Σκηνοθεσία: Francis Lawrence
Ηθοποιοί: Jennifer Lawrence, Josh Hutcherson, Liam Hemsworth, Julianne Moore
Αυτό που κάποτε ξεκίνησε ως ένα σχεδόν νεανικό παιχνίδι, πέρασε από την απαραίτητη ενηλικίωση δίνοντας διαπιστευτήρια σκληρής μάχης με την ελαφρότητα της μπλογκμπάστερ καταγωγής του. Συνεχίστηκε με μια υποτονική αναπαράσταση της αξίας της καθοδήγησης μιας εξέγερσης και τελικά ολοκληρώνεται μέσα στο σκοτάδι, μέσα στα τούνελ και στους υπόγειους διαδρόμους μιας πόλης που κάποτε έλαμπε, αλλά τώρα κρύβει θανάσιμες παγίδες σε κάθε της στροφή, σε κάθε της δωρικό τσιμεντένιο της κτίριο. Ύστερα από τέσσερα και όχι τρία φιλμ όπως προοριζόταν στην αρχή, η εφηβική saga φτάνει στο τέλος της, επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά το γεγονός ότι, οι επαγγελματικές, τεχνοκρατικές αποφάσεις που βασίζονται στην εμπορικότητα, τους αριθμούς και το κέρδος (εκτός εξαιρέσεων μετρημένων στα δάχτυλα) κινούνται σε αντίθετες τροχιές με τη δημιουργικότητα, την έμπνευση και την καλλιτεχνική ολοκλήρωση. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι τελευταίοι Αγώνες πείνας δεν κρύβουν στο επίκεντρό της κινηματογραφικής τους αρένας το μεγαλύτερο και λαμπρότερο όπλο τους: Την απόλυτη νεαρή ηρωίδα που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και ως το τελευταίο πρότυπο της φαντασιακής φεμινιστικής φιγούρας. Η ταινία που γέννησε μια από τις πιο επιδραστικές σταρ των τελευταίων χρόνων, τώρα βασίζεται πάνω της για να την οδηγήσει προς το αμφίσημο και δυστοπικό φινάλε που της αξίζει.
Ο επίλογος λοιπόν ξεκινά ακριβώς εκεί που το προηγούμενο, ημιτελές φιλμ είχε σταματήσει. Η επανάσταση έχει φτάσει στο κρισιμότερο σημείο της, αφού οι εξεγερμένες περιοχές οργανώνουν το στρατό τους με σκοπό να προελαύνουν προς την καλά οχυρωμένη Κάπιτολ. Μια μικρή απόπειρα παράλληλης πλοκής βιαστικά εξατμίζεται και γρήγορα το ενδιαφέρον στρέφεται στον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας Κάτνις Έβερντιν. Ο σκηνοθέτης Μάρτιν Λόρενς στηρίζεται και πάλι στη μοναξιά ενός ειδώλου κατεστραμμένου εσωτερικά. Ενός συμβόλου που γίνεται αντικείμενο πολιτικής και στρατιωτικής εκμετάλλευσης, αφήνοντας να φανούν οι αντιπολεμικές διαθέσεις του καθώς αναρωτιέται έως ποιό σημείο μπορούν ηθικά να δικαιολογηθούν αποτρόπαιες πράξεις και τι ρόλο τελικά παιζει η ανθρωπιά και η συμπόνια ακόμη και απέναντι στον εχθρό και δυνάστη σου.
Αντιλαμβανόμενος την αιτία της χλιαρής αποδοχής του προηγούμενου φιλμ (που δεν είναι άλλη από την απουσία των Αγώνων) μετατρέπει την εισβολή στην πρωτεύουσα της Πάνεμ σε έναν νέο και τρομακτικό -όσο βέβαια του το επιτρέπουν οι περιορισμοί των στούντιο- γύρο σαδιστικού παιχνιδιού. Εκεί όμως που προβληματίζει για ακόμη μια φορά είναι στην αναζήτηση κινηματογραφικού ρυθμού. Το φιλμ ξεκινά οδυνηρά αργά, αναλώνοντας το χρόνο του σε σκηνές χωρίς ιδιαίτερο νόημα ή ουσία. Κάποια στιγμή επιταχύνει σωστά, και εκεί είναι που μοιάζει να παίρνει μπρος. Οι σκηνές στους σκοτεινούς υπονόμους της μεγάλης πόλης γεννούν αγωνία και ανεβάζουν το δείκτη του σασπένς, παρότι πλησιάζουν επικίνδυνα σε μια τετριμμένη τύπου 'Alien' αισθητική. Μην της μένοντας πια ουσιαστικός χώρος, η ταινία τρέχει ασταμάτητα στο τέλος -εκεί που ίσως θα έπρεπε να δώσει το μεγαλύτερο βάρος- αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα του θανάτου με μια επιφανειακή και σχεδόν αδιάφορη στάση. Χαρακτήρες μιας ολόκληρης φιξιονικής πραγματικότητας χάνονται μπροστά στα μάτια σου περνώντας σχεδόν φιλμικά ασχολίαστοι τη στιγμή που η αφήγηση ορμά προς το αναποτελεσματικό φινάλε. Το κλίμα πάντως παραμένει ζοφερό ιδιαίτερα στις σκηνές της αντιμετώπισης μιας νέας (θηλυκής αυτή τη φορά) ολοκληρωτικής κυριαρχίας που επιχειρεί να μετατρέψει την εξέγερση σε ιδιωτικών συμφερόντων πράξη.
Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ στο ρόλο του ειδεχθή προέδρου Σνόου, αφού έχει ξεδιπλώσει όλη τη γκάμα του αμοραλισμού και της απανθρωπιάς του κατά τη διάρκεια της τριλογίας, μοιάζει να κρατά το καλύτερο για το τέλος. Ακόμη και μπροστά στον τελειωτικό αφανισμό, κοιτά την Κάτνις με χαρούμενη περιφρόνηση και ειρωνικό χαμόγελο, σε μια σκηνή που θα μπορούσε να ενισχύσει τη χλιαρή δραματουργία αλλά δυστυχώς δείχνει μονταρισμένη βιαστικά. Η τόσο αναμενόμενη δε συνάντηση των δύο μεγάλων αντιπάλων περνά σχεδόν απαρατήρητη, δίχως να της αποδοθεί η αναμενόμενη σκηνοθετική βαρύτητα.
Πάντως ό,τι κάλο έχει να κερδίσει αυτό το τελικά επαρκές φιλμ, το χρωστά στην κεντρική του πρωταγωνίστρια. Η Τζένιφερ Λόρενς αντηχεί το σκοτάδι στέκοντας αμήχανη μπροστά στη βιαιότητα του πολέμου. Γράφοντας απίστευτα στην οθόνη, αμφιταλαντεύεται χωρίς τέλος, χωρίς να περιμένει εξιλέωση. Μπαίνοντας σε μια εποχή όπου τα σύμβολα δεν είναι πια απαραίτητα, καλείται για ακόμη μια φορά να σηκώσει στις πλάτες της εξιδανικευμένα εμβλήματα, καταλαβαίνοντας ότι τελικά είναι αυτή που έχει χάσει τα περισσότερα από όλους. Υποστηριζόμενη αξιοπρεπώς από τον Τζος Χάτσερσον (ένας Πίτα στα όρια της παράνοιας, μην μπορώντας να ξεχωρίσει το πραγματικό, λόγω της προπαγανδιστικής πλύσης εγκεφάλου της Κάπιτολ) ξεδιπλώνει όλες τις ερμηνευτικές τις αρετές, αποδεικνύοντας για ποιον λόγο θεωρείται ένα από τα πιο δυνατά ονόματα στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Κρατώντας για το τέλος τη μελαγχολία στο βλέμμα της τελευταίας εμφάνισης (στις περισσότερες σκηνές ψηφιακά επεξεργασμένης) του υπέροχου Φίλιπ Σέιμορ Χόφμαν, ο οποίος μάλλον δεν αξίζει να μένει με αυτόν τον τρόπο στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη, αντικρίζεις τελικά ένα φινάλε όπου διακρίνεται ξεκάθαρα η σεναριακή βάση του σε ένα εξ αρχής εφηβικό ποπ μυθιστόρημα, αφού οι τελευταίες σκηνές αδυνατούν να ξεφύγουν από το διδακτισμό ή να τολμήσουν την υπέρβαση. Παρόλα αυτά το πρόσημο βγαίνει οριακά θετικό. Η ένταση σε στιγμές κλιμακώνεται σωστά αποδίδοντας ένα ανέλπιστα σκοτεινό δράμα προωθημένο από την ίδια θεματική των δύο προηγούμενων επεισοδίων. Κατατάσσοντάς τη δεύτερη μετά το εξαιρετικό Catching Fire κλείνει έναν μπλογκμπάστερ κύκλο, στον οποίο για ακόμη μια φορά η απληστία των στούντιο αποδεικνύεται μάλλον η αιτία για το ξεχειλωμένο ή καλύτερα, το πότε πότε άτεχνα μπαλωμένο αποτέλεσμά του.
H ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στους εξής κινηματογράφους: Cineplexx One Salonica, Odeon Πλατεία, Ster Cinemas Μακεδονία, Village Mediterranean Cosmos