Μέσα σε ένα περισσότερο ανοιξιάτικο παρά φθινοπωρινό
σκηνικό, άρχισε η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, μπαίνοντας πια σε πιο “εντατικούς”
ρυθμούς. Το άνοιγμα της “Αγοράς” έξαλλου σηματοδοτεί και την ουσιαστική έναρξη
δράσεων γύρω από το αναπτυξιακό κομμάτι του θεσμού, το οποίο με τη σειρά του
συγκεντρώνει ένα διεθνές δίκτυο επαγγελματιών και προσφέρει το χώρο αλλά και
τις συνθήκες για συναντήσεις, συζητήσεις και επαγγελματικές συμφωνίες, (όπως
και μια ψηφιακή βιβλιοθήκη με την πλειοψηφία των ταινιών που συμμετέχουν στο
πρόγραμμα του 55ου ΦΚΘ) προσπαθώντας να ικανοποιήσει στο βαθμό του δυνατού τις
ανάγκες των δημιουργών.
Ο παλμός όμως αδιαμφισβήτητα χτυπά στις σκοτεινές
αίθουσες, όπου οι δουλειές όλων κρίνονται, μαγεύουν, απορρίπτονται, συγκινούν ή
αφήνουν αδιάφορους αυτούς στους οποίους ουσιαστικά απευθύνονται. Ο “Εξώστης”
λοιπόν επιλέγει τις ταινίες της ημέρας και σας τις παρουσιάζει.
Σίβας του Κάαν Μυζντετζί (τμήμα “Ματιές στα Βαλκάνια”, κυρίως
πρόγραμμα)
Με μια εξαιρετική φωτογραφία ανισόπεδων χωραφιών, σκληρών
ανθρώπων στα όρια της εξαθλίωσης και μικρών παιδιών που αναγκάζονται να
μεγαλώσουν γρήγορα, ο Τούρκος σκηνοθέτης (ο οποίος ζει στη Γερμανία από το 2003)
μας εισάγει σε έναν κόσμο στον οποίο η καθημερινότητα απαιτεί ανθρώπους
“λιοντάρια” προκειμένου να επιβιώσουν. Ένα τέτοιο μικρό λιοντάρι είναι και ο
Ασλάν (είναι και το όνομα του “βασιλιά των ζωών” στα Τούρκικα), ο οποίος
πηγαίνει στο ετοιμόρροπο σχολείο σε ένα μικρό χωριό της ανατολικότερης επαρχίας
της κεντρικής Ανατολίας, της Σίβας (ή Σεβάστειας στα ελληνικά). Κρυφά
ερωτευμένος με την μικρή συμμαθήτριά του Αϊσέ, προσπαθεί μάταια να εξασφαλίσει
τον ρόλο του πρίγκιπα στην μικρή σχολική παράσταση (είναι προφανές ποια θα
παίξει την πριγκίπισσα) ο οποίος δυστυχώς καταλήγει στον άσπονδο, πιο
μεγαλόσωμο φίλο του Οσμάν. Τα πράματα όμως αλλάζουν όταν ο Ασλάν βρίσκει
ημιθανή, μετά από μια βίαιη κυνομαχία, έναν τεράστιο λευκό σκύλο ράτσας Σίβας
Κανγκάλ τον οποίο και υιοθετεί, πείθοντας με οποιοδήποτε μέσο τον εξουσιαστικό
αδερφό του Σαχίν. Ο σκύλος τελικά θα ανανήψει, θα ανακτήσει τις δυνάμεις του
και σύντομα θα είναι έτοιμος για νέους αγώνες, γιατί όπως λένε και οι
μεγαλύτεροι “αυτή είναι η δουλειά του και πρέπει να δουλεύει για να τρώει …” . Το
βλέμμα του μικρού Ασλάν στοιχειώνει καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ καθώς ο
μικρός ήρωας υπερασπίζεται την θέση του στον κόσμο, το δικαίωμα του στην αγάπη,
τη φιλία, την παιδικότητα. Η χαμηλόφωνη αλλά τόσο γενναία δήλωση υπεράσπισης
προς τον κατακρεουργημένο τετράποδο φίλο του καθώς επιστρέφουν από μια ακόμη
μάχη, όπως και η βάρια αναπνοή του στοιβαγμένου στο πορτμπαγκάζ πανέμορφου ζώου
θα πλαισιώσουν ιδανικά τον μακρόσυρτο πονεμένο αμανέ που μίλα για προδομένες
αγάπες, αγέλαστους ανθρώπους και ψυχές που καθρεφτίζουν τις πράξεις του καθενός.
