Ασφαλής δρόμος δεν υπάρχει, σωστή απόφαση δεν υφίσταται, μόνο κάτι συμπλεγματικά λόγια σαν εκείνα που ακούμε όσο πλησιάζει η, κατά τα άλλα όμοια με τις άλλες, δε-μου-πάει-το-χέρι Κυριακή.
Σαν την εξωπραγματική Κυριακή που μας πέρασε, όπου συμπολίτες μας κρατήθηκαν παράνομα στην ασφάλεια Θεσσαλονίκης ωσότου τελειώσει η παρέλαση της ξεφτισμένης δημοκρατίας.
Ανάπηροι μέσα στους αρτιμελείς που παραχώνουν στις τσέπες τους αναπηρικές συντάξεις, αρτιμελείς μέσα στους πνευματικά ανάπηρους που μας διοικούν. Μια παρανοϊκή και δίχως λόγια να την εκφράσουμε πια πραγματικότητα, από την οποία το μόνο που έχεις να προσδοκάς είναι η βαθιά απαξίωσή της.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από αυτό που δικαιούμαι να πάρω δεν διεκδικώ. Δεν υπάρχουν αποθέματα για καταφατικά νεύματα, για χτυπήματα στην πλάτη από «φίλους» — δεν υπάρχουν αποθέματα, καν, νοσηρών διλημμάτων.
Έβαλα λίγο ήλιο κάτω από το μαξιλάρι και ονειρεύτηκα για 98 δευτερόλεπτα πως μου ανήκαν όλα. Και μου ανήκουν.
Και θα τα πάρω πίσω.