Μία συζήτηση με
έναν νέο Μαέστρο που μας μεταφέρει από
την Θεσσαλονίκη στην Βιέννη, από την
Βιέννη στην Αθήνα και από την Αθήνα
παντού.
Πείτε μας λίγα
λόγια για την Orpheus Kammerorchester Wien, στην οποία
είστε Καλλιτεχνικός Διευθυντής τα
τελευταία δύο χρόνια.
Η
ορχήστρα ‘Orpheus Kammerorchester’ ιδρύθηκε πριν
από 2 χρόνια στη Βιέννη με κύριο σκοπό
την προώθηση της ελληνικής μουσικής
στο εξωτερικό και παράλληλα λειτουργεί
ως μία στέγη για πολλούς Έλληνες μουσικούς που παίζοντας στην
ορχήστρα αυτή, αισθάνονται “σαν στο
σπίτι τους”.
Είναι
πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι το
ντεμπούτο της ορχήστρας έγινε στο Μέγαρο
Φίλων της Μουσικής της Βιέννης
(Musikverein),
ενώ στις 6 Οκτωβρίου παίξαμε για πρώτη
φορά στον Καθεδρικό Ναό του Αγ.Στεφάνου
Βιέννης. Σημαντικός παράγοντας στην
ύπαρξη και λειτουργία της ορχήστρας
μας, είναι η στήριξη του “Κυπριακού
Πολιτιστικού Κέντρου Βιέννης” καθώς
και ολόκληρης της ελληνικής κοινότητας
της Βιέννης που αγκάλιασε την προσπάθειά
μας.
Έχετε
βραβευτεί και συμμετάσχει σε έναν αριθμό
σημαντικών Ευρωπαϊκών φορέων όπως είναι
ο Διεθνής Διαγωνισμός για Διευθυντές
Ορχήστρας του Weiz και ο Διεθνής Διαγωνισμός
της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου.
Πως είναι η ζωή ενός νέου, ανερχόμενου
μαέστρου στην μουσική σκηνή του σήμερα;
Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει,
ποιες οι προσωπικές ανταμοιβές;
Η
ζωή ενός νέου μαέστρου περιέχει αρκετές
ώρες μελέτης και συνεχόμενα ταξίδια.
Αρκετές φορές μάλιστα οι δύο αυτές
καταστάσεις συμβαίνουν παράλληλα. Ο
διεθνής ανταγωνισμός, αναγκάζει έναν
νέο μαέστρο σήμερα να πάει σε διάφορα
σεμινάρια, διαγωνισμούς και να κάνει
ότι είναι δυνατόν για να μπορέσει να
καθιερωθεί. Οι δυσκολίες είναι πάρα
πολλές καθώς δεν υπάρχει κάποιο μαξιλαράκι
ασφαλείας αν θα μπορούσα να πω. Πρέπει
συνεχώς να αποδεικνύεις την αξία σου
διότι καλώς ή κακώς, ζούμε σε ένα σύστημα,
οπού ανά πάσα στιγμή, αν δεν κάνεις εσύ
καλά την δουλειά σου, θα έρθει κάποιος
άλλος και θα την κάνει καλύτερα. Όλοι
μας είμαστε αναλώσιμοι και σίγουρα όχι
αναντικατάστατοι.
Η
προσωπική ανταμοιβή για μένα είναι οι
‘στιγμές’ και ιδιαίτερα οι ‘στιγμές’
που μοιράζεσαι με άλλους. Η ‘στιγμή’
που θα σηκώσεις τα χέρια σου στην πρώτη
πρόβα και θα προσπαθήσεις να αναδημιουργήσεις
αυτό που είχες μέσα στο μυαλό σου την
ώρα που ‘πάλευες’ με την παρτιτούρα.
Είναι μια ‘στιγμή’ που την μοιράζεσαι
με τους μουσικούς της ορχήστρας. Αυτή
λοιπόν είναι η ‘στιγμή’ που το “εγώ”
γίνεται “εμείς”.
Αυτή είναι για μένα μια από τις μεγαλύτερες
ανταμοιβές.
