Σκηνοθεσία: Tim Burton
Ηθοποιοί: Amy Adams, Christoph Waltz,
Krysten Ritter
Ο Τιμ Μπάρτον, ένας από τους σημαντικότερους μοντέρνους δημιουργούς αυτού
που πολλοί θα χαρακτηρίζαν ως “σινεμά του γοτθικού παραμυθιού”, σκηνοθετεί μια
ταινία που αφηγείται την παράξενη, αλλά παρόλα αυτά πραγματική ιστορία της
Μάργκαρετ Κιν, της οποίας οι πίνακες (απεικονίζοντας σχεδόν μονότονα, μικρά
παιδιά με τεράστια σκοτεινά και υγρά μάτια) κατάφεραν να αποκτήσουν τεράστια
εμπορική επιτυχία αντιμετωπίζοντας παράλληλα τον σαρκασμό και την απαξίωση των
κριτικών. To πραγματικά
αξιοσημείωτο της ιστορίας, έχει να κάνει με τη σχέση της ζωγράφου με τον σύζυγο
της Γουόλτερ Κιν, ενός λαλίστατου και επίμονου τύπου καταδικασμένου στη
μετριότητα, ο οποίος αναλαμβάνει (ίσως τυχαία στην αρχή) να καταστρέψει αργά
και μεθοδικά, την ήδη εύθραυστη προσωπικότητα και αυτοεκτίμηση της γυναικάς του.
Αυτό σταδιακά οδηγεί σε μια από τις πιο μακρόχρονες και καταναγκαστικές
καλλιτεχνικές “εξαπατήσεις” που συγκλόνισαν τον κόσμο της τέχνης.
Ο σκηνοθέτης, μετά από δυο ενδιαφέρουσες δημιουργίες (το φαντασμαγορικό
“Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων” και το μακάβριο stop-motion“Frankenweenie”) αλλά και μια αποτυχία (το άνευρο “Dark shadows”) διαλέγει έναν
ασφαλή τρόπο αφήγησης, ο οποίος μοιάζει να πάσχει στην αντιστοίχηση της
φιλμικής κορύφωσης, σε σχέση με τη χρονική εξέλιξη της υπόθεσης. Σε συνεργασία
με τους σεναριογράφους του εξαιρετικού “Εντ Γουντ” Σκοτ Αλεξάντερ και Λάρι
Καραζέφσκι, δημιουργεί μια ταινία που προσπαθεί να κλείσει το μάτι στην
αναγνώριση της καλλιτεχνικής σφραγίδας ενός έργου τέχνης, αντιμετωπίζοντας
παράλληλα με σκεπτικισμό τη σχέση της δημιουργικότητας με την εμπορική
εκμετάλλευση, τη λαϊκή απήχηση και τον κομφορμιστικό πυρήνα της μόδας. Πέρα
όμως από τις λεπτομέρειες και τις εννοιολογικές αναζητήσεις, αυτο που ξεκάθαρα
προσλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας (και ίσως εκεί είναι που πρέπει
να σταθεί κανείς περισσότερο), είναι η βαθιά επίδραση που έχουν τα ίδια τα
πορτρέτα της Κιν στην ιδιαίτερη αισθητική σχεδόν του συνόλου των έργων του
Μπάρτον.
Κοιτώντας τους μεγάλους θλιβερούς πίνακες, συνειδητοποιείς ότι η
Γουινόνα Ράιντερ του “Σκαθαροζούμη” και ο Έντουαρντ του “Ψαλιδοχέρη” θα
μπορούσαν κάλλιστα να είναι δημιουργήματα της Αμερικανίδας ζωγράφου. Όμοια και
η εικονογράφηση σε παστέλ, ανετάριστους τόνους, αντανακλά το αστραφτερό
περιτύλιγμα μιας εποχής στην οποία η πρωτοτυπία στην καλλιτεχνική έμπνευση
βάδιζε παράλληλα με την κακογουστιά και την εύκολη κατρακύλα στο κιτς.
