Του Αϊ Γιώργη ανήμερα. Εγώ δοξάζω με πεισματικό καθισιό την
άρνηση μου να αποδεχτώ την κα. Πραγματικότητα που κάνει αρμένικη βίζιτα στο
σπιτικό για τα προεόρτια του χωρισμού μας. Χτες κοιμήθηκα αργά, περίμενα να
ακούσω τα κλειδιά στην πόρτα αλλά μάταια. Ασάλευτος σιωπή. Άφησα αναμμένο το
φως του σαλονιού, να μην σκοντάψεις στα ερείπια, έτσι μου έχει καρφωθεί ο χώρος
υποδοχής των κοινών, βομβαρδισμένος. Στο τραπέζι είχα αφήσει μια μπριζόλα με
λίγα χορταράκια, τα αρνήθηκα εγώ αποβραδίς για να τα γευτείς εσύ, εκλεκτά. Το
παράδοξο είναι ότι μπήκες μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι της κας Πραγματικότητας
και σηκώθηκα να σε αντικρίσω, άκεφα. Σκεφτόμουν αν είχες φέρει επιτέλους εκείνο
το γάλα που θα πιστοποιούσε το ISO του εκοιμήθην αντάμα από έρωτα, βαρύ.
Δεν συνομιλούν οι άλφα και βήτα, αλλά εμείς. Αυτή είναι η
πραγματικότητα.
‘τουλάχιστον πες μου ότι αυτά που ξεστόμισες εχθές ήταν απλά για
να με πληγώσεις και ότι δεν τα εννοούσες.’, είπε, ενώ ποτέ δεν μιλούσε.
Μέσα στην στ’ εφορία Αθηνών έναρξη της ερωτικής στιχομυθίας
στο α’ πληθυντικό της αρχικής επιθυμίας που αργόσυρτα μετατρέπεται σε μονάδα,
ασφαλώς, μέτρησης μοναδικότητας του β' ενικού.
‘με αφήνεις με έκπληξη, κοίτα πως σε κοιτά η κα. Πραγματικότητα.
Για πρώτη φορά νιώθεις κάτι μετά από έξι μήνες. Ενώ εγώ πονάω για όσα μου πήρες
πίσω και όσα δεν έδωσες, εσένα τι σε πλήγωσε? Η μοναξιά? Αυτό που κατέληξες
μακριά μου? Τι?’
Η κα. Πραγματικότητα σωπαίνει, αυτή τη σιωπή του κοκκινίσματος
της ντροπής λίγο πριν το αμήχανο νάζι που αναμένει εις εκ των δύο.
‘με πληγώνει μονάχα όλη αυτή η αγάπη που ένιωσα για σένα και δεν
την κράτησες ποτέ. Μονάχα αυτό. Ότι μου άλλαξες τη ζωή τόσο απλά και μετά με
άφησες να σε ψάχνω και να σε παρακαλώ. Δεν σου ζήτησα ποτέ να γίνεις μάγος, σου
ζήτησα να είσαι εκεί για μένα και να με κάνεις να γελάω με τα κατορθώματα σου
επειδή ήμουν περήφανος από το πρώτο λεπτό που σε αντίκρισα. Δεν μπόρεσες από
εγωισμό να υποκριθείς ούτε για μια φορά, να προσποιηθείς, έρωτα σου ζητούσα.
Δεν έριξες τη εικόνα σου στον άδειο χώρο υποδοχής των κοινών για να με
πλησιάσεις πηδώντας τους καναπέδες. Δεν ήθελα μια ζωή που θα ικέτευα την
αλαζονεία της νιότης σου, μονάχα τη λογική σου και όλα όσα ένιωσες για μένα
εκείνο το πρώτο βράδυ στο συνεχές, ούτε φτιασίδια, ούτε μουσικές, μονάχα
λιμάνια. Δεν φταίει ποτέ μονάχα ένας, φταίμε και οι δύο. Αλλά για μένα έρωτας
είναι να απαρνηθείς την κα. Πραγματικότητα επειδή συνυπάρχεις στην αγκαλιά και
όχι σε χώρους κοινών πραγμάτων οικιακής χρήσης για κάποια φιλοξενία. Να σε
ακουμπώ επειδή είναι αυτονόητο και όχι με παραπομπή. Δεν αλλοιώθηκες μονάχα
εσύ, άλλαξα την πραγματικότητα μου με πόλεμο στα σωθικά, ακόμα και τώρα, μετά
από όλα αυτά τα ερωτικά, εσύ είσαι η προτεραιότητα έναντι του έρωτος μου. Και
κλαίω μονάχα, επειδή έρωτας θα ήταν να σε φιλάω στην επέτειο της γνωριμίας μας,
αλλά το πήρες μακριά τόσο νωρίς, ανάθεμα στα στολίσματα, το ξαναλέω. Ήθελα να
σε θαυμάζω σιωπηλά, καθισμένο στον καναπέ, ανάμεσα σε μένα και στην κα.
Πραγματικότητα.’
Κατόπιν τούτου, επιμονή.
' Εμμονή, εδώ που τα λέμε, μην βαυκαλίζεσαι, ετοιμάζω θεατράλε
έξοδο.', κράζει η κα. Πραγματικότητα.
