Καθ’ οδόν προς Βάρντα,
Κ. Επαρχία,
23.7.39
Αγαπητέ φίλε,
Φίλοι με προέτρεπαν να σας γράψω εδώ και καιρό για το καλό της ανθρωπότητας. Όμως εγώ αντιστεκόμουν σε αυτό το αίτημά τους, εξαιτίας της αίσθησης που είχα πως οποιαδήποτε επιστολή εκ μέρους μου θα συνιστούσε αυθάδεια. Κάτι μού λέει πως δεν πρέπει να κάνω υπολογισμούς και πως τελικά οφείλω να απευθύνω την έκκλησή μου με όση αξία κι εάν αυτή διαθέτει. Είναι απολύτως σαφές πως αποτελείτε σήμερα το μοναδικό πρόσωπο στον κόσμο που είναι σε θέση να αποτρέψει έναν πόλεμο, ο οποίος θα γύριζε την ανθρωπότητα στην άγρια κατάσταση. Πρέπει στ’ αλήθεια να καταβάλετε α υ τ ό το τίμημα για κ ά τ ι – όσο πολύτιμο κι εάν αυτό φαντάζει στα δικά σας μάτια; Θα εισακούσετε την έκκληση ενός ανθρώπου που εσκεμμένα απέφυγε τη μέθοδο του πολέμου και μάλιστα όχι δίχως επιτυχία; Σε κάθε περίπτωση, προσβλέπω στη συγχώρεσή σας σε περίπτωση που έσφαλα με την παρούσα επιστολή μου.
Παραμένω
ειλικρινής σας φίλος
Αυτή τη σύντομη όσο και ιστορική επιστολή απέστειλε στον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Α. Χίτλερ όχι κάποιος Ευρωπαίος ηγέτης ούτε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, ο οποίος εκείνη την περίοδο αγωνιζόταν ως ηγέτης του Εθνικού Κογκρέσου της Ινδίας για την ανεξαρτησία της χώρας του. Απ’ όσο είναι έως και σήμερα γνωστό, ο ναζιστής ηγέτης δεν του απάντησε. Απάντησε όμως στο αίτημα του Ρίχαρντ και της Λίνα Κρέτσμαρ, ενός ζεύγους φανατικών ναζιστών που ζούσαν σε ένα μικρό χωριουδάκι λίγο έξω από τη Λειψία· συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 1939, η Λίνα είχε αποκτήσει τον Γκέρχαρντ, ένα παιδί που ήταν τυφλό και ταυτόχρονα δε διέθετε άκρα. Ο τοπικός γιατρός συμβούλεψε τους γονείς πως το παιδί ήταν «ηλίθιο και πως όφειλε να αποκοιμηθεί για πάντα»· ο πατέρας απέστειλε προσωπική επιστολή στον Καγκελάριό του με την οποία τού ζητούσε να «παρακάμψει το νόμο και να τον απαλλάξει από τούτο το τέρας». Ο Χίτλερ έστειλε επιτόπου τον προσωπικό του γιατρό να διερευνήσει την υπόθεση και να πράξει τα δέοντα. Ο Γκέρχαρντ Κρέτσμαρ πέθανε στις 25 Ιουλίου 1939 λόγω «καρδιακής παθήσεως» και θάφτηκε στο λουθηρανικό νεκροταφείο του μικρού χωριού του. Σχεδόν δύο μήνες μετά –την 1η Σεπτεμβρίου 1939– η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, γεγονός που απετέλεσε και την επίσημη έναρξη του πολέμου. Την ίδια όμως ημέρα, την 1η Σεπτεμβρίου, ο Α. Χίτλερ υπέγραψε μία άλλου είδους επιστολή, ένα μέμο, προς δύο πολύ στενούς του συνεργάτες:
Βερολίνο, 1.9.39
Ο Ράιχσλαϊτερ Φίλιπ Μπούλερ και ο ιατρός Δρ Καρλ Μπραντ παραγγέλλονται όπως διευρύνουν τις αρμοδιότητες των ιατρών οι οποίοι κατονομάζονται και οι οποίοι θα αποφασίζουν κατά πόσον –στο μέτρο που αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατόν– οι πάσχοντες από ανίατες ασθένειες δύνανται, κατόπιν της πλέον ενδελεχούς αξιολογήσεως, να υποβληθούν σε ευθανασία.
Υπογραφή
Α. Χίτλερ
Με αυτόν τον τρόπο, ο Α. Χίτλερ έθετε σε εφαρμογή το διαβόητο Πρόγραμμα Ευθανασίας με τίτλο «Δράση Τ4» στο πλαίσιο του Νόμου περί Προστασίας της Κληρονομικής Υγείας, που είχε θεσπιστεί ήδη από το 1933 και σύμφωνα με το οποίο άτομα με γενετικές ανωμαλίες (ακόμη και σχιζοφρένεια, κώφωση, αλλά και χρόνιο αλκοολισμό) υποβάλλονταν σε υποχρεωτική στείρωση. Με το θάνατο όμως του Γκέρχαρντ Κρέτσμαρ και την έναρξη της «Δράσης Τ4», υπολογίζεται πως τουλάχιστον πέντε χιλιάδες (5.000) ανήλικοι και συνολικά διακόσιες χιλιάδες (200.000) άτομα οδηγήθηκαν στο θάνατο λόγω διαφόρων ανωμαλιών ως ζωές ανάξιες προς ζην. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως στη σχετική αφίσα που κυκλοφορούσε στη Γερμανία εκείνη την εποχή εμφανιζόταν ένας νοσοκόμος φορώντας τη λευκή του μπλούζα δίπλα σε ένα άτομο με αναπηρία και στο πλάι η λεζάντα: «60.000 μάρκα κοστίζει στη γερμανική κοινωνία αυτό το άτομο που πάσχει από κληρονομική ανωμαλία. Συμπολίτη Γερμανέ, πρόκειται και για δικά σου χρήματα!»