HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑΣ - 8ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑΣ – 8ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

«ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΗΣΥΧΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ» ΤΗΣ ΦΡΙΝΤΑ ΛΙΑΠΠΑ


Σκέψεις για την πρώτη μεγάλου
μήκους ταινία της δημιουργού

Εικαστική ρευστότητα, ποιητική αφαίρεση, υπερβατικός μεταφυσικός λόγος
που τρυπάει κάτω από την επιφάνεια της αληθοφάνειας και μας επιστρέφει με
εφιαλτική δεινότητα την αλήθεια την ίδια, μπρος στα μάτια μας και μέσα στο
μυαλό μας. Δημιουργεί αυτό που τα έργα τέχνης δύνανται να κάνουν: την
παρουσίαση ενός κόσμου καθαρά διανοητικού, που μπορούμε να αγγίζουμε με την
σκέψη μας, αν και καθαρά αόρατος στο πανί και στη πλοκή.

Γνωρίζοντας ή μη το βίο της σκηνοθέτιδας Φρίντα Λιάππα, από τους
πολιτικούς αγώνες και τις διώξεις την περίοδο της χούντας ως και τις δικαστικές
απάνθρωπες  διώξεις – τύπου εξευτελιστικής
λογοκρισίας – τη δεκαετία του 90’, την υπηρεσία της στην κινηματογραφική
κριτική και στην ποίηση, το έργο της από μόνο του, με ψήγματα από την ίδια της
την ζωή και βαθιάς μελέτης της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, των ενδόμυχων σκέψεων
των γυναικών, μας χαρίζει μια έκφραση, μια άποψη πάνω στην χειραφέτηση της
γυναίκας ερωτικά, σωματικά και ψυχικά σε ένα κατεστραμμένο και εχθρικό κόσμο σε
πρώτο επίπεδο, όλων των ανθρώπων σε τελικό. Πράγμα που έχουμε ανάγκη να
γνωρίσουμε, να πάρουμε ως βάση για προβληματισμό, να διεισδύσουμε στον κόσμο
του.


Μακριά από τους κλασικούς κανόνες της δραματουργίας, η ταινία, με νέους
όρους και νέα εργαλεία κινηματογραφικής αφήγησης, μπορεί και τονίζει τη βασική
και αρχική θέση μελέτης της δημιουργού. Την λειτουργία των εσωτερικών
αντιθέσεων και σκέψεων του ανθρώπινου νου, είτε αυτό εκφράζει συναισθήματα,
ενοχές, απουσίες, ελλείψεις του παρελθόντος, είτε επιθυμίες, απορρίψεις,
διάλυση των ονείρων του μέλλοντος. Παίζοντας καθαρά και ουσιαστικά με την
φόρμα, δεν παρεκκλίνει διόλου από το βασικό. Το ανθρώπινο δράμα. Ζητούμενο που
η ίδια η καλλιτέχνις, τόνιζε στις συνεντεύξεις της.

Όλος ο νεοτερισμός της κινηματογραφικής αφήγησης, διαπερνά το παρόν έργο,
πράγμα σπάνιο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Το διαπερνά όμως δίχως ίχνος
ναρκισσισμού και εξύμνησης της φόρμας αυτής καθαυτής. Χρησιμεύει για να δώσει –
απερίγραπτα, αφαιρετικά και μη επακριβώς δομημένα – ερωτήματα πάνω σε ερωτήματα
ώστε αργά και μεθοδικά – ακόμη και μετά την προβολή – το κοινό από μόνο του να
βάλει τα σπασμένα κομμάτια σε μια τάξη για να βρει απαντήσεις ή και νέα
ερωτήματα.

