Είναι βράδυ Σαββάτου, Φεβρουάριος του 1996, λίγες μέρες μετά από τα γενέθλια της, Χάρητος και Πλουτάρχου γωνία. Πάνω στο κεφάλι της, προσγειώνεται ένα ποτήρι ουίσκι. Ύστερα μέσα από το σκοτάδι, ξεπετάγεται το χέρι ενός άντρα που κρατάει ένα δεκαχίλιαρο, σχεδόν σχίζει τον ψηλό γιακά της μαύρης βιζόν που φορά το μετρίου αναστήματος κορίτσι με τα μαύρα μέσα στη νύχτα γυαλιά ηλίου, ακούγεται το σάλιο που ξεκολλάει από το μοχθηρό αντρικό στόμα για να «συγκολλήσει» την αξία του χαρτονομίσματος με τον κοντοκουρεμένο σβέρκο του κοριτσιού.
« Για σαπούνι ρε, χαμούρα ξεφτίλα.»
Το κορίτσι φωνάζει «βοήθεια». Οι θαμώνες του μπαρ της Χάρητος και Πλουτάρχου γωνία κοιτάζουν από το παράθυρο. Νομίζουν πως είναι σκηνή ερωτικής αντιζηλίας. Όταν όμως αντιλαμβάνονται πως αυτός είναι βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου κι εκείνη η Μαλβίνα Κάραλη, επιστρέφουν στις στάχτες των πούρων και στις χρηματιστηριακές συζητήσεις τους.
Η Μαλβίνα αρχίζει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση του σπιτιού της, προς τον Λυκαβηττό. Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο στα σκαλοπάτια Ξενοκράτους και Πλουτάρχου. Μόλις έχω αγοράσει φαγητό από του Φιλίππου.
«Τρέχα» μου φωνάζει. «Απόπειρα δολοφονίας. Πάνε να με φάνε. Τρέχα.» Την παίρνω αγκαλιά. «Ηρέμησε. Δεν σε κυνηγάει κανείς.» της φωνάζω. Γυρνάει και κοιτάει προς την κάτω πλευρά της Πλουτάρχου, βγάζει ένα δυνατό «Αααααα» κι αρχίζει να τρέμει.
«Είναι κοντά το σπίτι σου; Πάμε σπίτι σου.»
«Δίπλα.» της λέω.
Προσπερνάμε βιαστικά ένα τραπεζάκι στην τζαμαρία του Φιλίππου όπου πληρώνουν τον λογαριασμό τους η Ελένη Χατζηαργύρη και ο Γιάννης Μόραλης. Στην σύντομη διαδρομή μου περιγράφει όλη τη σκηνή. Μπαίνουμε σπίτι.
Θέλει να λουστεί. Δεν μπορεί να πάει έτσι σπίτι. Δεν θα την ξαναφήσουν να βγει από το σπίτι τα παιδιά. Ψάχνει να βρει κάπου το τηλέφωνο της Λιάνας Κανέλλη.
Μου ζητάει πετσέτα.
«Γύρνα από την άλλη, μικρέ.»
Πετάει τη γούνα στο πάτωμα.
«Ευτυχώς που δεν φορούσα το καλό μου το κιμονό.»
Μισανοίγω το μάτι. Είναι από μέσα γυμνή. Μπαίνει στο μπάνιο. Κάποια στιγμή την ακούω που κλαίει. Βγαίνει.
«Έχεις τίποτα να φάω, μικρέ. Πεινάω.»
« Έχω γιουβαρλάκια, τα πήρα μόλις από του Φιλίππου.»
«Φέρτα.»
Καθόμαστε στην άκρη του κρεβατιού. Το σπίτι δεν έχει άλλο δωμάτιο. Αυτοσχέδιο τραπέζι, όταν δεν τρώω στο γραφείο, είναι πάντα το κρεβάτι. Της φέρνω το πιάτο με τα γιουβαρλάκια. Δεν της αρέσουν. Την πιάνουν τα κλάματα.