Η ταινία θα επαναπροβληθεί την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 23:00
στην αίθουσα Σταύρος Τορνές.
A Second Chance της
Σουζάνε Μπίερ (τμήμα “Ανοιχτοί Ορίζοντες”, ειδικές προβολές)
Η Δανέζα δημιουργός έρχεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
με την καινούρια της ταινία η οποία επιπλέει, όπως και οι περισσότερες δικές
τις δημιουργίες, σε έντονους μελοδραματικούς τόνους. Αυτό που ξεχωρίζει στο
συγκεκριμένο φιλμ είναι η γενική αίσθηση της αγωνιάς, ποιον των ουκ ολίγων
ανατροπών κυρίως στο δεύτερο μισό του. Η ταινία μιλά για μια ακόμη οικογενειακή
τραγωδία που πλήττει αυτή τη φορά έναν νεαρό Δανό ντετέκτιβ, τον Αντρέας (στέκεται
αξιοπρεπέστατα ο γνωστός σε όλους από τον ρόλο του στη δημοφιλή σειρά “Game of Thrones” Νίκολαϊ
Κόστερ-Βαλντάου ερμηνεύοντας με σύνεση και συγκρατημένο, βουβό πόνο), ο οποίος
προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις εικόνες φρίκης που αντιμετωπίζει
καθημερινά, την ολοένα και πιο απαιτητική οικογενειακή ζωή του νέου πάτερα, άλλα
και την συναισθηματική καταστροφή του πρόσφατα χωρισμένου συνεργάτη του που το
έχει ρίξει απελπισμένος στα ξενύχτια και το ποτό. Η κατάσταση χειροτερεύει όταν
κατά τη διάρκεια μιας κλήσης για κατ’ οίκων παρενόχληση βρίσκονται μπροστά σε
έναν εξαθλιωμένο νταή πρώην καταδικό, τη φίλη του και ένα μωρό εφτά μηνών
βουτηγμένο μέσα στα ίδια του τα κόπρανα. Εκεί που λες λοιπόν ότι τίποτε δεν
μπορεί να γίνει χειρότερο, συμβαίνει το αδιανόητο. Η ζωή του Αντρέας
αποσυντίθενται βαθμιαία και όταν ο ίδιος μέσα στην απολυτή απόγνωση αποφασίζει
να προβεί σε απελπισμένες πράξεις είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι λανθασμένες
επιλογές θα τον οδηγήσουν όλο και βαθύτερα στο σκοτεινό λάκκο που ο ίδιος έχει
σκάψει.
Η δημιουργός καταπιάνεται με τα ηθικά διλήμματα, τις
απροσδόκητες συνέπειες τους, στέλνοντας τους πρωταγωνιστές σε επαναλαμβανόμενες
μεγάλες βόλτες της απομόνωσης, στην κρύα νυχτερινή Κοπεγχάγη, εκεί που όλες οι
αποφάσεις μοιάζουν λογικότερες. Οι εύθραυστες ισορροπίες ανατρέπονται από
αστάθμητους παράγοντες και πολύ γρήγορα ένα βασικό ερώτημα ξεπροβάλλει : Η
μοίρα ή οι επιλογές, η συνθήκες ή η τύχη μπορούν να γίνουν πιο σαδιστικές; Αυτό που φαίνεται πάντως να δίνει ως από μηχανής Θεός τη λύση, είναι το
διαρκώς παρόν υγρό στοιχειό (με φωτογραφία ελαφρώς στιλιζαρισμένη) ιδίως η
παγωμένη, όμοια με βαθυγάλαζο βελούδο βόρεια θάλασσα. Πάρα τις οποίες
αστοχίες (κυρίως στη νοηματοδότηση του κεντρικού θεματικού πυρήνα της άλλα και
στις επαναλαμβανόμενες ανυπολόγιστης τραγικότητας δραματικές σκηνές) η ταινία
κράτησε το ενδιαφέρον της μεγαλύτερης μερίδας των θεατών που γέμισαν ασφυκτικά
την αίθουσα του “Ολύμπιον”.
