HomeCinemaΕξώστης ΘMy Film - ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ

My Film – ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ

Το σινεμά είναι ένα. Από τον Όρσον Γουελς και τον Τζον Φορντ
μέχρι τον Μπέργκμαν και τον Αγγελόπουλο, από τον Μπουνιουέλ και τον Κουροσάβα
μέχρι τον Γιάντσο και τον Αντονιόνι, από τον Γκοντάρ και τους αδελφούς Ταβιάνι
μέχρι τον Μιζογκούτσι και τον Αϊζενστάιν. Οι ταξινομήσεις γίνονται μόνο για
διευκόλυνση της εμβάθυνσης στην τέχνη. Είτε είναι ταξινομήσεις ειδών είτε «εθνικές».
Το να δούμε τον κινηματογράφο μιας χώρας μεμονωμένα έχει μια αξία μόνο στο
βαθμό που μας επιτρέπει να κωδικοποιήσουμε τη γνώση κι έτσι να μπορέσουμε να
βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για την εξέλιξη της τέχνης.

Με αφορμή μια συζήτηση στο facebook αλλά και το «Ελλάς Γαλλία Συμμαχία 2014» γράφω
παρακάτω δυο λόγια για το γαλλικό σινεμά, την ιστορία του και τα ορόσημά του.

Το παρόν δεν είναι ούτε πρωτότυπο ούτε εξαντλητικό. Σημασία εξάλλου έχουν τα
φιλμ όχι το τι λέμε γι’ αυτά. Ο κινηματογράφος είναι στενά συνδεδεμένος με τη Γαλλία εξ
αρχής. Στις 28 Δεκεμβρίου 1895 γίνεται η πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολή
από τους αδελφούς Λυμιέρ στο Γκραν Καφέ στο Παρίσι.
Μεταξύ των θεατών είναι και
ο Ζορζ Μελιές, που θεωρείται ο πρώτος σκηνοθέτης στην ιστορία του σινεμά.

Η ψυχή του γαλλικού κινηματογράφου είναι για πολλά χρόνια ο
Ζαν Ρενουάρ ( το αριστούργημα «La Règle du jeu – Ο κανόνας του παιχνιδιού»,
1939).
Ο Ρενουάρ εισάγει τον εμπρεσιονισμό στο σινεμά και επηρεάζει βαθιά τους
Γάλλους κινηματογραφιστές (το 1984 ο Ζακ Ριβέρ ξαναφτιάχνει τον «Κανόνα του
παιχνιδιού» με τον τίτλο «L'amour par terre – Ο έρωτας καταγής»). 


Δεύτερο ορόσημο ο μέγας Ρομπέρ Μπρεσόν, φανατικός καθολικός
και «θεολογίζων» αλλά και ιδιοφυής πρωτοπόρος του μοντέρνου κινηματογράφου
(επηρέασε και τον δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο). Το αριστουργηματικό κύκνειο
άσμα του είναι το φιλμ «L'Argent – Το χρήμα» του 1983). 

Ακολουθεί χρονολογικά ο Ζαν Πιερ Μελβίλ, προάγγελος της
νουβέλ βαγκ και μέγας λάτρης του αμερικανικού σινεμά τις επιρροές του οποίου
εισήγαγε στη Γαλλία με το φιλμ «Les Enfants Terribles – Τρομερά παιδιά» του
1950.

Η μεγάλη τομή στο γαλλικό σινεμά είναι βέβαια η νουβέλ βαγκ.
Σαφώς επηρεασμένη από τον θεωρητικό Αντρέ Μπαζέν («Ο κινηματογράφος είναι ένα
ανοικτό παράθυρο στον κόσμο») αλλά και από τον Μαγιακόφσκι («Ο κινηματογράφος
είναι ένας τρόπος να καταλαβαίνουμε τον κόσμο»), η νουβέλ βαγκ συνοψίστηκε από
τον Γκοντάρ με τη φράση «κοιτώντας τον κόσμο μέσα από την κάμερα, μαθαίνουμε να
τον βλέπουμε». 

Αυτή η συγκλονιστική ανατροπή στην κινηματογραφική φόρμα, τη
μορφή (που αναγκαστικά επιφέρει και αλλαγές στο περιεχόμενο) εγκαινιάζεται από
τον Κλοντ Σαμπρόλ με το φιλμ «Le Beau Serge – Ο ωραίος Σέργιος» το 1958. Ο
Σαμπρόλ ήταν ένας πανέξυπνος και ικανότατος κινηματογραφιστής, επηρεασμένος,
όπως όλη η νουβέλ βαγκ, από το αμερικάνικο σινεμά μέσω του Μελβίλ (αν και ο
γνήσιος διάδοχος του Μελβίλ, είναι ο Αλέν Κορνό μ’ εκείνο το περίφημο Ο σκληρός
νόμος του επιθεωρητή Φερό). Από τα φιλμ του Σαμπρόλ, ας μνημονεύσουμε τα
εξαιρετικά «Nada – Επιχείρηση: Ώρα Μηδέν» του 1974 και «Le boucher – Ο Χασάπης»
του 1970 καθώς και το έξοχο «Que la bête meure – Να πεθάνει το κτήνος» του
1969.