«Θα με φάνε. Αν το πω στα παιδιά δεν θα με αφήσουν να ξαναβγώ. Να ηρεμήσω και να με κατεβάσεις μέχρι την πλατεία ε;»
«Δεν θέλεις να σε πάω μέχρι το σπίτι;»
«Όχι, όχι…μόνη. Μόνη. Πάει. Πέρασε. Ο.Κ. έχεις Αλεξίου;»
«Αλεξίου δεν έχω; Δεν είναι Schoenberg κυρία Κάραλη η Αλεξίου.»
«Αυτό λέω κι εγώ, βάλε ένα «Εξαρτάται» παιδί μου. Στο repeat.»
Ανάβει τσιγάρο. Αρχίζει να τραγουδάει. Μου ζητάει χαρτί και μολύβι.
«Είναι ωραίο να σε μισούν, ιδίως τη στιγμή που σε γαληνεύει το πρωτείο.»
Μου ζητάει βελόνα και κλωστή, να ράψει πρόχειρα το σκίσιμο στο γιακά. Παίρνω το χαρτί από τα χέρια της. Μου έχει γράψει τη δική της συνταγή για τα ωραία γιουβαρλάκια. «Γιουβαρλάκια του δεκαχίλιαρου» επιγράφει. Σηκώνεται. Παίρνει από κάτω την γούνα και μπαίνει μέσα στο μπάνιο για να ντυθεί. Επιστρέφει. Στόμα βαμμένο επικίνδυνα κόκκινο. Επιθετικό. Πόζα βερολινέζας ντίβας. Μου ανοίγει δειλά στο στήθος τη γούνα και μου δείχνει έναν λαιμό μέχρι τη θηλή μέσα στην μπλεμωβμαυροκοκκινιλα. Σκάει στα γέλια.
«Πάμε;»
«Πάμε.»
Κατηφορίζουμε την Δημοκρίτου. Στριβούμε στην Αναγνωστοπούλου. Αναγνωστοπούλου και Πινδάρου πέφτουμε πάνω στον Χρήστο Λαμπράκη. Κάνει ότι δεν την βλέπει. Κάνει ότι δεν τον βλέπει. Φτάνουμε πλατεία Κολωνακίου. Κάτι καλιαρντεύει με τη Ματούλα. Με αποχαιρετά.
«Πάρε με τηλέφωνο μεθαύριο να έρθεις να πάρεις ταπεράκι με γιουβαρλάκια. Το βράδυ θα φύγω Καρπενήσι.»
«Να προσέχεις.» της λέω.
«Ευχαριστώ, καληνύχτα.»
Στο δρόμο ιλιγγιώδεις σκέψεις. Μου ζήτησε να μην πω τίποτα σε κανέναν. Ύστερα αλλαγή σκέψης. Περασμένα μεσάνυχτα. Στο Ciao η Μαργαρίτα Καραπάνου καπνίζει Dunhill. Γράφει. Στη Βουκουρεστίου τραβεστί. Κατηφορίζω Σόλωνος. Δεν έχω όρεξη να γυρίσω σπίτι από τον ίδιο δρόμο. Θα ανέβω από Σόλωνος Σίνα κι από κει Αναγνωστοπούλου και Λυκαβηττού. Στη Σόλωνος, ο Φρέντυ Γερμανός έξω από το σπίτι του. Πιο κάτω ανεβαίνει προς Κολωνάκι η Βίκυ Μοσχολιού. Το γέλιο της αντηχεί στις βεράντες των διαμερισμάτων στη Σκουφά. Από κάπου ακούγεται ένα καθωσπρέπει «Ησυχία!!!». Στα σκαλοπάτια της Αναγνωστοπούλου βρίσκω πεταμένη μια σύριγγα. Την κάνω στην άκρη με το πόδι. Κάπου εδώ βρήκαν πριν από 3 χρόνια, την ημέρα των γενεθλίων μου, νεκρή την Κατερίνα Γώγου. Μόλις είχα έρθει στην Αθήνα. Μπαίνω στο σπίτι. Έχει κολλήσει το cd «Λυπάται, λυπάται, λυπάται.».Το κλείνω, ανοίγω τηλεόραση να με πάρει ο ύπνος. Μαζεύω τα πιάτα με το φαγητό πάνω από το κρεβάτι. Η Μαλβίνα στη διαπασών στο ΣΚΑΙ. Επανάληψη. Ντυμένη στρατιωτικά. Μιλάει για τα Ίμια. «Μας πιάσανε τον κώλο, πάει πολεμόχαρη φυλή μου, καραξεφτιλιστήκαμε, ξεπουλάμε.» Κάνω τη σύνδεση με Κάιρο (όπως πολλές φορές μου λέει.). Το βράδυ απόψε θα μπορούσε να είναι πολύ επικίνδυνο. Με έχει ορκίσει να μην μιλήσω σε κανέναν. Με παίρνει ο ύπνος.
