Σκηνοθεσία: Volker Schlondorff
Ηθοποιοί: Andrè Dussollier, Niels
Arestrup, Burghart Klaubner
Οι
ευαίσθητες ιστορικά στιγμές, όπως και οι αποφάσεις που καθορίσαν τις ζωές και
τις τύχες πολλών ανθρώπων, ίσως να εξαρτώνται από πολύ λίγους. Ίσως να ήταν
προϊόν αυθορμητισμού ή αποτέλεσμα βαθιάς εσωτερικής σύγκρουσης. Η ιστορία έξαλλου,
μέσα στην υποκειμενικότητά της, εγκλωβίζεται σε στιγμές, σε βράδια και
συνειδητοποιημένα βλέμματα. Σε οργισμένες εντολές που επιβάλλονται από την θεσμική
ανωτερότητα, ή σε προφορικές αναμετρήσεις, στις οποίες ο κάθε ένας επιτίθεται
στον άλλο με όποιο όπλο βρίσκει εκείνη τη στιγμή διαθέσιμο. Ο Σουηδός πρέσβης
Ραούλ Νόρντλινγκ (Αντρέ Ντυσολιέ) εισβάλλει κρυφά στο γραφείο του Γερμανού στρατηγού
και στρατιωτικού κυβερνήτη του κατακτημένου από τους Ναζί Παρισιού Φον Χόλτιτς (Νιλς
Άρεστουρπ), έτοιμος να αντιμετωπίσει τους μηχανισμούς της γερμανικής καταστολής,
μπαίνοντας σαν μεταλλικό εργαλείο ανάμεσα στα γρανάζια και προσπαθώντας να
αποτρέψει μια απόφαση. Ξέρει ότι εκεί που βρίσκεται δεν μπορεί να κρατήσει για
πολύ. Ο σκοπός του είναι άλλος, να τραβήξει την πρίζα. Να σταματήσει τη βια που
ανακυκλώνεται, πάντα σε βάρος των αδύνατων, που αναπαράγεται χωρίς τελειωμό. Να
δώσει ένα τέλος στα αντίποινα που χρησιμεύουν σχεδόν πάντοτε ως προσχηματικές
δικαιολογίες για περισσότερη καταστροφή. Καταλαβαίνει πολύ κάλα ότι ο κύκλος
της βίας διακόπτεται με μαρτυρικές αποφάσεις και προσωπικό πόνο. Το διακύβευμα
όμως είναι πολύ μεγάλο. Βρίσκεται εκεί, έξω από το ανοιχτό παράθυρο του
δωματίου το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ναπολέων ο Τρίτος ως γκαρσονιέρα. Γνωρίζει
ότι αυτο το καλοκαιρινό βράδυ του 1944, το Παρίσι θα παραμείνει η πόλη του
φωτός, ή θα μετατραπεί σε φλεγόμενα συντρίμμια.
Ο
Φόλκερ Σλέντορφ, ηγετική φιγούρα του νέου γερμανικού σινεμά της δεκαετίας του
εβδομήντα, επηρεασμένος ξεκάθαρα από τη γαλλική κινηματογραφική σχόλη, σκηνοθετεί
ένα ολότελα θεατρικό ντοκου-δράμα (το σενάριο υπογραφεί και διασκευάζει ο ίδιος
ο θεατρικός συγγραφέας Σιρίλ Γκέλι) κλεισμένο στους τέσσερις τείχους ενός
πολυτελούς δωματίου, αλλά με την ίδια κλειστοφοβική αίσθηση κελιού φυλακής. Η
κάμερα ακριβής και ακούραστη, στενεύει περισσότερο τα πλάνα παρέχοντας μια και
μοναδική διέξοδο, το παράθυρο που οδηγεί στις στέγες και τα αιώνια μνημεία του
Παρισιού. Ο σκηνοθέτης υιοθετώντας συνοπτική αφήγηση, επικεντρώνεται στους δύο
και σχεδόν μοναδικούς χαρακτήρες του έργου του, στην προσπάθειά του να
αναδείξει πώς άνδρες που ανήκουν σε διαφορετικά στρατόπεδα (αν και ο ένας
διατείνεται συνεχώς ότι είναι ουδέτερος) έρχονται εν τέλη κοντά και ενώνονται παράξενα
με δεσμούς κοινής κουλτούρας και προπαντός αίσθησης της εντιμότητας. Ο διάλογος
μεταξύ τους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο τόσο της εξέλιξης, όσο και της
θεματολογίας του φιλμ. Οι συσχετισμοί αλλάζουν διαρκώς, καθώς η διπλωματία κάνει
ό,τι είναι δυνατόν για να υπερισχύσει της στρατιωτικής δράσης. Οι παραδοξότητες
μετατοπίζονται σε νέες διαλογικές επιφάνειες, ο ορθολογισμός καταλήγει σε επίκληση
στο συναίσθημα και το παιχνίδι της γάτας με το ποντικί κορυφώνεται, καθώς
πρέσβης και στρατηγός στριμώχνουν και στριμώχνονται εναλλάξ, αποπροσανατολισμένοι
από τις μηχανορραφίες, τις συζητήσεις και τα διλήμματα πίσω από μια μοιραία
απόφαση.