Στη νουβέλ βαγκ καταλέγεται αρχικά, αν και αργότερα
διαφοροποιείται, ο μέγας Φρανσουά Τριφό
, ένας μετα-εμπρεσιονιστής του σινεμά
που χρωστάει πολλά στον Ωγκίστ Ρενουάρ. Δημιουργεί σχολή φτιάχνοντας έναν
εμπρόθετα πολυεπίπεδο κινηματογράφο. Με το πρώτο του κιόλας φιλμ, «Les Quatre
Cents Coups – Τα 400 χτυπήματα» (1959), ο Τριφό αναδεικνύεται σε μεγάλη μορφή του
σινεμά. Ακολουθούν άλλα 20 φιλμ μέχρι το θάνατό αυτού του απόλυτου εξπέρ της
σκηνοθετικής τεχνικής εκ των οποίων και τα αριστουργήματα «La sirène du Mississipi
– Η σειρήνα του Μισισιπή» του 1969, «L'Homme qui aimait les femmes – Ο άνδρας
που αγαπούσε τις γυναίκες» του 1977, «La Nuit américaine – Αμερικάνική Νύχτα»
του 1973, «Le Dernier métro – Το τελευταίο μετρό» του 1980 και το κύκνειο άσμα
του «Vivement dimanche!- Οπωσδήποτε την Κυριακή» του 1983.

Ο πρώτος τη τάξει της νουβέλ βαγκ είναι και ένας από τους
πιο σπουδαίους δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου: ο Ζαν Λικ Γκοντάρ.

Ο Γκοντάρ πήγε τον εμπρεσιονισμό τόσο μακριά που έφτασε να κάνει στο σινεμά
αυτό που έκαναν ο Πικάσο και ο Μπρακ στη ζωγραφική: έφτιαξε ένα είδος
κινηματογραφικού κυβισμού για να υπηρετήσει το λεγόμενο «οπτικό δοκίμιο». Οι
πολλοί και επί το πλείστον κακοί μιμητές του δυσφήμησαν τον δοκιμιογραφικό
κινηματογράφο αλλά ο Γκοντάρ μας χάρισε μια σειρά από αριστουργήματα (μη
φοβόμαστε τη λέξη) όπως τα φιλμ: «À bout de souffle – Με κομμένη την ανάσα»
(1960), «Une femme mariée – Μια γυναίκα παντρεμένη» (1964), «Pierrot le fou – Ο
τρελός Πιερό» (1965), «Made in USA – Συνέβη στην Αμερική» (1966), «Week-end – Ένα
σαββατοκύριακο» (1967), «Tout va bien – Όλα πάνε καλά» (1972), «Prénom Carmen –
Όνομα: Κάρμεν» (1984) και «Détective – Ντετέκτιβ» (1985). Με 101 φιλμ μικρού
και μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του, ο 83χρονος Γκοντάρ ετοιμάζεται να
κυκλοφορήσει το φιλμ «Adieu au Langage – Αντίο στη γλώσσα» μέσα στο 2014.

Ο ικανότατος Λουί Μαλ είναι ο τέταρτος της νουβέλ βαγκ. Από
το καταπληκτικό ντεμπούτο του «Ascenseur pour l'échafaud – Ασανσέρ για το
ικρίωμα» (1958) μέχρι το αριστούργημα «Zazie dans le métro – Η Ζαζί στο μετρό»
(1960), ένα από τα πιο «γαλλικά» φιλμ που γυρίστηκαν ποτέ, και μέχρι το «Le feu
follet – Η φλόγα που τρεμοσβήνει» (1963), μια μοναδική μοντέρνα τραγωδία, ο Μαλ
ήταν στην πρωτοπορία. Ακολούθησαν κάποιες λιγότερο καλές ταινίες και ύστερα μετανάστευσε
για ένα διάστημα στο Χόλυγουντ (το μόνο αμερικανικό φιλμ του που αξίζει είναι
το έξοχο «Ατλάντικ Σίτυ» του 1981). Το 1987 καταφέρνει να φτιάξει ένα ακόμη
αριστούργημα, το «Au revoir les enfants – Αντίο παιδιά». 