Το Σεπτέμβριο του 1997 παραιτείται από το MEGA. Έχει αλλάξει κι επίθετο αυτή τη φορά. Ονομάζεται Μαλβίνα Χαριτοπούλου πια. Η επιστολή της σπάει για εκείνον που καταλαβαίνει, κόκκαλα.
«Αγαπητό Mega, κατά πρώτον ευχαριστώ για την άψογη συνεργασία. Κατά δεύτερον θα ήθελα να σου γνωστοποιήσω και ενημερώνεις κατά την κρίση σου όπου νομίζεις πως το Μαλβινάχτεν δεν θα πραγματοποιηθεί. Ύστερα από ώριμη σκέψη και κρίση κορώνα το κάνω, γράμματα δεν το κάνω, έπεσε γράμματα άρα δεν το κάνω.
Αγαπητό και προσφιλές να σε πω; Δεν λέω, Mega, καλό το Μαλβινάχτεν, αλλά το μόνο που με αφορά στην TV είναι να λέω τις ειδήσεις όπως τις καταλαβαίνω εγώ. Μην κλαις για μένα, Mega, (ούτε και να σπάσεις μπαλόνια βεβαίως), θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες (απέναντι από τα αμπέλια) τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς.
Φιλιά στο αλβανάκι που έφερνε τις μπίρες. Μάκια, η Hostess σου».
Την συναντάω τυχαία μερικές μέρες μετά στο PERO'S στην πλατεία. Μόλις έχει τελειώσει με το Στάβερη μια φωτογράφιση με κιμoνό στην Σκουφά. Δίπλα στην Εθνική Τράπεζα. Μιλάει πάλι για τον Σημίτη. «Η οικογένεια Σημίτη ήρθε στην Ελλάδα από τη Βαυαρία το 1903. Όπως o Όθωνας.». Μετά αρχίζει να μιλάει το κορίτσι του Κούντερα. Η μαθήτρια της Κυβερνητικής. Ατάκες. Ατάκες, ατάκες ατάκτως ερημμένες.
Ανοίγει την τσάντα της. Βγάζει ένα πάκο χαρτιά. Σημειώσεις. ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ του Δημήτρη Χατζή. Σενάριο για τον κινηματογράφο Μαλβίνα Κάραλη.
Το μάτι μου πέφτει σε μια φράση:
«Τη σκότωσες μωρέ…Μ' αυτή την αγάπη σου…»
Αρχίζει να διαβάζει στα γρήγορα μια μια σελίδα. Με κόκκινο έχει συνέχεια στην άκρη μικρές αφιερώσεις. Ατάκες πάλι.
«Το 'χα γράψει για τον Φ. μετά έπρεπε στη θέση του Φ. να μπει ο Δ. Τώρα σκέφτομαι πως είναι μεγάλη απάτη να μην διαθέτει η θέση του Δ. δικό της ειδικό βάρος και να χρειάζεται να δανείζομαι ατάκες από τον Φ.» Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Αρχίζει μόνο να σκίζει μια μια τις σελίδες μπροστά στα έκπληκτα μου μάτια. Την καληνυχτίζω καθώς από το διπλανό τραπεζάκι της κάνει νεύμα για να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι η Δέσπω Διαμαντίδου.