Οι
δυο ηθοποιοί (οι οποίοι έχουν υποδυθεί τους ίδιους ρόλους και στη θεατρική παράσταση
με πολύ μεγάλη επιτυχία), εκφραστικοί και απόλυτα γειωμένοι, αποτελούν
αδιαμφισβήτητα ένα από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας. Από τη μία ο Ντυσολιέ φαντάζει
ένας αξιοπρεπέστατος συμβουλάτορας στην αυλή ενός μεσαιωνικού βασιλιά, που
δοκιμάζει διαρκώς να τον χειριστεί και να τον κατευθύνει εκεί που θέλει. Οι
κομψοί τρόποι μεταμφιέζουν την πονηριά του καθώς, γνωρίζοντας εξ αρχής την ευνοϊκότερη
θέση του συνομιλητή του, ψάχνει διακριτικά ρήγματα στην αδιαλλαξία και τη
μιλιταριστική πειθαρχεία, τονίζοντας εύστοχα τη δυσδιάκριτη άλλα σαφέστατη
διαφορά ανάμεσα στις πολεμικές πράξεις και τα εγκλήματα εν μέσω πολέμου. Από
την άλλη ο Άρεστουρπ (Un Prophète, Το
σκάφανδρο και η πεταλούδα) στο ρόλο του γερασμένου στρατηγού, παραδίδει ίσως
την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Απαρνείται γρήγορα τον εύκολο ρόλο του
τίμιου ανθρώπου ντυμένου με τη στολή του τέρατος (είναι χαρακτηριστικό ότι δεν
μετανιώνει για τις στρατιωτικές πρακτικές του παρελθόντος) και επικεντρώνει την
ερμηνευτική του επιδεξιότητα στο βαρύ φορτίο που είναι οι ζωές των στρατιωτών
του, αλλά και των αμάχων της μεγάλης πόλης. Η σύγκρουση ξεδιπλώνεται σιγά σιγά
καθώς ο ίδιος βρίσκεται μπλεγμένος ανάμεσα στις αυτοκτονικές, χωρίς κανένα
στρατηγικό σκοπό, τακτικές των ανωτέρων του και την προσωπική αίσθηση του
καθήκοντος. Τα επιχειρήματά του – “η ανθρωπότητα έχει μεγάλες αντοχές” λέει
κάποια στιγμή- αποδομούνται πρώτα από τον ίδιο, καθώς η αδιαλλαξία δίνει τη
θέση της στον εσωτερικό εγκλωβισμό (χαρακτηριστικός ο πνιγμός του από το βαρύ
άσθμα), ενσταλάζοντας υπέροχα συναισθηματική
ουσία σε μια πολύ ευαίσθητη ιστορικά στιγμή.
Είναι
αλήθεια ότι η ταινία χάνει πολλές φορές την κινηματογραφική της ουσία, μετατρέποντας
τη ροή της υπόθεσης σε ένα μεγάλης διάρκειας μονόπρακτο, αφού οι κλέφτες
σκηνοθετικές ματιές με μικρές εξωτερικές σκηνές και οι περιστασιακοί πυροβολισμοί,
μη όντας τελικά απαραίτητοι, αδυνατούν να απεγκλωβίσουν το εγχείρημα από την
έννοια του φιλμαρισμένου θεάτρου. Κανένας άλλος χαρακτήρας δεν μοιάζει
νοηματικά απαραίτητος και η ένταση, παραμένοντας μέσα στο δωμάτιο, δεν διοχετεύεται
σωστά. Πέρα από αυτά όμως, το φιλμ κατορθώνει να γεννήσει ισόποση αναστάτωση
και ανακούφιση, στοχάζοντας πάνω στο νόημα της διπλωματίας, της εξευγενισμένης
αντίστασης και της εφιαλτικής αίσθησης για το τι ακριβώς θα μπορούσε να είχε
συμβεί, προσφέροντας παράλληλα μια συναρπαστική φραστική μονομαχία ανάμεσα σε
δυο μνημειώδεις άνδρες (φέρνοντας στο νου το “Big Kahuna” καιτο εξαιρετικό “Sunset Limited” του Τόμι Λι Τζόουνς), τους οποίους η ιστορία θα ήθελε να ξεχάσει ή θα
θυμάται για πάντα.
*Η
ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στον κινηματογράφο “Βακούρα 2”