Ντοκιμαντέρ, 2013, Ελλάδα,
80 λεπτά
Σκηνοθεσία: Δημήτρης
Κουτσιαμπασάκος
Κάθε πρωί φορτώνει την
καρότσα του και αρχίζει την ίδια
περιπέτεια: ανεβάινει 75 χλμ επαρχιακής
οδού. Δεν είναι απλά ένας μανάβης. Είναι
ο αγγελιοφόρος, ο φίλος και ο μακρινός
συγγενής μιας μεγάλης κοινότητας
ανθρώπων που ζουν στα χωριά της Πίνδου.
Οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι,
απόμαχοι αλλά και ψημμένοι απο καιρό
στην αληθινή ζωή. Τιμούν την κάθε μέρα
που έρχεται με την ίδια ιεροτελεστία
χειμώνα-καλοκαίρι. Ο νέος μεταμοντέρνος
πολιτισμός του facebook δεν τους λέει
απολύτως τίποτα και χρησιμοποιούν τα
κινητά κυρίως απο ανάγκη παρά απο
συνήθεια.
Αυτή η πρόχειρη περιγραφή
είναι η γοητεία των ταινιών του Δημήτρη
Κουτσιαμπασάκου, ο οποίος επιστρέφει
στην ιδιαίτερη πατρίδα του για ένα πολύ
ιδιαίτερο, ελληνικό road movie. Αυτή είναι
η γοητεία και του Μανάβη, που
έχει ιδανικό timing αφού γυρίστηκε σε μια
εποχή που όλοι σκεφτόμαστε τις ρίζες
μας και πως να επαναπροσδιορίσουμε την
ταυτότητα μας. Μόνο που ο Κουτσιαμπασάκος
κάνει αυτό το ταξίδι χρόνια τώρα.
Θυμηθείτε τον «Γιο του Φύλακα»
(2006), την μοναδική fiction μεγάλου μήκους
του σκηνοθέτη, που βγήκε στις αίθουσες
σε μια εποχή που ήμασταν τόσο αποχαυνωμένοι
απο το ριαλιτο-lifestyle εκείνων των χρόνων.
Ή τα υπέροχα μικρού μήκους του («Ο
Ηρακλής, ο Αχελώωος και η Γιαγιά μου»,
«Η Γέφυρα», «Υψωμα 33») όλα με αναφορές
στην Πίνδο, στον Αχελώο, στην ελληνική
φύση.
Ακολουθώντας το φορτηγό
του «Μανάβη» του ο Δημήτρης
Κουτσιαμπασάκος μας δείχνει για ακόμα
μια φορά αυτή την άλλη Ελλάδα που δεν
έχει καμία σχέση με την κουλτούρα των
αστικών κέντρων. Κάθε στάση του κινητού
μανάβικου είναι μια αληθινή αποκάλυψη
με θησαυρούς παρατήρησης ανθρωπολογικούς
και ιστορικούς. Υποσυνείδητα βλέποντας
τις πολλές ιστορίες που ξετυλίγονται
στο διάβα των 4+1 εποχών ο σκηνοθέτης δεν
σκάβει μόνο στις μικρές κοινωνίες των
χωριών της Πίνδου – χώρος που ξεπερνάει
την μνημονιακή κρίση και ζει σε μια άλλη
διάσταση με τις οικονομικές συναλλαγές
περισσότερο ως αφορμή για επαφή παρά
τόσο ως πραγματικότητα και ανάγκη- αλλά
ταυτόχρονα σκάβει βαθύτερα και στο
ελληνικό παρελθόν.
Αυτή η παρατηρήση
τραβάει το κάλυμα και για την μεγαλύτερη
αλήθεια της ταινιας: μια ανησυχητική
προφητεία για το μέλλον που έρχεται
στην Ελλάδα της περιφέρειας, μια
εγκαταλελείμένη Ελλάδα που οι πολιτικοί
της δεν την αγάπησαν ποτέ και δεν
επένδυσαν ποτέ πάνω της, αν και προέρχονται
απο τα σπλάχνα της. Την απομώνοναν
διαρκώς επιβάλλοντας το πρότυπο της
αντιπαροχής, της αστυφιλίας –
παρουσιάζοντας την ως μια γραφική
πραγματικότητα – μέχρι που φτάσαμε στο
σήμερα της κρίσης. Δεν χρειάζεται καμιά
εξιδανίκευση για την ελληνική επαρχία
αλλά όταν βλέπεις τους πρωταγωνιστές
του «Μανάβη» να παλεύουν για
τον καθημερινό τους βίο και να μετατρέπουν
τις αδυναμίες τους σε πραγματικό όπλο
για να ξεπεράσουν κάθε λογής προβλήματα
η όποια οικονομική κρίση μοιάζει με
εικονική πραγματικότητα.