Παράλληλα με τη νουβέλ βαγκ, έχουμε τους Γάλλους
κινηματογραφιστές που δηλώνουν ότι δεν ανήκουν σ’ αυτή (αν και σαφώς
επηρεάζονται από τις καινοτομίες της ή την επηρεάζουν με τη σειρά τους). Ο πολύ
σπουδαίος Αλέν Ρενέ (γενάρχης του κινήματος της Rive Gauche) με το ιστορικό «Hiroshima
mon amour – Χιροσίμα αγάπη μου» (1959) επέβαλε έναν καινούριο αφηγηματικό τρόπο
και προχώρησε παραπέρα τις καινοτομίες του με το έξοχο «L'Année dernière à
Marienbad – Πέρυσι στο
Μαρίενμπαντ» (1961). Κατόπιν βυθίστηκε σε μέτριες ταινίες για να ξαναβρεί τη
φόρμα του στο «Providence – Θεία
Πρόνοια» (1977) και κυρίως στο αριστουργηματικό «Mon oncle d'Amérique – Ο θείος
μου απ’ την Αμερική» (1980), το «L'Amour à mort – Ο έρωτας σε θάνατο» (1984)
και το μεγαλοφυές «Mélo – Μελό» (1986). Στα
91 του χρόνια, ο Ρενέ συμμετέχει στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου με το φιλμ «Aimer,
boire et chanter – Αγάπη, ποτό και τραγούδι».

Ξεχωριστή περίπτωση και ο έξοχος Ερίκ Ρομέρ, ένας καθολικός
μεν (με ό,τι ενστάσεις αυτό συνεπάγεται σχετικά με την ηθικολογία και την μεταφυσική
του) αλλά πανέντιμος και εκπληκτικά ταλαντούχος κινηματογραφιστής. Χώρισε ο ίδιος
τα φιλμ του σε θεματικές κατηγορίες και ονόμασε αυτά που γύρισε μέχρι το 1972 «Μύθους
περί ηθικής» (ενδεικτικά: «Ma nuit chez Maud – Μια νύχτα με τη Μοντ» του 1969,
ένα από κάθε άποψη τέλειο φιλμ και το εξαιρετικό «Le genou de Claire – Το
γόνατο της Κλαίρης» του 1970). Ακολούθησαν κάποια λιγότερο προσωπικά φιλμ
(παράδειγμα το γυρισμένο στα γερμανικά οπτικό ποίημα «Die Marquise von O…
– Η Μαρκησία της Ο» του 1976) ενώ τα φιλμ της περιόδου 1980-1987 τα ονόμασε «Κωμωδίες
και παροιμίες» (ενδεικτικά: το εκπληκτικής επιδεξιότητας «La femme de l'aviateur
– Η γυναίκα του αεροπόρου» του 1981, το αντιδραστικό μεν αλλά αριστούργημα «Le
Beau Mariage – Ο τέλειος γάμος» του 1982 και το «Pauline à la plage – Η Πολίν
στιν πλαζ» του 1983, ένα από τα πιο έξυπνα και ευαίσθητα φιλμ που γυρίστηκαν
ποτέ).

Ιδιαίτερο κεφάλαιο ο μέγας Ζακ Τατί κυρίως με τα τρία πρώτα φιλμ
του Μεσιέ Ιλό
(«Les Vacances de M. Hulot – Οι διακοπές του κυρίου Ιλό» του 1953,
«Mon Oncle – Ο θείος μου» του 1958 και «Playtime» του 1967)
και ο άξιος συνεχιστής του Πιέρ Ετέξ («Tant qu'on a la santé – Όσο
έχουμε την υγειά μας» του 1966 και «Le Grand Amour – Ο μεγάλος έρωτας» του 1969).

Για να μνημονεύσουμε κι ένα πάντα αδίκως υποτιμούμενο κινηματογραφικό
είδος, ο Κρις Μαρκέρ είναι ίσως ο πιο μεγάλος ντοκιμαντερίστας της
μεταπολεμικής εποχής (το εκπληκτικό «Les statues meurent aussi – Και τα
αγάλματα πεθαίνουν» του 1953, που το γύρισε μαζί με τον Ρενέ, το «Le Joli Mai – Ο χαριτωμένος Μάης» του 1963 και το
αριστούργημα «Le fond de l'air est rouge – Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο»
του 1977).

Θα μπορούσαμε, αν δεν έπρεπε να βάλουμε τελεία, να μιλήσουμε
και για τις κυρίες της Rive Gauche
(την Μαργκερίτ Ντυράς και την Ανιές Βαρντά),
το «Du rififi chez les hommes – Ριφιφί» (1955) του Ζιλ Ντασέν, τα γαλλικά φιλμ
του Γαβρά, τον Ζαν Ζακ Μπενέ, τον Λεός Καράξ, τον Κλοντ Σωτέ και τους νεότερους
Φρανσουά Οζόν, Λικ Μπεσσόν, Ζαν Πιερ Ζενέ και Ματιέ Κασοβίτς. 

Το γαλλικό σινεμά
είναι εδώ. Αναζητήστε το. 

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...