Πριν
λίγο καιρό, αντικατέστησα έναν μαέστρο
για κάποιες πρόβες της ορχήστρας του
στην Πολωνία. Έπρεπε σε ελάχιστο χρονικό
διάστημα να μάθω τα έργα και να κάνω τις
πρόβες. Μετά από πολύωρο ταξίδι λοιπόν,
φτάνω στην αίθουσα της πρόβας (περίπου
ίση με την αίθουσα συναυλιών του Μεγάρου
Μουσικής Θεσσαλονίκης) και μπαίνοντας
αντικρίζω περί τους 80 μουσικούς έτοιμους
και στις θέσεις τους. Χρειαστήκαμε γύρω
στα 10 λεπτά μουσικής για να ‘γνωριστούμε’
αφού πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις
υπάρχει μία σχετική αμηχανία ανάμεσα
στην ορχήστρα και τον μαέστρο. Είναι
σαν να βγαίνεις στο πρώτο σου ραντεβού
και δεν ξέρεις πως θα εξελιχθεί. Μετά
λοιπόν από τα πρώτα αναγνωριστικά λεπτά,
η μουσική απέκτησε ροή και οι μουσικοί
χαλάρωσαν. Το αρχικό μου άγχος και αγωνία
εξαφανίστηκε και άρχισε η μετάδοση
ενέργειας εκατέρωθεν. Αυτή λοιπόν είναι
η ‘στιγμή’ που η μοναχικής φύσης μουσική
διεργασία γίνεται συλλογική υπόθεση.
Ποια
είναι η προσωπική σας προτίμηση μεταξύ
των ειδών του κλασσικού ρεπερτορίου
που ξεκινά από την Αναγέννηση και
καταλήγει στα σύγχρονα έργα και ποιες οι ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει το καθένα από αυτά τα είδη ξεχωριστά;
Δεν
επιτρέπεται κατά την προσωπική μου
άποψη, ένας μαέστρος να έχει ‘προτιμήσεις’.
Σκοπός του κάθε μουσικού που εκτελεί
έργα μεγάλων συνθετών, είναι να βρίσκει
το προσωπικό του στοιχείο σε κάθε τι
απ’αυτά και να το καταθέτει στο κοινό.
Όντως υπάρχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις
ανάλογα με το κάθε είδος αλλά το ζητούμενο
ειδικά για έναν μαέστρο είναι (μέσω της
εκτεταμένης ανάλυσης και μελέτης του
έργου) να αποδομήσει την εκάστοτε
σύνθεση, να βρει εκείνη την πρώτη ύλη
που χρησιμοποίησε ο συνθέτης, στην
συνέχεια να ακολουθήσει αντίστροφη
διαδικασία, χτίζοντας ξανά το έργο μέσα
του και μετά να βγει μπροστά στην ορχήστρα
για την πρώτη του πρόβα. Είναι μια αρκετά
επίπονη και ιδιαίτερα χρονοβόρα
διαδικασία όμως η ικανοποίηση της
τελικής αναδημιουργίας είναι αρκετά
μεγάλη και υπερκαλύπτει όλα τα προηγούμενα.
Έχετε ταξιδέψει
σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και του
κόσμου, πραγματοποιώντας συναυλίες,
από την Αυστρία μέχρι την Ταϊβάν. Υπάρχουν
χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες που
καθιστούν το κάθε κοινό διαφορετικό
από χώρα σε χώρα;
Δεν
θα έλεγα οτί υπάρχουν ιδιαιτερότητες
σε κάθε κοινό. Σίγουρα η κουλτούρα του
κάθε τόπου διαφέρει από κάποια άλλη,
αλλά όταν η μουσική που παρουσιάζεις,
έχει ένα υψηλό επίπεδο, δεν έχει σημασία
αν είσαι στην Αυστρία ή στην Ταιβάν όπως
λέτε. Το κοινό θα εκτιμήσει αναλόγως
πάντα.
Συχνά έχετε
παρουσιάσει με δική σας πρωτοβουλία
και έργα Ελλήνων δημιουργών, από Μάνο
Χατζιδάκι μέχρι Νίκο Σκαλκώτα. Κατά την
εμπειρία σας, ποια είναι η αντιμετώπιση
του κοινού εκτός Ελλάδος σε ο,τι αφορά
το κλασσικό ελληνικό ρεπερτόριο;
Ήθελα
πάντα να κάνω γνωστό στο ευρύ κοινό του
εξωτερικού, την ‘άλλη’ μουσική της
Ελλάδας εκτός από αυτήν που ακούνε οι
τουρίστες στα νησιά. Γι’αυτό, πάντα
όταν ετοιμάζω ένα καινούριο πρόγραμμα
με την ορχήστρα μου, φροντίζω να υπάρχει
κάτι που θα αναδείξει την μεγάλη μουσική
κληρονομιά της χώρας μας. Πραγματικά
θα μου μείνει αξέχαστη η στιγμή, όταν
πριν λίγες μέρες που μας δόθηκε η
δυνατότητα να παίξουμε μέσα στον
Καθεδρικό Ναό του Αγ. Στεφάνου στην
Βιέννη με την ορχήστρα “Orpheus”
και την ‘Χορωδία Αγ. Ιωάννου του
Χρυσοστόμου‘ Θεσσαλονίκης, μετά το
τέλος της ‘Συμφωνίας της Λεβεντιάς’
του Καλομοίρη ( μουσική επεξεργασία του
Ύμνου ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια’
από τον συνθέτη ), σηκώθηκε όλο το κοινό
μέσα στην εκκλησία να μας χειροκροτήσει
έντονα. Αυτό για μένα, σημαίνει πολλά.