Μια γυναίκα, η Μάρθα, «κοιτάζει» με τα εσωτερικά της μάτια της ζωή της
ολάκερη, από την γέννα ως και τον θάνατο, ως μια πορεία συνδεδεμένη με κλωστή
που είναι έτοιμη να κοπεί, όμηρος του φόβου, όπου ο έρωτας και η απουσία του,
ενοχές και επιθυμίες αλληλοτροφοδοτούνται σε ένα αδιάσπαστο δίχτυ που δεν της
επιτρέπει να ξεφύγει. Εξού και οι κλειστοί χώροι ενός σπιτιού, οι μονταρισμένα
«ακατάστατα» χρόνοι του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, τα
απειλητικά ως ψυχικός εφιάλτης όρια μιας άγνωστης μεγαλούπολης – με μια άκρως
δομημένη ως φαύλος κύκλος σεκάνς – αδυνατώντας να τα διασπάσουμε και να
δραπετεύσουμε. Μόνο για λίγο καταλαβαίνουμε πως μιλάμε για την Αθήνα, όπου
μπρος σε ένα περίπτερο βλέπουμε τα πρωτοσέλιδα για την δολοφονία του μαθητή
Καλτεζά το 1985. Και να το πολιτικό, να η αντίθεση πραγματικού αντικειμενικού
κόσμου και των εσωτερικών αντιφάσεων του ανθρώπου. Ή ίσως και το καθρέφτισμα
της έξω ζωής στην εσωτερική αμφιβολία. Η Λιάππα, εισχωρεί μέσα στον χαρακτήρα,
και βγάζει την  γενικότητα του ανθρώπινου
δράματος, με όχημα ανάγνωσης την Μάρθα.



Η ταινία επιβεβαιώνει την δύναμη του κινηματογράφου και την ιδιαίτερη
γλώσσα του, την ανάγκη αέναου πειραματισμού με διάφορους εκφραστικούς δρόμους.
Η διαστολή του χρόνου και του χώρου πάντα παρούσα. Τι είναι χθες, τι σήμερα, τι
αύριο, δεν είναι τόσο απλό να το δομήσουμε με συμβάσεις πραγματικές. Και όμως η
σύνθεση των κάδρων, αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα, όπως και οι ενδόμυχες
σκέψεις της πρωταγωνίστριας. Στα τέσσερα όρια του κάδρου, η Λιάππα προσθέτει
και ένα πέμπτο, σαν φίλτρο που είναι η συνεχόμενη βροχή που πέφτει μπρος στο
τζάμι – σαν σημάδι και σύμβολο του θέλω και δεν θέλω, της κάθαρσης, του ξεπλύματος
της μνήμης μα και εμποδίσματος της καθάριας και ευκρινής όρασης και κατανόησης.
Βαθιά μελετημένη ντεκουπαρισμένη σκηνοθετική διαχείριση του σεναρίου –
σκηνογραφία, χορογραφία, κινήσεις των κορμιών. Γύμνια του χώρου και γύμνια του
σώματος, έτοιμα να δεχτούν όλα τα χτυπήματα της πραγματικότητας και της
μη-πραγματικότητας (σκέψης), γύμνια για να υπερτονιστεί η ψυχή και το μυαλό. Τα
εξωτερικά πλάνα, σε εξπρεσιονιστικούς τόνους νεκρής φύσης δίνουν αντίστροφες
παραλλαγές της επιθυμίας της ζωής σε αντίθεση με τα εσωτερικά – τα κλεισμένα σε
τοίχους – που είναι βαθιά βίαια, αυτοκαταστροφικά, αυτοβασανιστικά. Ο έξω
κόσμος απεικονίζεται ως μια κατάσταση γαλήνης του νου. Ο μέσα ως ένα μακελειό
με ψήγματα μιας φυσιολογικά νοσηρής σεξουαλικότητας. Μια ταινία δηλαδή, γεμάτες
υπόκωφες συνθέσεις και αντιθέσεις. Μια πραγματεία διαλεκτικής φύσης πάνω στην
φόρμα για ανάδειξη της ουσίας. Μοναξιά, νύχτα, σιωπές και αέναες σκέψεις –
διάλογοι, με ανθρώπους – φαντάσματα ίσως της μνήμης – ανέγγιχτους ουσιαστικά. Η
Μάρθα εισχωρεί και αιωρείται μέσα στην σκόνη του κενού χρόνου, θυμίζοντας σε
αναφορές από την «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου ως και το «Μέσα από το
σπασμένο καθρέπτη» και «Persona» του Bergman.
Εκεί είναι όμως και ο Resnais
και ο Luis Malle. Δεν έχουμε δει σε έλληνα δημιουργό και ειδικότερα
σε γυναίκα, τέτοια ισότιμης δύναμης, συνεισφορά στην ανθρώπινη ψυχογραφία.
Πράγμα σημαντικότατο καλλιτεχνικά και ουσιαστικά.

