIMMY’S HALL του Ken...

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑΣ | JIMMY’S HALL του Ken Loach

Καθάριο και διαυγές πολιτικό μανιφέστο


Η σύγχρονη ιστορία ενός τόπου και ενός λαού, μπαίνει και πάλι στο
στόχαστρο ενός από τους τελευταίους εναπομείναντες πολιτικούς
κινηματογραφιστές, και φυσικά το κοινό έχει – και πρέπει να έχει – πλήρη
εμπιστοσύνη στην συνεφιλικά ρεαλιστική γραφή του μεγάλου Ken Loach, για άλλη μια φορά.  Οι έννοιες των κοινωνικών αγώνων δεν έχουν
ξεχαστεί και θεμελιώνονται πιο στιβαρά με τούτο το φιλμ – φιλμ, σημάδι των
καιρών, επίκαιρο και κλασικό. Η ιστορία ως πέρασμα για συνειδητοποίηση του
παρόντος. Χωρίς φανφάρες, χωρίς ανούσιες δραματοποιήσεις, με την γνωστή του
βαθιά ανθρώπινη κινηματογραφία που πατάει στα πόδια της, το δίδυμο
Loach / Laverty, σκαλίζει για άλλη μια φορά την ιστορία, την φέρνει, σφύζοντας την ζωή,
στο θολό και σκοτεινό σήμερα, ως νόημα διαχρονικό. Ο Loach, δεν πειραματίζεται, έχει κατακτήσει την
απόλυτη ωριμότητα, επικεντρώνοντας την οπτική του σε ανθρώπους του λαού, τους
μετατρέπει σε ήρωες, όχι υπεράνθρωπους αλλά φορείς αξιών, ιδεών, συναισθημάτων
και αξιοπρέπειας βαπτισμένων στο χώμα που γεννιούνται – στο χώμα το οποίο
ρίχνουν και το αίμα τους. Έτσι αναδύει την συλλογική συνείδηση – περνά έντεχνα
από το ειδικό στο γενικό.

Μεστή, στιβαρή ρεαλιστική οπτική χωρίς δασκαλέματα και χωρίς εκπτώσεις.
Σενάριο που αναπτύσσεται αργά και μεθοδευμένα, ώστε να παρακινεί πλήρως όχι
απλά τα συναισθήματα, αλλά να μας ταυτίζει με τις ανάγκες του λαού. Μας
θυμίζει, μας κάνει μέρος του προβληματισμού, πως οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με
αλυσίδες άρα και πράγμα αδύνατο τα αφεντικά να τους τις φορέσουν. Ανάδειξη του
φυσικού λαϊκού αισθήματος. Κινηματογράφος υψηλός και παράλληλα βαθιά λαϊκός.

Από ένα μικρό και άσημο γεγονός, την ύπαρξη ενός κέντρο διασκέδασης, του
επαναστάτη Ιρλανδού Jimmy,
περνάμε και βλέπουμε μια βαθιά κοινωνικοπολιτική μελέτη, σε ρεαλιστικούς
τόνους. Mε μανιέρα, συμβατικού
ίσως, κλασικού μυθιστορήματος, στις παραδόσεις του JohnSteinbeck και του JackLondon, δίχως να επιζητά δάφνες πρωτότυπης γραφής
και δίχως να ξεπέφτει σε μελοδράματα και πονταρίσματα φθηνής συγκίνησης προς
φθηνή ταύτιση, αναπτύσσει με την ομορφιά της ακαδημαϊκής αφήγησης, την διαχρονικότητα
και τις νομοτέλειες της κοινωνικής εξέλιξης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Δύο τα μέρη, δύο τα στρατόπεδα. Απολύτως αντίθετα όπως και η διαχείριση
του σεναρίου και των σκηνών. Ένας υπόγειος μα και ορατός πόλεμος με
αλλεπάλληλες μικρότερες μάχες. Σκηνή, σκηνή και μια μάχη, το σύνολο του έργου ο
πόλεμος. Κινηματογραφημένη ταξική πάλη. Φωτογραφικά, ενδυματολογικά,
σκηνογραφικά, υποκριτικά, νοηματικά. Λιτό, αντιθετικό, ρυθμικότατο μοντάζ όπου
ανεβάζει στροφές στο σύστημα ιδεών, βαθιά ισορροπημένο ώστε να πείθει τι είναι
το Α και τι το Β, ώστε ο καθείς να κρίνει με ποιον θα πάει. «Με τον Χριστό ή με
τον Γκράλτον;» όπως λέει και ο παπάς της ταινίας. Θα μπορούσαμε να το ορίσουμε
κάπως έτσι. Ο «θεός» ενάντια στον άνθρωπο. Από την μια, οι παπάδες, οι
τραμπούκοι, οι χωροφύλακες, φορείς της οπισθοδρόμησης που βλέπουν στο «καφενέ»
του Jimmy, στους
εργαζόμενους, στο χορό, στην κουλτούρα, στην ανθρωπιά, την συναδελφικότητα και
την ειλικρινή αλληλεγγύη, στους ανθρώπους με συναισθήματα, γλυκύτητα, στους
καθημερινούς, στους φίλους μας, το αδίστακτο τέρας της κοινωνικής επανάστασης
που πρέπει πάση θυσία να καταπολεμηθεί. Εκκλησία, φόβος, ξερακιανές απόψεις
ξερακιανών υπάρξεων, γονατισμένοι δούλοι εναντίον απελευθερωτικής τζαζ
μουσικής, ανθρώπων όρθιων που τρυγούν την ομορφιά της ζωής, του έρωτα, της
ευαισθησίας και του αγώνα για το δίκιο.