Σε έναν χώρο όπως
είναι ο ελληνικός που σε σχέση με άλλους
έχει προσφέρει λιγότερες υποδομές για
να διατηρήσει μία επαφή το κοινό του με
την κλασσική μουσική, η απορρόφηση
Ελλήνων από την διεθνή κλασσική μουσική
σκηνή δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Σήμερα
συνεχίζεται να υπάρχει ενεργή ελληνική
παρουσία στον συγκεκριμένο κλάδο;
Υπάρχουν
πάρα πολλοί Έλληνες μουσικοί σήμερα
που κάνουν μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό.
Το πιο πιθανό βέβαια είναι οτι δεν θα
ακούσει κανείς κάτι γι’αυτούς στην
Ελλάδα. Όταν όμως βλέπουμε ότι όλο και
πιο πολλοί Έλληνες τραγουδιστές,
μαέστροι, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι
πλαισιώνουν το δυναμικό μεγάλων θεάτρων
στην Ευρώπη και ειδικά σε μια περίοδο
που υπάρχει εντονότατος ανταγωνισμός,
πιστεύω μόνο αισιοδοξία μπορεί να μας
δώσει. Και όπως φυσικά αντιλαμβάνεστε,
μέσα σε όλο αυτό το αρνητικό και
απαισιόδοξο κλίμα που επικρατεί στο
εξωτερικό για την Ελλάδα, οι τέχνες και
η πνευματικότητα μας είναι ισχυρά όπλα
που πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο.
Σύντομα θα σας
δούμε να διευθύνετε ως προσκεκλημένος
μαέστρος την “Σταχτοπούτα” του G.
Rossini στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Πείτε μας
λίγα λόγια για το έργο καθώς και για την
συγκεκριμένη συνεργασία.
Αυτή
είναι η πρώτη μου συνεργασία με την
Λυρική Σκηνή και είμαι ιδιαίτερα
χαρούμενος. Πρόκειται για την κωμική
όπερα του Rossini
βασισμένη στο γνωστό παραμύθι με μια
όμως πιο σύγχρονη σκηνοθετική ματιά.
Αυτή η συνεργασία προέκυψε μετά από
άνοιγμα μέσω ακρόασης σε νέους μαέστρους
που πραγματοποίησε η Λυρική Σκηνή πριν
από ένα χρόνο. Είναι πολύ σημαντικό,
οργανισμοί όπως η Λυρική Σκηνή να δίνουν
ευκαιρίες σε νέους μουσικούς. Από την
άλλη αισθάνομαι πολύ χαρούμενος διότι
βρίσκομαι στην χώρα μου, έστω και για
λίγο, ανάμεσα σε αξιόλογους συναδέλφους
που έχω συνεργαστεί και στο παρελθόν
και μπορώ έτσι να προσφέρω το λιθαράκι
μου στο πολιτιστικό γίγνεσθαι το τόπου
μας.
Ο
Κωνσταντίνος Δημηνάκης γεννήθηκε το
1984 στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε πιάνο
και μουσική θεωρία στο Νέο Ωδείο
Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας στο τμήμα Mουσικής
Eπιστήμης
και Tέχνης.
Το 2007 μετακόμισε στην Αυστρία όπου
σπούδασε Διεύθυνση Ορχήστρας κάτω από
τον Uros
Lajovic,
Διεύθυνση Χορωδίας και Συνοδεία στο
Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών
Τεχνών της Βιέννης με υποτροφία. Έχει
κερδίσει μία σειρά από βραβεία και
τιμητικές σε διεθνείς διαγωνισμούς και
έχει συμμετάσχει σε Masterclasses
σε
όλον τον κόσμο.
Μεταξύ
άλλων έχει διευθύνει την RSO
της
Βιέννης, την Vienna
Chamber Orchestra, την
Κρατική Ορχήστρα της Κύπρου, την Ορχήστρα
των Χρωμάτων, την Κρατική Ορχήστρα
Αθηνών και την Pro
Arte ορχήστρα
του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Από το
2011 είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής στην
Orpheus
Kammerorchestra Wien.