‘είμαι ανόητος και τραγικός να σου γράφω ένα κείμενο με τη λέξη
αγάπη σε συνεχή χρήση και να έρχομαι αντιμέτωπος με το διπολισμό σου, σαν ενοχή
της προσωπικότητάς μου που σου δόθηκε, της συμπεριφοράς μου, της αυτοπεποίθησης
μου. Δεν έχω κάτι να αποδείξω σε μένα, ούτε σε σένα καρδούλα μου. Οφείλω σε
αυτή την ηλικία να έχω ολοκληρώσει τα στοιχειώδη της πραγματικότητας, να γίνω
αυτό που θα μπορούσε να αγαπηθεί με ευκολία. Αυτό κάνουμε μεγαλώνοντας,
απλοποιούμε τον τρόπο που θα μας αγαπήσουν, αρνούμενοι τις συμβάσεις και τις
εμμονές της νιότης μας. Τι σημαίνει ανάσα και χρόνος και υπομονή? Εδώ είναι η
ζωή, σήμερα, εδώ στον κοινό μας τόπο. Δεν είναι σε ένα μήνα, είναι τώρα που το
νιώθεις, είναι τώρα που παρακαλάς, όχι στην απόσταση. Με έκανες να εκμηδενίσω
την απόσταση και τους χρόνους με τα τρένα και οι ώρες έγιναν δεκαπεντάλεπτα
αγωνίας για ραντεβού. Αν τότε σου έδινα ανάσα, που θα ήμασταν? Θα ήθελες μια
πραγματικότητα να σου δίνει στην ανάγκη για έρωτα, χρόνο? απόσταση? εικόνα?
Κάτι λιγότερο από πόθο, σίγουρα. Ήθελα να έχεις έρθει για μένα, ήθελα ένα χαζό
πρώτο ρομαντισμό μέσα στη φτώχεια μου να αντλώ πλούτο από σένα, ήθελα βόλτες με
ποδήλατα, χαμόγελα, καψαλισμένα μέτωπα και εγρήγορση ερωτική. Ήθελα να σε βλέπω
αμέριμνο και έγινες αγρίμι. Ήθελα να τα απαρνείσαι όλα γιατί είσαι είκοσι τριών
και εγώ να τρέχω να μαζεύω σπασμένα τσαγιερά της κας Πραγματικότητας. Ήθελα να
σε βλέπω ζαλισμένο από το ποτό και εγώ να σε κρατάω. Αλλά έμεινα στη μοναξιά
και δεν κατάλαβες ότι πονούσα υπερβολικά επειδή υπερβολικά σε αγαπούσα και μου
έλειπες και δεν ντράπηκα ποτέ να εκπέσω για σένα, περίμενα ότι θα έκανες
κάτι και θα με σήκωνες. Μέχρι που έγινα εχθρός σου, που ανέμενες να με
ξαναγαπήσεις με δόσεις και ανάσες και σε δικούς σου χρόνους απροσδιόριστους.
Χτες σου είπα ότι δεν σε μισώ και το εννοούσα, απλά έχω ένα κενό μέσα μου και
μια ανείπωτη θλίψη που με κάνει να δακρύζω πλεοναστικά. Τις αγάπες σου να τις
διεκδικείς από τους πάντες, αυτό μόνο.’
Και τέλος, λίγο πριν επέλθει το κανονικό της πραγματικότητας.
‘δεν σε είδα ποτέ σαν κούκλα, ίσως τελικά αυτό να φταίει. Περά
από την απίστευτη ομορφιά σου, αυτό που είδα σε σένα και που διεκδίκησα από
σένα, χωρίς ακόμα να το έχεις καταλάβει κα Πραγματικότητα, είναι το θυμικό σου.
Θυμικό είναι το φιλί που δεν απέφυγες στην αποθήκη Γ, εκείνος ο επισκέπτης στο
σπίτι που δεν σε πτόησε το πρώτο μας βράδυ. Η πρόσκληση να ανεβώ για
έρωτα. Η χαρά σου να ζεις και να κάνεις με αντρίκιες αποφάσεις σου ένα σπίτι,
μια σχολή, μια δουλειά. Το άλλο δωμάτιο όταν σου είπα ότι είμαι στον έρωτα. Τα
βράδια που κοιμόσουν για ώρα πάνω στο στήθος μου. Δεν ήρθα για μια εικόνα σου,
δεν ήρθα για να σε βάλω στο πλάνο, ήρθα για να ξυπνήσω το θυμικό σου, ήρθα για
να σου πω ότι σε αγαπώ και να χαϊδέψω το μάγουλο σου, ήρθα και ένιωθα σαν
χαμένο κορμί μπροστά σε μια εικόνα άλλων με την κα Πραγματικότητα στο επίκεντρο
και εσένα ασάλευτο χωρίς θυμικό, ένα κομμάτι πίνακα άγνωστου σε μένα. Τι να σε
κάνω κούκλα? Γιατί μου προσάπτεις τέτοια επιθυμία, όταν λοιπόν σε αγάπησα πέρα
από ομορφιές και φτιασίδωμα? Γιατί ήμουν εκεί έξω, και συ σαν να έλειπες
Θεσσαλονίκη. Πόσο μακριά έπρεπε να μείνω για να έρθεις κοντά μου? Η ζωή μου δεν
ήταν οι άλλοι, ήσουν εσύ. Η εμπιστοσύνη μου και το μέλημα μου, ο πόθος μου να
προσφέρω στο γόνιμο έδαφος που πατούσα, ήσουν η κύρια Πραγματικότητα. Εγώ σε
σένα ξαπόσταινα, μικρούλης πράγματι, αλλά το έδαφος μου.’
Η κύρια πραγματικότητα, ο τόνος στην προπαραλήγουσα αναμοχλεύει
τον έρωτα, σαφώς τον ερχόμενο.
Και να πεθαίνεις, δεν θέλω να είναι στα πέριξ της νέας
πραγματικότητας μου. Σε αυτή, έχω σχιστά μάτια και μιλώ ακαταλαβίστικα, είμαι
ένας άλλος άνθρωπος μακριά σου.