Η Ευρώπη ένα πεδίο συγκρούσεων πολιτικών. Θυμόμαστε το «1900» του Bertollucci, τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, σήμερα το «Jimmy’s Hall» και η σύνδεση στην
σκέψη μας προς ένα κοινό και γενικό συμπέρασμα έρχεται τόσο απλά και αβίαστα.

Σκηνές σπουδαίας αφηγηματικής δύναμης και πρωτοτυπίας. Σκηνή πρώτη: Η
εξομολόγηση στην εκκλησία. Ο επαναστάτης και ο παπάς. Η καταδίκη ενός ολόκληρου
συστήματος εκμετάλλευσης και πνευματικής υποδούλωσης, ως εξομολόγηση ενός
ολόκληρου λαού μπρος στην αδικία, μέρος της οποίας, θύτης επίσης, είναι και ο
ίδιος ο εξομολογητής. Σκηνή δεύτερη: Η βαθιά ειρωνική και κωμική σκηνή με την
απόδραση του Jimmy
από το σπίτι του και την αγρότισσα αμόρφωτη μητέρα του – που στο πρόσωπο της
καθρεπτίζεται επανερχόμενη αισθητικά η «Μάνα» του Gorky και του Pudovkin – να τον προστατεύει ευφυέστατα, από την
χωροφυλακή που βγαίνει από το παράθυρο, με την ψυχή στο στόμα. Σκηνή τρίτη: Η
κάθαρση του φινάλε, που αναριγάς με χαμόγελο. Ιρλανδική μουσική, άνθρωποι ευτυχισμένοι
με ποδήλατα, ακολουθούν, ξεπροβοδίζουν και αποχαιρετούν τον Jimmy, γελαστός κι αυτός, σαν να φεύγει ταξίδι,
ενώ τον εξαναγκάζουν στην εξορία. Το ήθος και η ανθρωπιά αντίδοτο στην αστική
δυσανεξία μπρος στην πρόοδο.

Ο Loach, δεν διστάζει να
πάρει θέση. Το έχει κατακτήσει ταινία την ταινία, δίχως να υπολογίζει τις
όποιες συνέπειες. Μας υποδεικνύει, δίχως να μειώνει την σκέψη μας, ότι
αγκαλιάζοντας την πλευρά των εργαζομένων, θα κάνουμε παράλληλα και εμείς ένα
βήμα μπρος. Ακριβοδίκαιος, αντικειμενικός. Με σεβασμό στην νόηση του κοινού,
αποδομεί την αυτοξεφτυλιζόμενη «πίστη», τους άρχοντες που χάνουν τον κόσμο μέσα
από τα «μαντριά» τους και τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους, μπρος στην δύναμη
ήθους του Jimmy.

Βαθιά ευαίσθητη ταινία, όχι για φθηνά ευαίσθητους αλλά για ανθρώπους με
καθαρό και λαμπερό βλέμμα όπως του Jimmy και των ιρλανδών εργαζόμενων, που κερδίζουν τους πάντες με την στάση
τους. Νίκη του πολιτικού κινηματογράφου ενάντια στον «αλλοτριωτή» εμπορικό. Ένα
καθάριο και διαυγές πολιτικό μανιφέστο.

Related stories

Λένα Δροσάκη: «Δεν είχα ποτέ Γη της Επαγγελίας»

Συνέντευξη στη Μαρία Μυλωνά Τι μπορεί να συμβεί, όταν στα...

Έκλεισε για λίγο, και ξανανοίγει: Αγαπημένο στέκι επιστρέφει

Αν σας έλειψε το ζεστό κλίμα, η παρεΐστικη ατμόσφαιρα...

Αστικοί Θρύλοι της Θεσσαλονίκης: Το Καυτανζόγλειο

γράφει η Μαρία Ράπτη Πρώτα ήρθε ο αγώνας για την...