Μην πλησιάσεις αργά τη νύχτα, λένε.
Μην
πλησιάσεις και με τίποτα, με τίποτα μην μπεις, ακόμη κι αν βρεις κάποια είσοδο
ανοιχτή, ακόμη κι αν είναι όλες ανοιχτές, μην το κάνεις. Μην κοιτάξεις καν προς
τα μέσα. Κι αν κάποια παράξενη, καταστροφική παρόρμηση σε σπρώξει να το κάνεις,
φύγε, φύγε γρήγορα και φύγε τρέχοντας και χωρίς να κοιτάξεις πίσω.
Όχι, δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι,
λένε. Δεν είναι στοιχειωμένο, δεν το κατοικούν θλιμμένα φαντάσματα ή οργισμένα
πλάσματα του σκότους, όχι λένε πεισματικά, δεν είναι στοιχειωμένο. Είναι άδειο.
Είναι
μεγάλο, πελώρια άδειο και
θυμωμένο.
Θύμωσε,
λένε, από τον χρόνο, θύμωσε από τους πολλούς ανθρώπους, από τα πατήματα, από τα
δάκρυα αλλά κυρίως θύμωσε από την ερημιά. Θύμωσε και θέλει να γίνει όπως παλιά.
Το κτίριο θέλει να
ξαναγεμίσει.
Το
κτίριο περιμένει. Κάθε νύχτα, το κτίριο περιμένει. Με τα σκοτεινά του υπόγεια
να χάσκουν άδεια, με τους έρημους ορόφους του να υπάρχουν, απλά να υπάρχουν
μάταια. Κάθε νύχτα να στέκουν θυμωμένοι και αφόρητα σιωπηλοί, τόσο άδειοι που
σχεδόν
ζωντανεύουν.
Έτσι, λένε, τα κτίρια παύουν να είναι
κτίρια και γίνονται τρύπες, άπατα πηγάδια και πεινασμένα στομάχια.
Τη
νύχτα τα άδεια κτίρια μας περιμένουν.
Το κτίριο Καραβάν Σαράι χτίστηκε τη
δεκαετία του 1950 στο τετράγωνο των δρόμων Βενιζέλου και Βαμβακά, στη θέση που
φημολογείται ότι βρισκόταν -από την εποχή της τουρκοκρατίας- ένα παλαιότερο
πανδοχείο με το ίδιο όνομα. Στο κτίριο φιλοξενήθηκαν, κάτω από πολύ δύσκολες
συνθήκες, οι πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου που κατέφυγαν στην Θεσσαλονίκη, ενώ
για 51 χρόνια στεγάστηκε εκεί το Δημαρχείο της πόλης. Σήμερα, μετά την
μετακίνηση του Δημαρχείου, το κτίριο παραμένει κατά το μεγαλύτερο μέρος του
άδειο.