12 χρονών τον έστειλαν οι γονείς του στην πόλη να δουλέψει παραγιός στο μπακάλικο του θείου του. Ξυπνούσε κάθε μέρα στις 4 το πρωί και κοιμόταν στις 11 το βράδυ. Μέσα σε 6 χρόνια, σε ηλικία 18 χρονών αγοράζει από τα χρήματα που συγκέντρωνε το μπακάλικο του θείου του. Το δουλεύει μόνος του.
Μετά τον πόλεμο παντρεύεται τη γιαγιά μου, κάνει δυο κόρες.
Κάθε μεσημέρι η γιαγιά μου, ανοίγει την μεσόπορτα που χωρίζει το μπακάλικο από το σπίτι για να του δώσει το μεσημεριανό. Τρώει πάντα στα όρθια. Δεν αποχωρίζεται το μαγαζί.
Τις Κυριακές πηγαίνει πάντα στο χωριό, καλλιεργεί και επιβλέπει την πατρογονική γη. Τις ελιές και τα αμπέλια. Τα οποία έχει διπλασιάσει.
Δίνει πάντα «βερεσέ» με το μπλοκάκι. Πάντα του αποπληρώνουν οι γειτόνισσες το «βερεσέ».
Από την Κρήτη, εκτός από τον Πόλεμο, δεν έφυγε ποτέ. Η ντουλάπα του δεν έχει ρούχα πολυτελείας εκτός από 2-3 κοστούμια (ραμμένα σε ράφτη) για τις απαραίτητες εκδηλώσεις της οικογένειας. Η γιαγιά μου του επιδιορθώνει τα ρούχα που φθείρονται. Δεν κάνει ποτέ διακοπές. Αγαπάει τη δουλειά του γιατί από αυτήν μεγαλώνει την οικογένεια του. Δεν του αρέσουν οι πολυτέλειες. Το πρόγραμμά του 6 ημέρες την εβδομάδα είναι 20 ώρες εργασία καθημερινή στο μπακάλικο το οποίο κρατάει ζωντανό μόνος του και την Κυριακή οικογένεια και γη. Μέσα από 70 χρόνια εργασίας έχει αποκτήσει το μισό οικοδομικό τετράγωνο.
Δεν έχει αυτοκίνητο. Δεν αγοράζει ποτέ ούτε μηχανάκι. Περπατάει με τα πόδια 4 χιλιόμετρα κάθε μέρα για να πάει στη Λαχαναγορά, επιστρέφει με τα πόδια πάλι κι όχι με το εμπορικό που μεταφέρει στο μπακάλικο τις αγορές της ημέρας.
Είναι πατέρας και σύζυγος έντιμος. Δεν λείπει τίποτα από τις κόρες κι ύστερα από τα εγγόνια του. «Να μάθετε γράμματα» πάντα μας συμβουλεύει.
Παίρνει σύνταξη και δεν κλείνει το μαγαζί. Μεταφέρει την άδεια στο όνομα της γιαγιάς να της βγάλει κι εκείνης σύνταξη. Η καρδιά του δεν κουράζεται. Δεν γερνάει. Δεν κλέβει το δημόσιο. Δεν κατεβαίνει σε πολιτικές συγκεντρώσεις. «Είναι όλοι σιχαμένοι, όσοι κυβερνούν την Ελλάδα έτσι» «Μην γίνετε δημόσιοι υπάλληλοι» «Να σέβεστε τη γη». Πάντα μας λέει.
Όταν έρχονται στο νησί, οι πρώτοι πολυεθνικοί κολοσσοί τροφίμων, το αίμα του παγώνει. Μια μέρα τον βγάζει βόλτα ο πατέρας μου σε ένα από αυτά, επιστρέφει στο μαγαζί του άρρωστος.
Τα φώτα στο προπολεμικό μπακάλικο είναι πάντα τα ίδια. Δεν συναγωνίζονται τα LED των super market.
Σιγά σιγά η γειτονιά του Καζαντζάκη γεμίζει τσιγγάνους και μετανάστες. Τα σπίτια γκρεμίζονται. Ο παππούς μου παρατηρεί έναν κόσμο που φεύγει και γκρεμίζεται μπροστά στα γαλαζοπράσινα μάτια του.
Και φεύγει όρθιος στην ίδια θέση που διακόνησε μια γειτονιά και μια οικογένεια 74 ολόκληρα χρόνια. 2006.
Κανένα από τα εγγόνια του, δεν κράτησε εκείνο το μπακάλικο ζωντανό. Παραδώσαμε εκείνη την περιουσία και τη γη σε χέρια άλλων γιατί «μάθαμε γράμματα».
Σκορπίσαμε όλοι στην Αθήνα ή την Ευρώπη.
Χωρίς δουλειά ή με δουλειές που μοιάζουν με δουλεία.
Kunst ist eine erhabene und zum fanatismus verpflichtende Mission Hitler