γράφει ο Τάσος Γέροντας
Gianfranco Calligarich «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη». Μετάφραση Δήμητρα Δότση. Εκδόσεις Ίκαρος 2022.
216 σελίδες σε εξαιρετικής ποιότητας υποκίτρινο χαρτί βελούδινης υφής, με άψογη επιμέλεια και εξαιρετική εκτύπωση και βιβλιοδεσία. Υπέροχο, όπως πάντα, το εξώφυλλο του Χρήστου Κούρτογλου.
Ο Τζιανφράνκο Καλλίγκαριτς (3 Μαΐου 1939 – 24 Νοεμβρίου 2024) εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1973 με αυτό ακριβώς το βιβλίο. Και η εμφάνισή του ήταν εντυπωσιακή! Τα 17.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης εξαντλήθηκαν μέσα σε ένα καλοκαίρι. Το βιβλίο δεν ξανατυπώθηκε, παρά τη μεγάλη ζήτηση. Μόλις το 2010 άλλος εκδοτικός οίκος το ξανατύπωσε. Πάλι μόνο μια φορά. Πάλι εξαντλήθηκε. Τρίτος εκδοτικός οίκος το ξανατύπωσε το 2020. Τώρα η φήμη του ξέφυγε από τα ιταλικά σύνορα. Σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Αφηγητής είναι ο τριαντάχρονος Λέο Γκατζάρα. Μιλανέζος, που ήρθε στη Ρώμη για να δουλέψει σαν δημοσιογράφος. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Επειδή έτσι θα περιέγραφε κάποιος και τη ζωή του Καλλίγκαριτς τότε, μπορούμε να υποθέσουμε πως το βιβλίο αυτό είναι εν μέρει (ή ίσως και εν πολλοίς) αυτοβιογραφικό.
Η ζωή του Λέο θα κυμανθεί ανάμεσα στα δύο άκρα: εργασία σε καλό περιοδικό, με καλό μισθό, με αρκετό ελεύθερο χρόνο έναντι ανεργίας, φτώχειας, ένδειας, «ζητιανιάς» φαγητού. Πάρτυ, ξενύχτια, ποτά, τσάρκες γεμίζουν την αφήγηση. Θα γνωρίσει την όμορφη Αριάννα, η οποία σπουδάζει αρχιτεκτονική, αλλά περισσότερο ενδιαφέρεται για περιπέτειες και λιγότερο για τον Προυστ, που μονίμως κουβαλά μαζί της.
Η ζωή στην Αιώνια Πόλη μοιάζει να μην σταματά ποτέ. Όμως οι περιγραφές του Λέο αποπνέουν μια μελαγχολία, προετοιμάζουν για την επερχόμενη παρακμή, για το τέλος του ανέμελου αυτού τρόπου ζωής. Κάποια ειρωνικά ή καυστικά σχόλια δεν αλλάζουν τη συνολική εικόνα. Από τις πρώτες σελίδες ήρθε στον νου μου η φωνή του Fabrizio de André, η μελαγχολία και ο πόνος του Balata degli impiccati. Η εντύπωση ότι ο Λέο έχει παραιτηθεί από τη ζωή ενισχύεται και από μια φράση της Ναταλία Γκίντζμπουργκ για το βιβλίο: (ο Λέο) ξέρει ότι ανήκει στην κατηγορίας των ανθρώπων που ηττώνται, όχι μόνο λόγω της αδυναμίας του να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, αλλά και λόγω μιας σκοτεινής απέχθειας απέναντι σε κάθε νίκη».
Σε αντίθεση με τη μελαγχολία του Λέο, λάμπει σε όλο το βιβλίο η ομορφιά, η λάμψη της Ρώμης. Κυρίως περπατώντας, αλλά μερικές φορές οδηγώντας μια παλιά Alfa Romeo, ο Λέο μας οδηγεί σε γνωστά μέρη και άγνωστες γωνιές της όμορφης πρωτεύουσας. Κινηματογραφικά κάδρα, γραμμένα με λυρισμό, με ποιητική διάθεση, με εμφανέστατη αγάπη. Όπως οι «Καταρράκτες» του Ίαν Ράνκιν προκαλούν/προσκαλούν τον αναγνώστη να επισκεφθεί το Εδιμβούργο, έτσι και αυτό το βιβλίο προσκαλεί για πολλές επισκέψεις την Αιωνία Πόλη.
Η Δήμητρα Δότση για άλλη μία φορά μεγαλούργησε στη μετάφραση.
«Είμαστε αυτό που είμαστε, όχι λόγω των ανθρώπων που έχουμε συναντήσει, αλλά όλων εκείνων που έχουμε αφήσει πίσω μας».
«Στο δικό μου μυαλό η κλινική ήταν ένα από εκείνα τα φριχτά μέρη όπου ο κόσμος μπαίνει κάπως νευρικός και βγαίνει ολότελα τρελός».
«Άνοιξα ένα βιβλίο προσπαθώντας να αφεθώ σ’ εκείνη τη δελεαστική εσωτερική φωνή με την οποία διαβάζουμε. Διαφορετική για τον καθένα μας αν οι ψυχές είναι διαφορετικές, ίδια αν είναι ίδιες, αλλά σε κάθε περίπτωση άψογη, χωρίς παραφωνίες η απαίδευτη φωνή που ίσως έχουμε προτού έρθουμε στον κόσμο σκούζοντας».
«Δύο άνθρωποι κάνουν περισσότερη σιωπή από έναν».