The Winter Sleep του
Νούρι Μπιλγκέ Τζεϊλάν (τμήμα “Ματιές στα Βαλκάνια”, κυρίως πρόγραμμα)
Τελευταία ταινία της ημέρας και ίσως η περισσότερο
σημαντική (σίγουρα η πιο βραβευμένη). Το φιλμ του Τούρκου σκηνοθέτη απέσπασε το
Χρυσό Φοίνικα και το βραβείο Fipresciστο προ
ολίγων μηνών φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία με ληθαργικούς αφηγηματικούς ρυθμούς
μίλα για τον Αϊντίν, έναν πρώην ηθοποιό αμφισβητήσιμου ταλέντου, ο οποίος
λειτουργεί ένα ξενοδοχείο σε μια απομονωμένη άγονη περιοχή της κεντρικής
Ανατολίας μαζί με την κατά πολύ μικρότερη γυναικά του Νιχάλ με την οποία πλέον
δεν επικοινωνούν, άλλα και με την κυνική αδερφή του που έχει μεταφερθεί εκεί
πρόσφατα από την Κωνσταντινούπολη μετά το χωρισμό της. Ο Τζεϊλάν με αργές, νωχελικές
κινήσεις της κάμερας και εξαντλητικά μονοπλάνα οδηγεί τους πρωταγωνιστές του
άλλοτε σε παράλογες και αδιέξοδες φιλοσοφικές συζητήσεις επενδυμένες με πικρό
άλλα εύστροφο χιούμορ και άλλοτε σε υπερβατικούς διαλόγους, χρησιμοποιώντας
άριστα τον λεξιλογικό πλούτο της γλώσσας του, μετατρέποντας σιγά σιγά το άνετο
και ζεστό ξενοδοχείο (χτισμένο ουσιαστικά μέσα σε αιώνιες σπηλιές) σε
αναπόδραστο μέρος το οποίο ρίχνει σταδιακά τις μάσκες της επίπλαστης ευγένειας
και φανερώνει ποσό εγκλωβισμένος αισθάνεται κάθε ένας από τους ενοίκους του. Η
εξέλιξη είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη καθιστώντας την γεμάτη επεισόδια δομή της
εξαντλητική, ιδιαίτερα λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας (περίπου τρεις ώρες). Ωστόσο αν κάνεις οπλιστεί με υπομονή και αφοσιωθεί στις ατέλειωτες
συζητήσεις των χαρακτήρων, θα ανακαλύψει μέσω των διαρκών αντιπαραθέσεων γύρω
από σημαντικά αλλά και παντελώς ανούσια ζητήματα τη δύναμη του δημιουργού να
ξαπλώνει έναν – έναν τους ήρωες του στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι ίσως όμως με
περισσότερο στόμφο, αυταρέσκεια και ελιτισμό απ’οτι χρειάζεται. Η σκηνή
πάντως που μένει χαραγμένη στη μνήμη (αντίθετη με το ύφος του υπόλοιπου φιλμ) δομημένη
περίτεχνα, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, αναβλύζοντας ένταση δύναμη και αγριότητα, είναι
αυτή της προσπάθειας σύλληψης ενός πανέμορφου λευκού αλόγου στις όχθες ενός
μικρού ποταμού.