Κάποια στιγμή η Μάρθα, λέει: «Η εσωτερική βία, δεν μπορεί να βρει το
εκφραστικό της αντίστοιχο». Και εδώ είναι που η ταινία, προσπαθεί να απαντήσει.
Να βρει αυτόν τον δρόμο, το καλλιτεχνικά εκφρασμένο, όπου θα μετουσιώσει την
εσωτερικότητα στη πλέρια και σαφή εξωτερική της εκδήλωση. Για να συμβεί αυτό η
δημιουργός, διαλέγει τον δρόμο, της αργής, μεθυστικής, απελπιστικής και ονειρικά
εφιαλτικής αφήγησης – έκφραση απόγνωσης -, με υπαρξιακή αφετηρία. Δεν υπάρχει
ίχνος λεκτικής ή σωματικής βίας. Η απειλή όμως είναι πάντα εκεί, ως εσωτερικός
εφιάλτης. Δοκίμιο δηλαδή, της ήττας, των ελπίδων, της νύχτας της ψυχής, του
τέλους. Γι’ αυτό και λειτουργεί μονίμως σε τεντωμένο σχοινί με τις ερμηνείες να
παίρνουν πλήρεις αποστάσεις από κάθε τι το ρεαλιστικό. Μοιάζουν, περισσότερο,
ως ψελλίσματα του υποσυνείδητου ή φοβισμένες εκφράσεις του συνειδητού. Όπως και
τα στόρια του παραθύρου (πάντα ως πέμπτο φίλτρο), ημιανοιχτά και ολότελα
κλειστά – ψήγματα ζωής και όχι ολόκληρης και ικανής για να την αδράξεις.

Η ταινία δεν έχει κορύφωση. Πάλλεται σε ανόδους και καθόδους καθ’ όλη την
διάρκεια της. Με ένα φινάλε, μονοπλάνο απερίγραπτης εκφραστικής δύναμης, ως τη
πληρέστερη, απόλυτα αναγκαία διέξοδο, από την ακινησία προς την κίνηση και την
ζωντανή ζωή. Και όμως εκεί είναι που έρχεται και πάλι η αντιθετική «δεύτερη»
και «τρίτη» μουσική φωνή, που καταρρίπτει και αυτό το τελευταίο συμπέρασμα.
Είναι σαν παιχνίδι της ίδιας της σκέψης, βάζοντας το κάθε τι σε αντιδιαστολή,
την δράση με την αντίδραση, το πρόβλημα και την λύση και το αμέσως επόμενο δοσμένο
πρόβλημα – το φλεγόμενο φορτηγό, οι ελπίδες αποκαΐδια.

Μπορεί να θεωρηθεί ταινία απογοήτευσης και μελαγχολίας, ένα ποιητικό παραλήρημα,
μια ευάλωτη πραγματεία της σύνθλιψης και της φθοράς. Είναι όμως τόσο βαθιά
τίμιο και ειλικρινές απεικόνισμα των τσακισμένων ελπίδων για μια ζωή με νόημα, ένα
τόσο βαθύ μάθημα κινηματογραφικής αφήγησης, που ως έργο πρέπει να διασωθεί και
να πάρει την θέση που του αξίζει όχι απλά στο ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και
στον παγκόσμιο.

Related stories

Θεσσαλονίκη: 50χρονος έσπασε με γροθιές τον γκισέ νοσοκομείου επειδή εξαγριώθηκε από την αναμονή

Ένα απίστευτο περιστατικό εκτυλίχθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, στη Θεσσαλονίκη,...

Streetstyle Thessaloniki: Τι φόρεσαν οι Θεσσαλονικείς στις βόλτες τους

H Θεοδώρα Γάτση, η αγαπημένη streetstyle φωτογράφος της πόλης,...

Ωραιόκαστρο: Σιδερένια πόρτα καταπλάκωσε παιδί την ώρα που έπαιζε

Σοβαρό ατύχημα με μικρό παιδί σημειώθηκε χτες το μεσημέρι...