«Να σου πω…τις πετάς στον κάδο;»
«Να τις πετάξω, Μαλβίνα.»
Το 1999 την συναντάω στην Επίδαυρο. Μετά το τέλος της παράστασης των «Περσών» του Βογιατζή.
«Μικρέ, θα 'ρθεις Καπάκι;»
«Μαλβίνα μου θα επιστρέψω Αθήνα. Έχω αύριο ραντεβού.» Της κλείνω το μάτι.
« Καλέ…ανήμερα της Παναγίας; Αμαρτωλέ.» Σκάει στα γέλια.
Το 2000 την βλέπω τελευταία φορά. Στην κηδεία του Χειμωνά. Του Πατέρα της. Διαισθάνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Την ρωτάω. «Μην ανησυχείς.» Ξέρω ότι μου λέει ψέματα. Είναι άρρωστη. Δεν το λέει πάλι σε κανέναν. Γράφει στο Symbol. Στέλνει ανταποκρίσεις από την Νέα Υόρκη. Στο ένα χέρι ορός με καραμελοαγελάδες, στο άλλο χέρι το στυλό. Δοκιμάζει πάλι νυφικά. Στέλνει τις φωτογραφίες στο Symbol.
H τελευταία φράση που ακούω από τη Μαλβίνα στο τηλέφωνο είναι η φράση της Σάρα Κέην από το έργο «Καθαροί, πια». ΑΓΑΠΑ ΜΕ Ή ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΕ. Έχουν την ίδια μέρα γενέθλια. 3 Φεβρουαρίου.
Η Νικαίτη Κοντούρη, σύζυγος του Γιώργου Πάτσα, δεύτερος σύζυγος της Μαλβίνας και πατέρας της κόρης τους Μαριανίνας, μου τηλεφωνεί ξημερώματα 7ης Ιουνίου του 2002.
« Καρδούλα μου, Η Μαλβίνα έφυγε.»
Πριν από καιρό, ο Σταμάτης Κραουνάκης σε συνέντευξη στο Σταύρο Θεοδωράκη του MEGA είπε:
«Ο καρκίνος είναι μια αρρώστια η οποία γεννιέται επειδή κρατάμε κάποιο βαθύ μυστικό μέσα μας, έναν βαθύ πόνο που δεν τον εκδηλώνουμε, κι αυτό γυρνάει προς τα μέσα το μαχαίρι. Το λένε όλοι οι γιατροί αυτό. Εγώ πιστεύω πως μια μεγάλη αιτία του καρκίνου της Μαλβίνας, ήταν το κυνηγητό που της έγινε από την Κυβέρνηση Σημίτη. Όχι; Εγώ το νομίζω;»
Ο Θεοδωράκης του MEGA έσκυψε κάτω το κεφάλι αρνούμενος να δώσει δημόσια τη δική του απάντηση.
Τα οστά της Μαλβίνας, φυλάσσονται μαζί με οστά άλλων στο οστεοφυλάκιο του Α' Νεκροταφείου. O Δήμος Αθηναίων, σε μια πρωτοφανή συνεδρίαση διερεύνησης πιθανής ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών του νεκροταφείου αρνείται να διατηρήσει με δυο τετραγωνικά δημόσιας αττικής γης επιφανή της τέκνα, ανεβάζοντας παράλληλα στα ύψη τα κόστη διατήρησης ταφών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα μου είχε καρφωθεί η ιδέα να κλέψω την μεταλλική θήκη, με σκοπό να την τοποθετήσω παρανόμως στην βεράντα μου κι από πάνω τους πλατύφυλλους βασιλικούς που μου είχε κάποτε χαρίσει και αναγεννιούνται κάθε χρόνο. Να πέφτει απάνω της ο αττικός ήλιος. Δεν βρήκα συμπαραστάτη κανέναν φίλο σύντροφο στην παράνομη σκέψη.