Δυστυχώς όμως η ταινία αστοχεί εκεί ίσως που θα έπρεπε να κόβει πιο βαθιά. Στη
χάραξη της δραματικότητας της ιστορίας. Η Μάργκαρετ κρύβει μια βαριά αλλά
παρόλα αυτά δυσανάγνωστη θλίψη, καθώς η οποιαδήποτε αναζήτηση του σκοταδιού
άλλα και της ισοπέδωσης που κρύβονται πίσω από την ψευδαίσθηση που χτίζεται και
βιώνεται (με διαφορετικό σίγουρα αποτέλεσμα) από την ίδια αλλά και από τον
εξουσιαστικό σύζυγό της, σταματά απότομα ή οδηγείται ημιτελώς σε μια
επιφανειακή αποσυμφόρηση, με σκοπό να διατηρήσει την πλοκή σε ένα σχετικά
ανάλαφρο τέμπο. Η αδυναμία στη συναισθηματική εμπλοκή, σε συνδυασμό ίσως και με
τη δίκη-παρωδία της τελευταίας πράξης (η οποία μοιάζει περσότερο με προσποιητή
καρικατούρα, παρά με εσκεμμένη διακωμώδησή της) προσδίδουν στο φιλμ ένα αμβλύ
δραματικό στοιχείο, που το στερεί εν τέλη από αυτο που κάνει τη δουλειά του
σκηνοθέτη τόσο ξεκάθαρα αναγνωρίσιμη. Ο ίδιος ο Μπάρτον εδώ μοιάζει περισσότερο
εγκλωβισμένος σε μια φόρμα που όχι μονό παλαιότερα τον απελευθέρωνε, αλλά
μάγευε και αυτούς που τον παρακολουθούσαν. Οι μικρές, ανύποπτες στοχαστικές
σεκάνς πάντως δεν λείπουν (με αποκορύφωμα ίσως τη σκηνή του σουπερ μάρκετ στην
οποία, τα πόστερ της Κιν βρίσκονται επιμελώς τοποθετημένα διπλά στα τενεκεδάκια
της σούπας του Αντί Γουόρχολ) επιχειρώντας να βάλουν στο μικροσκόπιο τη σχέση
προϊόντος-τέχνης, προσθέτοντας ταυτόχρονα ένα μεγάλο ερωτηματικό στην
εισαγωγική φράση, με την οποία η ταινία μας συστήνεται.
Συνοψίζοντας, το “Big Eyes” κατορθώνει να κερδίσει το ενδιαφέρον λόγω κυρίως της
ιδιόμορφης ιστορίας του, η οποία όμως παρουσιάζεται με έναν τρόπο διακριτικό, που
δεν αφήνει να φανούν οι εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων, έκτος μόνο όταν
τις διατυμπανίζουν φωνάζοντας κυριολεκτικά, μέσα από σχετικά άκομψες σκηνές
σεναριακής επεξήγησης (ή αλλιώς exposition).
Η συνήθης περιπεκτική οπτική γλώσσα του Μπάρτον κάνει
σποραδικά την εμφάνισή της -προσπαθώντας άτσαλα να προσαρμοστεί στη βιογραφική
δομή του σεναρίου- μην μπορώντας όμως να οδηγήσει την ταινία μακριά από το
αδιέξοδο, κάνοντάς την να μοιάζει τελικά με τα πόστερ τα οποία ο θεατρικότατος
και λίγο αφελής χαρακτήρας του Κρίστοφ Βάλτς προσπαθεί απεγνωσμένα να πουλήσει.
Πέρα από την γοητευτικά “κρυπτογραφημένη” ερμηνεία της Έιμι Άνταμς, η οποία
αποδεικνύεται θησαυρός για το φιλμ, όλα τα υπόλοιπα θυμίζουν ένα προϊόν μαζικής
παράγωγης, πάρα ένα υψηλής ποιότητας αντίγραφο.