Το βασικό λάθος της γερμανικής πολιτικής της
λιτότητας δεν έγκειται μόνο στο ότι ορίζει μονομερώς και εθνικά το ευρωπαϊκό
γενικό καλό αλλά, κυρίως, στην υπεροψία να ορίζει το εθνικό συμφέρον των άλλων
ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Και
όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική κρίση και την κρίση του ευρώ, αλλά και
σε άλλα πεδία – από την οικολογία έως την πυρηνική ενέργεια – οι Γερμανοί
βλέπουν τον εαυτό τους στο ρόλο της υπευθυνότητας. Έχουν την αίσθηση ότι
περιβάλλονται από έθνη τσαπατσούληδων και χασομέρηδων. Οι Ισπανοί και οι
Ιταλοί, οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι μπορεί ενδεχομένως να υπερτερούν ως προς
τη χαρά της ζωής. Αλλά αυτή η ελαφρομυαλιά τους! Η επιπολαιότητά τους! Πρέπει
να μάθουν τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία, φορολογική ηθική, σεβασμός προς
τη φύση. Πρέπει να μάθουν ότι στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο προτεραιότητα έχουν
τα καθαρά ισοζύγια και το καθαρό περιβάλλον. Αυτό που χρειάζονται επομένως τα
κράτη του Νότου είναι ιδιαίτερα μαθήματα, ένα είδος re–education στα πεδία περιορισμού των δαπανών και της υπευθυνότητας.
Για τους περισσότερους Γερμανούς, αυτό είναι κάτι που επιβάλλεται αναγκαστικά
από τη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών και μόνο· γι’ αυτό και θα αποτελούσε
χονδροειδή παρανόηση να το εκλάβει κανείς μόνο ως γερμανική υπεροψία ή ως
ανάγκη εξουσίας. Εν τέλει, από τη σκοπιά των Γερμανών, το μόνο που θέλουν είναι να «προπονήσουν» τους
Έλληνες, τους Ισπανούς και τους Ιταλούς για την παγκόσμια αγορά. Οι Γερμανοί το
θεωρούν αυτήν τη στιγμή ως το ιστορικό τους καθήκον. Ίσως αυτή η νέα αυτοαντίληψη των Γερμανών να είναι τόσο
σημαντική ακριβώς επειδή καταφέρνει να τους απαλλάξει σε κάποιο βαθμό από το
φορτίο του «Ποτέ ξανά» – ποτέ ξανά ολοκαύτωμα, ποτέ ξανά φασισμός, ποτέ ξανά
μιλιταρισμός. Αυτή η παιδαγωγική ζέση που επιδεικνύουν σήμερα εξηγείται δηλαδή
και από την ιστορία· η ιδέα μιας κοινής Ευρώπης γεννήθηκε μετά τον Β’ Π.Π.,
μετά τη μεγάλη στρατιωτική και ηθική καταστροφή […] Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί
έμαθαν το μάθημά τους. Έγιναν υπόδειγμα δημοκρατών, υπόδειγμα αρνητών πυρηνικής
ενέργειας, υπόδειγμα ειρηνιστών. Οι Γερμανοί διάνυσαν τον δρόμο τους σε μια
μακρά και συχνά δύσκολη πορεία. Τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν είχαν
εξαφανιστεί τελείως, μερικές φορές μάλιστα ήταν εντυπωσιακά ζωντανά. Αντίθετα απ’
ό,τι σε άλλα κράτη, εδώ ο «απολύτως φυσιολογικός, καθημερινός φασισμός» δεν
έχει ακόμη και σήμερα ξεπεραστεί. Ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Γερμανία άλλαξε.
Συγκριτικά με την ιστορία της, είναι η καλύτερη Γερμανία που είχαμε ποτέ. Το υπόβαθρο αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι στην
αυτοαντίληψη πολλών Γερμανών γίνεται σήμερα αισθητή μια νοσταλγία της
κανονικότητας. Μετά από δεκαετίες με δημόσιες ομολογίες των αμαρτιών τους, μετά
από περισσότερο από μισό αιώνα με «Ποτέ πια εθνικοσοσιαλισμός», εμφανίζεται
σήμερα στα ΜΜΕ, στην πολιτική και στον δημόσιο χώρο μια αντίθετη τάση,
ακούγεται ο αναστεναγμός ενός νέου «Ποτέ ξανά»: Να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να
φορέσουμε κιλίκιο*.Οι
Γερμανοί δε θέλουν άλλο πια να τους θεωρούν ρατσιστές και πολεμοχαρείς. Αντιλαμβάνονται
καλύτερα τον εαυτό τους ως δασκάλους και ηθικούς διαφωτιστές της Ευρώπης. Αν αυτή η διάγνωση είναι σωστή, τότε γιατί είναι πολιτικά
ανάρμοστο το να μιλά κανείς για μια «γερμανική Ευρώπη»; Η απάντηση είναι ότι
απηχεί έντονα το παρελθόν. Η διατύπωση «γερμανική Ευρώπη» είναι ιστορικά
επιβαρυμένη και παραβιάζει ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ταμπού επειδή εκφράζει με
λόγια το νέο
καθεστώς εξουσίας.
*κιλίκιο= θρησκευτικό
ένδυμα από χοντρό ύφασμα· σύμβολο μετάνοιας και αυτοτιμωρίας.
Ο ηθικός διδακτισμός
ως αξίωση ισχύος
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από
το βιβλίο του σημαντικού γερμανού κοινωνιολόγου
Ούλριχ Μπεκ «Από τον Μακιαβιέλλι στη Μερκιαβέλλι: Η γερμανική Ευρώπη και
οι στρατηγικές εξουσίας της κρίσης» («Πατάκης», Αθήνα 2012).
Βέβαια πρέπει να σημειώσουμε πως ο
πρωτότυπος γερμανικός τίτλος του βιβλίου δεν περιλαμβάνει το, μάλλον άστοχο, λογοπαίγνιο
με τα ονόματα του μεγάλου Φλωρεντίνου πολιτικού στοχαστή και της σημερινής
γερμανίδας καγκελαρίου.
Αν μη τι άλλο, ο Νικολό Μακιαβέλλι –
ένας άνθρωπος που καταλάβαινε από πολιτική – στις «Διατριβές» του σημείωνε πως «η Ρώμη
χρωστούσε το μεγαλείο της στην αδιάκοπη αντιμαχία των πατρικίων και των
πληβείων».